Η ανάγκη να περιοριστεί ο ρυθμός αύξησης των μισθών στο δημόσιο ήταν το πρώτο θέμα που είχε προταχθεί από αυτή τη στήλη όταν πρωτοεμφανίστηκε το Σεπτέμβριο του 2009 και έχει επαδιατυπωθεί πολλές φορές από τότε. Η μόνιμη κατάργηση των αυτόματων αυξήσεων (ΑΤΑ και προσαυξήσεις) θα περιορίσει τις κρατικές δαπάνες και θα σμικρύνει το μισθολογικό χάσμα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Από τον περασμένο Φεβρουάριο υπάρχουν ενδείξεις ότι η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την άποψη ότι οι αυξήσεις στο δημόσιο πρέπει να περιοριστούν - σε μικρότερο έστω βαθμό από ότι έχουμε εισηγηθεί. Όποιος κι αν είναι ο στόχος της κυβέρνησης, μπορεί να επιτευχθεί πολύ εύκολα και απλά με την κατάργηση της ΑΤΑ ή το ψαλίδισμα των προσαυξήσεων. Κι όμως, εδώ και εννέα μήνες παρακολουθούμε μια μεγάλη δυστοκία και αδυναμία της κυβέρνησης να πάρει μια απλή απόφαση. Ο προφανής λόγος για αυτή τη δυστοκία είναι ότι η απόφαση είναι πολιτικά δύσκολη αφού η ΠΑΣΥΔΥ δεν δείχνει να έχει καμία διάθεση να συνεργαστεί. Υπάρχει όμως ακόμα ένα στοιχείο που περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η κυβέρνηση θέλει να δώσει αναδιανεμητική διάσταση σε αυτό το θέμα και προσπαθεί να βρει μια φόρμουλα ώστε να επηρεαστούν λιγότερο οι χαμηλά αμειβόμενοι. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται η πρόταση για κλιμακωτή μείωση των βασικών μισθών που εμφανίστηκε ξαφνικά την περασμένη βδομάδα.
Ένα προφανές πρόβλημα με αυτή την πρόταση είναι ότι ανατρέπει την ιεραρχία στους μισθούς. Ένας μισθός €2.000 θα μειωθεί κατά 1% στα €1.980, ενώ ένας μισθός €1.999 θα μείνει αναλλοίωτος. Όμως αυτό είναι σχετικά μικρό πρόβλημα που θα μπορούσε να επιλυθεί με κάποιες ρυθμίσεις. Το πιο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αυτή η πρόταση δεν εξυπηρετεί το στόχο της κοινωνικής δικαιοσύνης τον οποίο υποθέτω στοχεύει. Ο μισθός δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη της οικονομικής κατάστασης ενός ατόμου ή μιας οικογένειας. Ένας 50χρονος οικογενειάρχης με πολλά χρόνια υπηρεσίας μπορεί να παίρνει ψηλότερο μισθό από ένα νεοπροσληφθέντα 25χρονο, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχει μεγαλύτερη οικονομική άνεση. Κάποιος που αφιέρωσε πολλά χρόνια και χρήματα (διάβαζε δάνεια) σε σπουδές μπορεί να έχει ψηλότερο μισθό από κάποιον μη πτυχιούχο, όμως αυτό είναι επιβράβευση των κόπων και των προσόντων του και δεν τον καθιστά προνομιούχο.
Η αναδιανομή εισοδήματος είναι ένας θεμιτός στόχος κάθε κράτους που επιτυγχάνεται κυρίως μέσω του προοδευτικού συστήματος φορολογίας και της παροχής χορηγιών και επιδομάτων στη βάση της ανάγκης. Δεν μπορεί όμως κάθε πολιτική του κράτους να έχει αναδιανεμητική διάσταση. Κάτι τέτοιο περιπλέκει αχρείαστα το σχεδιασμό πολιτικής και δημιουργεί στρεβλώσεις και αδικίες. Αν η κυβέρνηση πιστεύει ότι οι μισθολογικές κλίμακες του δημοσίου είναι άδικες, μπορεί να θέσει θέμα αναθεώρησής τους. Οι ευκαιριακές και επιλεκτικές προσαρμογές μόνο προβλήματα δημιουργούν.
Πολίτης, 28/11/2010
28 Νοεμβρίου 2010
21 Νοεμβρίου 2010
Και στο βάθος, το δημοσιονομικό
Παρόλο που η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Κύπρου ήταν αναμενόμενη, η αιτιολόγηση που δόθηκε από τους Standard & Poor's επιφύλασσε εκπλήξεις. Ο οίκος αξιολόγησης ανέδειξε ως τον κύριο λόγο υποβάθμισης τους κινδύνους από την έκθεση του Κυπριακού τραπεζικού συστήματος σε Ελληνικά χρεόγραφα και από το ψηλό ποσοστό ιδιωτικού χρέους που χρηματοδοτείται από τις τράπεζες. Η ξαφνική ανάδειξη αυτών των κινδύνων από τους S&P πιθανόν να αντανακλά την εκτίμησή τους ότι υπάρχει αυξημένη πιθανότητα αναδιάρθρωσης του Ελληνικού χρέους. Ανεξάρτητα από το αν έχουν δίκαιο ή όχι, οι ανησυχίες τους μας επηρεάζουν και είμαστε υποχρεωμένοι να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη.
Μια πιθανή ερμηνεία της έκθεσης των S&P είναι ότι το δημοσιονομικό περνά τώρα σε δεύτερη μοίρα, αφού κύριο πρόβλημα είναι ο τραπεζικός τομέας. Περίπου σε αυτή τη λογική φάνηκε να κινείται η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης. Πρόκειται όμως για μια λανθασμένη και επικίνδυνη ερμηνεία. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο: αν πράγματι υπάρχει κίνδυνος από τον τραπεζικό τομέα, αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για να αντιμετωπιστεί άμεσα και δραστικά το δημοσιονομικό πρόβλημα ώστε να υπάρχει δυνατότητα στήριξης του τραπεζικού τομέα αν και όταν χρειαστεί.
Οι εξελίξεις επανέφεραν στο σκηνικό την ιδέα της επιβολής ειδικής φορολογίας στις τράπεζες. Το μέτρο αυτό συζητείται διεθνώς και προωθείται μεταξύ άλλων και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η λογική πίσω από τη φορολογία είναι διπλή. Πρώτον, αποθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικού ρίσκου από μέρους των τραπεζών και δεύτερον, υποχρεώνει τις τράπεζες να πληρώσουν για την υπονοούμενη εγγύηση που τους παρέχεται ότι θα στηριχθούν από το κράτος σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Φορολόγηση των τραπεζών στη βάση αυτής της λογικής θα ήταν δικαιολογημένη, αλλά μόνο αν τα έσοδα από τη φορολογία διοχετευθούν αποκλειστικά στη μείωση του δημοσίου χρέους. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει αυτή η φορολογία να αποτελέσει άλλοθι για να μην ληφθούν μέτρα μείωσης των κρατικών δαπανών. Ένας τρόπος να αποφευχθεί κάτι τέτοιο είναι τα έσοδα από τη φορολογία να μπουν σε ειδικό ταμείο το οποίο θα διαχειρίζεται ανεξάρτητη αρχή (για παράδειγμα η Κεντρική Τράπεζα) ώστε να μην μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να το χρησιμοποιεί για εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν τα έσοδα από τη φορολογία να εισρέουν στα κρατικά ταμεία αλλά ταυτόχρονα να αναληφθεί δέσμευση σε συγκεκριμένο σχέδιο μείωσης του δημόσιου χρέους σε επίπεδα πολύ πιο κάτω από τα σημερινά.
Η υποβάθμιση είναι μια αρνητική εξέλιξη για όλους μας. Μπορεί όμως να έχει και θετική πλευρά αν μας επικεντρώσει ακόμα πιο έντονα στο στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και αποτελέσει το έναυσμα για λήψη δραστικών μέτρων προτού τα πράγματα γίνουν χειρότερα.
Πολίτης, 21/11/2010
Μια πιθανή ερμηνεία της έκθεσης των S&P είναι ότι το δημοσιονομικό περνά τώρα σε δεύτερη μοίρα, αφού κύριο πρόβλημα είναι ο τραπεζικός τομέας. Περίπου σε αυτή τη λογική φάνηκε να κινείται η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης. Πρόκειται όμως για μια λανθασμένη και επικίνδυνη ερμηνεία. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο: αν πράγματι υπάρχει κίνδυνος από τον τραπεζικό τομέα, αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για να αντιμετωπιστεί άμεσα και δραστικά το δημοσιονομικό πρόβλημα ώστε να υπάρχει δυνατότητα στήριξης του τραπεζικού τομέα αν και όταν χρειαστεί.
Οι εξελίξεις επανέφεραν στο σκηνικό την ιδέα της επιβολής ειδικής φορολογίας στις τράπεζες. Το μέτρο αυτό συζητείται διεθνώς και προωθείται μεταξύ άλλων και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η λογική πίσω από τη φορολογία είναι διπλή. Πρώτον, αποθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικού ρίσκου από μέρους των τραπεζών και δεύτερον, υποχρεώνει τις τράπεζες να πληρώσουν για την υπονοούμενη εγγύηση που τους παρέχεται ότι θα στηριχθούν από το κράτος σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Φορολόγηση των τραπεζών στη βάση αυτής της λογικής θα ήταν δικαιολογημένη, αλλά μόνο αν τα έσοδα από τη φορολογία διοχετευθούν αποκλειστικά στη μείωση του δημοσίου χρέους. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει αυτή η φορολογία να αποτελέσει άλλοθι για να μην ληφθούν μέτρα μείωσης των κρατικών δαπανών. Ένας τρόπος να αποφευχθεί κάτι τέτοιο είναι τα έσοδα από τη φορολογία να μπουν σε ειδικό ταμείο το οποίο θα διαχειρίζεται ανεξάρτητη αρχή (για παράδειγμα η Κεντρική Τράπεζα) ώστε να μην μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να το χρησιμοποιεί για εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν τα έσοδα από τη φορολογία να εισρέουν στα κρατικά ταμεία αλλά ταυτόχρονα να αναληφθεί δέσμευση σε συγκεκριμένο σχέδιο μείωσης του δημόσιου χρέους σε επίπεδα πολύ πιο κάτω από τα σημερινά.
Η υποβάθμιση είναι μια αρνητική εξέλιξη για όλους μας. Μπορεί όμως να έχει και θετική πλευρά αν μας επικεντρώσει ακόμα πιο έντονα στο στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και αποτελέσει το έναυσμα για λήψη δραστικών μέτρων προτού τα πράγματα γίνουν χειρότερα.
Πολίτης, 21/11/2010
14 Νοεμβρίου 2010
Ιδεολογία και οικονομική πολιτική
Στα οικονομικά συνηθίζεται να γίνεται μία διάκριση μεταξύ της θετικής και της δεοντολογικής ανάλυσης. Η θετική ανάλυση επικεντρώνεται στις καθαρά τεχνοκρατικές πτυχές της οικονομικής πολιτικής. Αν για παράδειγμα η κυβέρνηση πρέπει να επιβάλει μια νέα φορολογία και εξετάζει δύο επιλογές, η θετική ανάλυση θα εκτιμήσει τις επιπτώσεις της κάθε φορολογίας στα κρατικά έσοδα, την κατανομή του φορολογικού βάρους, τη συμπεριφορά πολιτών και επιχειρήσεων και την οικονομική δραστηριότητα. Η δεοντολογική ανάλυση θα προχωρήσει ένα βήμα πάρα πέρα προβαίνοντας σε συγκεκριμένες εισηγήσεις ως το προς το ποια φορολογία είναι η πιο κατάλληλη. Στην επιλογή αυτή αναπόφευκτα υπεισέρχεται και το στοιχείο της υποκειμενικής κρίσης. Η μια φορολογία μπορεί να ευνοεί (ή να ζημιώνει λιγότερο) μια ομάδα πολιτών, ενώ η άλλη να ευνοεί μια διαφορετική ομάδα. Επιλέγοντας μια από τις δύο πολιτικές ουσιαστικά επιλέγουμε ποια από τις δύο ομάδες θα ευνοήσουμε, κάτι που είναι θέμα προσωπικής προτίμησης και ιδεολογίας.
Είναι απόλυτα φυσιολογικό και θεμιτό η ιδεολογία να διαδραματίζει ρόλο στη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής στο πλαίσιο που μόλις αναφέραμε. Αυτό που δεν είναι λογικό είναι στο όνομα της ιδεολογίας κάποιες επιλογές να αποκλείονται εκ προοιμίου και να μην λαμβάνονται υπόψιν τα δεδομένα και η τεχνοκρατική ανάλυση. Στον τόπο μας αυτό το φαινόμενο παρουσιάζεται συχνά, όπως φαίνεται από τρία παραδείγματα από την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.
Το πρώτο παράδειγμα είναι οι αερομεταφορές. Από οικονομικής και επιχειρηματικής άποψης, η λύση είναι ξεκάθαρη και ονομάζεται ιδιωτικοποίηση. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για το κράτος να είναι ιδιοκτήτης αεροπορικών εταιρειών, για αυτό και όλες σχεδόν οι σύγχρονες οικονομίες έχουν εγκαταλείψει αυτό το ρόλο. Στην Κύπρο η λύση αυτή είναι εκτός συζήτησης για καθαρά ιδεολογικούς λόγους. Τα αποτελέσματα είναι ενώπιόν μας.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την ΑΤΑ. Επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι το σύστημα όπως εφαρμόζεται σήμερα αποζημιώνει υπερβολικά τους υψηλόμισθους και ανεπαρκώς τους χαμηλόμισθους. Στην πρόταξη αυτού του δεδομένου (και άλλων στρεβλώσεων) αντιτάσσεται το θεολογικό "η ΑΤΑ είναι ευλογία" ή το ηρωικό "η ΑΤΑ κερδήθηκε μέσα από αγώνες και θυσίες" και η συζήτηση τελειώνει πριν καν αρχίσει.
Τέλος, έχουμε το παράδειγμα του ορίου συνταξιοδότησης. Όλοι οι τεχνοκράτες συμφωνούν ότι η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών σχεδίων. Η καθυστέρηση στην επέκτασή του μεταφέρει όλο και μεγαλύτερο βάρος στις επόμενες γενιές. Όμως και αυτό το μέτρο αυτό είναι εκτός συζήτησης για καθαρά ιδεολογικούς λόγους.
Η διαχείριση της οικονομίας είναι πρωτίστως τεχνοκρατική υπόθεση. Οι δογματικές προσεγγίσεις και η προσκόλληση σε ιδεολογικές θέσεις εις βάρος των πραγματικοτήτων επί του εδάφους δυσχεραίνουν την επίλυση μεγάλων προβλημάτων και οδηγούν σε μια επικίνδυνη αποτελμάτωση.
Πολίτης, 14/11/2010
Είναι απόλυτα φυσιολογικό και θεμιτό η ιδεολογία να διαδραματίζει ρόλο στη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής στο πλαίσιο που μόλις αναφέραμε. Αυτό που δεν είναι λογικό είναι στο όνομα της ιδεολογίας κάποιες επιλογές να αποκλείονται εκ προοιμίου και να μην λαμβάνονται υπόψιν τα δεδομένα και η τεχνοκρατική ανάλυση. Στον τόπο μας αυτό το φαινόμενο παρουσιάζεται συχνά, όπως φαίνεται από τρία παραδείγματα από την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.
Το πρώτο παράδειγμα είναι οι αερομεταφορές. Από οικονομικής και επιχειρηματικής άποψης, η λύση είναι ξεκάθαρη και ονομάζεται ιδιωτικοποίηση. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για το κράτος να είναι ιδιοκτήτης αεροπορικών εταιρειών, για αυτό και όλες σχεδόν οι σύγχρονες οικονομίες έχουν εγκαταλείψει αυτό το ρόλο. Στην Κύπρο η λύση αυτή είναι εκτός συζήτησης για καθαρά ιδεολογικούς λόγους. Τα αποτελέσματα είναι ενώπιόν μας.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την ΑΤΑ. Επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι το σύστημα όπως εφαρμόζεται σήμερα αποζημιώνει υπερβολικά τους υψηλόμισθους και ανεπαρκώς τους χαμηλόμισθους. Στην πρόταξη αυτού του δεδομένου (και άλλων στρεβλώσεων) αντιτάσσεται το θεολογικό "η ΑΤΑ είναι ευλογία" ή το ηρωικό "η ΑΤΑ κερδήθηκε μέσα από αγώνες και θυσίες" και η συζήτηση τελειώνει πριν καν αρχίσει.
Τέλος, έχουμε το παράδειγμα του ορίου συνταξιοδότησης. Όλοι οι τεχνοκράτες συμφωνούν ότι η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών σχεδίων. Η καθυστέρηση στην επέκτασή του μεταφέρει όλο και μεγαλύτερο βάρος στις επόμενες γενιές. Όμως και αυτό το μέτρο αυτό είναι εκτός συζήτησης για καθαρά ιδεολογικούς λόγους.
Η διαχείριση της οικονομίας είναι πρωτίστως τεχνοκρατική υπόθεση. Οι δογματικές προσεγγίσεις και η προσκόλληση σε ιδεολογικές θέσεις εις βάρος των πραγματικοτήτων επί του εδάφους δυσχεραίνουν την επίλυση μεγάλων προβλημάτων και οδηγούν σε μια επικίνδυνη αποτελμάτωση.
Πολίτης, 14/11/2010
7 Νοεμβρίου 2010
Η απλή αριθμητική του ΤΚΑ
Σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη στην οποία στηρίχτηκε η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων του 2009, το ισοζύγιο χρηματοροών του ΤΚΑ (οι εισφορές μείον οι πληρωμές) θα μετατραπεί σε αρνητικό γύρω στο 2030. Οι υπολογισμοί αυτοί έγιναν στη βάση κάποιων παραδοχών οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί από τότε ως υπερ-αισιόδοξες και στην πράξη αποδείχτηκαν πολύ γρήγορα ως τέτοιες. Χαρακτηριστικά, οι παραδοχές για ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ήταν στο 4,3% και για την ανεργία στο 3,5%. Οι υπολογισμοί του Συνδέσμου Αναλογιστών Κύπρου (ΣΑΚ) με βάση πιο ρεαλιστικές (κατά την κρίση τους) παραδοχές δείχνουν ότι το ισοζύγιο του Ταμείου θα καταστεί αρνητικό γύρω στο 2020.
Η ανακοίνωση του ΣΑΚ δεν αναφέρει τις παραδοχές που χρησιμοποιούν και συνεπώς δεν είμαστε σε θέση να τις κρίνουμε. Όμως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα δεδομένα έχουν χειροτερέψει και ότι η μέρα που το ισοζύγιο χρηματοροών θα καταστεί αρνητικό θα έρθει αρκετά νωρίτερα από το 2030. Για αυτό ξενίζει η έντονη αντίδραση της κυβέρνησης, η οποία γνωρίζει (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει) ότι αυτό θα δείξει η νέα αναλογιστική μελέτη που θα είναι έτοιμη σε δύο μήνες.
Όμως η ουσία του θέματος είναι αλλού. Όπως πολύ σωστά αναφέρει η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Εργασίας, η κύρια πηγή εσόδων του ΤΚΑ είναι οι εισφορές. Συνεπώς η μακροχρόνια βιωσιμότητα του Ταμείου διασφαλίζεται μόνο εάν οι εισφορές είναι αρκετές για να καλύψουν τις υποχρεώσεις του στο διηνεκές. Δεν έχει τόση σημασία αν το ισοζύγιο θα καταστεί αρνητικό το 2020 ή το 2030, ούτε αν το αποθεματικό θα εξαντληθεί το 2035 ή το 2045. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η μέρα που αυτά τα σενάρια θα γίνουν πραγματικότητα θα φτάσει και ότι δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζουμε. Οι νέοι που μπαίνουν σήμερα στην αγορά εργασίας θα είναι ακόμα σε εργάσιμη ηλικία όταν το αποθεματικό θα έχει εξαντληθεί. Ζητούμε δηλαδή από αυτούς τους νέους να εργάζονται και να συνεισφέρουν για τα επόμενα 35-40 χρόνια γνωρίζοντας ότι δεν θα έχουμε αρκετά έσοδα για να καλύψουμε τις συντάξεις τους. Μπορεί κανείς να κοιτάξει αυτούς τους νέους στα μάτια και να τους διαβεβαιώσει ότι θα πάρουν κανονική σύνταξη στα 60 ή στα 65 όπως οι γονείς τους;
Η κυβέρνηση θεωρεί τη μεταρρύθμιση του 2009 ως μια από τις μεγαλύτερές της επιτυχίες και είναι φυσιολογικό να την υπερασπίζεται. Όμως δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα. Τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα και δείχνουν ότι το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν είναι μακροχρόνια βιώσιμο. Όσο περισσότερο καθυστερούμε να αναγνωρίσουμε και να διορθώσουμε το πρόβλημα, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάρος που μεταφέρουμε στις επόμενες γενιές.
Η ανακοίνωση του ΣΑΚ δεν αναφέρει τις παραδοχές που χρησιμοποιούν και συνεπώς δεν είμαστε σε θέση να τις κρίνουμε. Όμως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα δεδομένα έχουν χειροτερέψει και ότι η μέρα που το ισοζύγιο χρηματοροών θα καταστεί αρνητικό θα έρθει αρκετά νωρίτερα από το 2030. Για αυτό ξενίζει η έντονη αντίδραση της κυβέρνησης, η οποία γνωρίζει (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει) ότι αυτό θα δείξει η νέα αναλογιστική μελέτη που θα είναι έτοιμη σε δύο μήνες.
Όμως η ουσία του θέματος είναι αλλού. Όπως πολύ σωστά αναφέρει η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Εργασίας, η κύρια πηγή εσόδων του ΤΚΑ είναι οι εισφορές. Συνεπώς η μακροχρόνια βιωσιμότητα του Ταμείου διασφαλίζεται μόνο εάν οι εισφορές είναι αρκετές για να καλύψουν τις υποχρεώσεις του στο διηνεκές. Δεν έχει τόση σημασία αν το ισοζύγιο θα καταστεί αρνητικό το 2020 ή το 2030, ούτε αν το αποθεματικό θα εξαντληθεί το 2035 ή το 2045. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η μέρα που αυτά τα σενάρια θα γίνουν πραγματικότητα θα φτάσει και ότι δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζουμε. Οι νέοι που μπαίνουν σήμερα στην αγορά εργασίας θα είναι ακόμα σε εργάσιμη ηλικία όταν το αποθεματικό θα έχει εξαντληθεί. Ζητούμε δηλαδή από αυτούς τους νέους να εργάζονται και να συνεισφέρουν για τα επόμενα 35-40 χρόνια γνωρίζοντας ότι δεν θα έχουμε αρκετά έσοδα για να καλύψουμε τις συντάξεις τους. Μπορεί κανείς να κοιτάξει αυτούς τους νέους στα μάτια και να τους διαβεβαιώσει ότι θα πάρουν κανονική σύνταξη στα 60 ή στα 65 όπως οι γονείς τους;
Η κυβέρνηση θεωρεί τη μεταρρύθμιση του 2009 ως μια από τις μεγαλύτερές της επιτυχίες και είναι φυσιολογικό να την υπερασπίζεται. Όμως δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα. Τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα και δείχνουν ότι το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν είναι μακροχρόνια βιώσιμο. Όσο περισσότερο καθυστερούμε να αναγνωρίσουμε και να διορθώσουμε το πρόβλημα, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάρος που μεταφέρουμε στις επόμενες γενιές.
Πολίτης, 7/11/2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)