28 Δεκεμβρίου 2003

Μεταπτυχιακά δίδακτρα: ένα θετικό "όχι" της Βουλής

Η υπερψήφιση από τη Βουλή του νομοσχεδίου για το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου επεφύλασσε και μια έκπληξη που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Η Βουλή απέρριψε κατά πλειοψηφία την εισήγηση της κυβέρνησης για τη μη επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα του νέου πανεπιστημίου. Το εντυπωσιακό είναι ότι την κυβερνητική πρόταση καταψήφισαν δύο από τα τρία κόμματα της συμπολίτευσης (ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ).

Η φιλοσοφία της δωρεάν παιδείας στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η μόρφωση είναι ένα κοινωνικό αγαθό και πρέπει να επιδοτείται. Από οικονομικής σκοπιάς, η επιδότηση κάποιας δραστηριότητας δικαιολογείται όταν αυτή έχει επιπτώσεις που δεν περιορίζονται στα συναλλασσόμενα μέρη αλλά επεκτείνονται στην ευρύτερη κοινωνία. Η παιδεία θεωρείται ότι είναι μια τέτοια δραστηριότητα: όταν ένα άτομο αυξάνει το μορφωτικό του επίπεδο επωφελείται μεν το ίδιο αλλά ταυτόχρονα επηρεάζει θετικά και το περιβάλλον του.

Όμως αυτό δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό για τη μόρφωση οποιασδήποτε μορφής και επιπέδου. Οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι το κοινωνικό όφελος από την παιδεία είναι σημαντικό σε χαμηλά επίπεδα μόρφωσης, εκμηδενίζεται όμως σταδιακά όσο ανεβαίνουμε σε ψηλότερα επίπεδα. Με άλλα λόγια, ενδείκνυται η επιδότηση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και πιθανότατα της δευτεροβάθμιας, όχι όμως κατ' ανάγκην και της τριτοβάθμιας - ή τουλάχιστον όχι για όλους τους κλάδους. Σε πολλούς τομείς η αγορά παρέχει ικανοποιητική ανταμοιβή για απόκτηση επιπρόσθετης μόρφωσης υπό μορφή περισσότερων ευκαιριών απασχόλησης και αυξημένων απολαβών. Αυτό ισχύει κυρίως για σπουδές με σαφή επαγγελματικό προσανατολισμό (π.χ. διοίκηση επιχειρήσεων, νομικά, λογιστικά, ιατρική, κ.λπ.) αλλά ακόμα περισσότερο για μεταπτυχιακές σπουδές. Πιστεύει κανείς πραγματικά ότι το κράτος πρέπει να επιδοτεί όσους παρακολουθούν προγράμματα ΜΒΑ;

Πολλές Ευρωπαϊκές χώρες με μακρά παράδοση στη δωρεάν φοίτηση προβληματίζονται γιατί το κόστος έχει καταστεί δυσβάστακτο και μελετούν τρόπους να μεταφέρουν μέρος του κόστους στους ενδιαφερόμενους. Σε μια εποχή που τα δημόσια ταμεία είναι άδεια, είναι μυστήριο πώς η δική μας κυβέρνηση έκρινε ότι θα μπορούσε να κινηθεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Είναι ενθαρρυντικό ότι η Βουλή εκτίμησε σωστά την κατάσταση και έβαλε φρένο σε αυτή την πρόταση.

Πολίτης, 28/12/2003

14 Δεκεμβρίου 2003

Τα οικονομικά της πορνείας

Η πρόσφατη έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως έβαψε με μελανά χρώματα την εικόνα της πορνείας στην Κύπρο, ιδιαίτερα όσον αφορά τον τρόπο μεταχείρισης των ξένων γυναικών. Το θέμα καλύφτηκε ευρέως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με εκτεταμένα ρεπορτάζ και τις συνήθεις φωτογραφίες και φιλμάκια με τις ημίγυμνες χορεύτριες. Έγιναν οι γνωστές διακηρύξεις για πάταξη της παρανομίας και έχουν ήδη αρχίσει οι σχετικές συσκέψεις.

Αυτό που λείπει από τη συζήτηση είναι ο ρεαλισμός και οι πρακτικές εισηγήσεις. Ειδικότερα, ελάχιστοι είχαν την τόλμη να προτείνουν την μόνη αποτελεσματική και ορθολογική λύση στο πρόβλημα: την αποποινικοποίηση της πορνείας. Μια λύση που έχει υιοθετηθεί από τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, αλλά στην Κύπρο ούτε καν συζητείται. Άσχετα αν, όπως επισημαίνει η Επίτροπος Διοικήσεως, η Κύπρος επιδεικνύει ιδιαίτερα ψηλές επιδόσεις στην πορνεία. Προτιμούμε προφανώς να αποκαλούμε τις νεαρές γυναίκες "καλλιτέχνιδες" και να προσποιούμαστε ότι όλα είναι ρόδινα.

Κάποτε θα πρέπει να δούμε την πραγματικότητα κατάματα. Λέγεται ότι η πορνεία είναι το αρχαιότερο επάγγελμα, κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν άντρες διατεθειμένοι να πληρώσουν για σεξουαλικές υπηρεσίες. Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν γυναίκες διατεθειμένες να προσφέρουν αυτές τις υπηρεσίες γιατί δεν έχουν καλύτερη επιλογή. Είναι ουτοπία να νομίζει κανείς ότι μπορεί να εξαλείψει αυτό το φαινόμενο. Η ποινικοποίηση της πορνείας επιτυγχάνει μόνο την ένταξή της στην παραοικονομία, εκεί όπου η εξουσία δεν ασκείται από το κράτος αλλά από τον υπόκοσμο.

Η αποποινικοποίηση της πορνείας θα την καταστήσει μέρος της κύριας οικονομίας του τόπου και θα επιτρέψει στο κράτος να ασκήσει πιο αποτελεσματικό έλεγχο στις δραστηριότητες αυτής της βιομηχανίας. Τα καμπαρέ και άλλα παρόμοια υποστατικά θα λειτουργούν με βάση ένα πρακτικό και εφαρμόσιμο νομικό πλαίσιο και θα πληρώνουν φόρους (αυτό θα πρέπει να ενδιαφέρει το Υπουργείο Οικονομικών). Το οργανωμένο έγκλημα που σχετίζεται με την πορνεία θα εξαλειφθεί. Οι ξένες γυναίκες που έρχονται στην Κύπρο θα εργοδοτούνται νόμιμα και θα έχουν δικαιώματα τα οποία θα αποτρέψουν τα φαινόμενα καταπίεσης που παρατηρούνται σήμερα. Ταυτόχρονα, το κράτος θα είναι σε θέση να ασκεί υγειονομικούς ελέγχους που θα περιορίσουν την πιθανότητα εξάπλωσης σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών.

Θα ήταν ευχής έργον αν καμία γυναίκα δεν ένοιωθε την ανάγκη να καταφύγει στην πορνεία για να εξασφαλίσει τα προς το ζειν. Και είναι κατανοητό μια κοινωνία να θέλει να περιορίσει και να εξαλείψει δραστηριότητες τις οποίες θεωρεί επικίνδυνες ή ηθικά απαράδεκτες. Όμως η πραγματικότητα είναι σκληρή. Η πορνεία υπάρχει και η πείρα δείχνει ότι η απαγόρευση φέρνει συνήθως τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τυχόν αποποινικοποίηση της πορνείας δεν θα συνιστά ούτε επικρότηση, ούτε ενθάρρυνσή της. Θα συνιστά απλώς αναγνώριση της πραγματικότητας ότι η δραστηριότητα αυτή υπάρχει και ότι μπορεί καλύτερα να ελεγχθεί στα πλαίσια της έννομης οικονομίας.

Πολίτης, 14/12/2003

30 Νοεμβρίου 2003

Η αισχροκέρδεια και ο ξύπνιος καταναλωτής

Εδώ και αρκετό καιρό εμφανίζονται στον τύπο δημοσιεύματα που αναφέρονται σε αυξήσεις στις τιμές σε διάφορα είδη. Δυστυχώς όλα σχεδόν τα δημοσιεύματα στηρίζονται σε μεμονωμένα παραδείγματα πολύ μικρού αριθμού αγαθών και δεν προσφέρονται για εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων. Η μόνη κάπως συστηματική μελέτη που έχει δει το φως της δημοσιότητας είναι αυτή του Συνδέσμου Καταναλωτών, η οποία επισημαίνει την ύπαρξη μεγάλης διασποράς στις τιμές. Όμως η διασπορά από μόνη της δεν λέει πολλά ράγματα. Για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα χρειάζονται επιστημονικές μελέτες ευρείας κλίμακας που να διεξάγονται σε τακτική βάση.

Το θέμα συζητήθηκε αυτή τη βδομάδα στην επιτροπή εμπορίου της βουλής. Δύο βουλευτές κατέθεσαν μάλιστα πρόταση νόμου που ποινικοποιεί την αισχροκέρδεια. Πρόκειται για μια εισήγηση που ακούγεται καλή στη θεωρία, πάσχει όμως από σοβαρά προβλήματα εφαρμογής στην πράξη. Υπάρχει κατ' αρχήν το πρόβλημα ορισμού της αισχροκέρδειας. Η πρόταση των βουλευτών την καθορίζει ως τη πώληση προϊόντος έναντι τιμήματος το οποίο "κατά τις περιστάσεις τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς την αγοραία τιμή του προϊόντος." Το προφανές της δυσαναλογίας είναι βέβαια θέμα κρίσης. Αυτό που είναι σίγουρα προφανές είναι ότι ένας τέτοιος ορισμός δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί σε δικαστήριο. Πέραν αυτού, υπάρχει το πρακτικό θέμα της αστυνόμευσης. Ποιος θα αναλάβει να βρει τους παρανομούντες; Θα δημιουργήσουμε ειδική αστυνομική δύναμη η οποία θα γυροφέρνει τα καταστήματα κοιτάζοντας ετικέτες; Ποιο θα είναι το κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος;

Θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο αν κυβέρνηση και βουλή εστιάζονταν στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τον ανταγωνισμό, ο οποίος είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να διασφαλίσει λογικές τιμές σε μακροχρόνια βάση. Δυστυχώς συχνά κάνουν ακριβώς το αντίθετο με την παραχώρηση προνομίων σε διάφορες επαγγελματικές ομάδες. Δυσχεραίνουν έτσι την πρόσβαση στην αγορά σε νέους επαγγελματίες ή επιχειρήσεις και περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Ένα τέτοιο προνόμιο είναι το δικαίωμα καθορισμού τιμοκαταλόγου που έχει παραχωρηθεί κατ' εξαίρεση και παρά τις πρόνοιες του περί ανταγωνισμού νόμου σε ορισμένους επαγγελματίες όπως οι δικηγόροι και οι οδοντίατροι. Η ίδια η πολιτεία δηλαδή έρχεται να υποσκάψει με τις ενέργειές της την νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Καθόλου δεν βοηθάει επίσης το γεγονός ότι η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, η οποία είναι το αρμόδιο σώμα για την εφαρμογή της νομοθεσίας, λειτουργεί σήμερα με υποτυπώδη στελέχωση.

Ανεξάρτητητα όμως από τις ενέργειες της πολιτείας, τίποτα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη συμβολή του ίδιου του καταναλωτή. Έχουμε συνηθίσει να ζούμε σε μια οικονομία σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη. Γίναμε παθητικοί καταναλωτές, θεωρώντας ότι το κράτος θα μας προστατεύσει από τις αυθαιρεσίες. Όμως η ελεύθερη αγορά χρειάζεται ξύπνιους και καλά πληροφορημένους καταναλωτές. Η καλλιέργεια σωστής καταναλωτικής συνείδησης είναι μια μακροχρόνια προσπάθεια στην οποία θα πρέπει να εμπλακεί η πολιτεία, οι Σύνδεσμοι Καταναλωτών, αλλά και ο κάθε ένας από εμάς.

Πολίτης, 30/11/2003

16 Νοεμβρίου 2003

Για τη φορολογία των οχημάτων

Η φορολογία των οχημάτων είναι καθαρά φοροεισπρακτική πολιτική. Αποφέρει έσοδα που χρησιμοποιούνται στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Για ένα κράτος που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες στην είσπραξη φόρων - και ειδικά του φόρου εισοδήματος - η φορολογία των οχημάτων δεν είναι κακή πολιτική. Είναι μια σταθερή πηγή εσόδων που αντλείται από όλους τους πολίτες, περιλαμβανομένων και αυτών που διαφεύγουν άλλων φορολογιών. Είναι επίσης προοδευτική φορολογία, αφού οι φορολογικοί συντελεστές αυξάνονται με την αξία του αυτοκινήτου.
Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι οι συντελεστές είναι υπερβολικά ψηλοί. Και ορθά η κυβέρνηση μελετά την αναθεώρησή τους. Μαζί με τη μείωση των συντελεστών η κυβέρνηση προτείνει και μια άλλη σημαντική αλλαγή: τον υπολογισμό της φορολογίας στη βάση του κυβισμού αντί σαν ποσοστό επί της αξίας του αυτοκινήτου. Η πρόταση αυτή έχει δύο πλεονεκτήματα. Πρώτον, περιορίζει τη φοροδιαφυγή, αφού ο υπολογισμός του φόρου είναι απλός και δύσκολα μπορεί κάποιος να τον αποφύγει. Δεύτερον, καταργεί την επιβολή φορολογίας στα διάφορα έξτρα που συντείνουν στην ασφάλεια των επιβατών, όπως είναι οι αερόσακοι και τα φρένα ABS. Για αυτούς τους λόγους αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες επιβάλλουν φορολογία με βάση τον κυβισμό.
Υπάρχουν όμως και μειονεκτήματα. Για να καθοριστούν φορολογικοί συντελεστές με βάση τον κυβισμό τα οχήματα πρέπει να χωριστούν σε κατηγορίες. Οι ομαδοποιήσεις αυτές είναι κατ' ανάγκην αυθαίρετες και ως αποτέλεσμα γίνονται αντικείμενο πιέσεων και παζαρέματος. Η κατηγορία στην οποία θα καταταχθεί ένα όχημα μπορεί να έχει τεράστιες επιπτώσεις στην τελική τιμή και κατ' επέκταση στις πωλήσεις του. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Κύπρο που οι διαφορές μεταξύ συντελεστών είναι μεγάλες. Είναι εμφανές ότι οι πιέσεις και τα συμφέροντα έπαιξαν το ρόλο τους στην ομαδοποίηση που προτείνει η κυβέρνηση. Δύσκολα μπορεί κανείς διαφορετικά να εξηγήσει την ύπαρξη της ευρύτατης κατηγορίας των 1650-2250 κυβικών. Αυτά τα προβλήματα μπορούν να αμβλυνθούν σε μεγάλο βαθμό με τη δημιουργία περισσότερων κατηγοριών ώστε η κλιμακωτή αύξηση των συντελεστών να είναι πιο σταδιακή.
Το πρόβλημα με την υιοθέτηση του κυβισμού ως βάση υπολογισμού της φορολογίας είναι ακόμα πιο οξύ στην περίπτωση των μεταχειρισμένων. Τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα έρχονται στην Κύπρο με τιμή εισαγωγής κατά πολύ χαμηλότερη από αυτή των αντίστοιχων καινούριων. Δεν υπάρχει καμία λογική ένα αυτοκίνητο που εισάγεται στην τιμή των δύο χιλιάδων λιρών να πληρώνει τον ίδιο φόρο με ένα όχημα των επτά ή οκτώ χιλιάδων απλώς και μόνο επειδή έχουν τον ίδιο κυβισμό. Μια τέτοια πολιτική θα πλήξει την αγορά μεταχειρισμένου η οποία έχει εξυπηρετήσει αφάνταστα τους καταναλωτές τα τελευταία δέκα χρόνια. Η επιλογή του ποιοτικού μεταχειρισμένου έλυσε τα χέρια χιλιάδων οικογενειών - κυρίως των χαμηλών οικονομικών στρωμάτων - και συνέβαλε ταυτόχρονα στη συγκράτηση των τιμών και την βελτίωση της ποιότητας των καινούριων οχημάτων.
Ο υπολογισμός του φόρου στη βάση του κυβισμού είναι δίκαιος μόνο στο βαθμό που ο κυβισμός ενός οχήματος αντικατοπτρίζει την χρηματική του αξία. Αν η κυβέρνηση επιμένει στη φορολογία με βάση τον κυβισμό, θα πρέπει τουλάχιστον να προβεί σε ορισμένες ρυθμίσεις ώστε να μην τεθούν εκτός αγοράς ολόκληρες κατηγορίες οχημάτων.

Πολίτης, 16/11/2003

9 Νοεμβρίου 2003

Καλημέρα ανταγωνισμέ

Η δημοπρασία για την άδεια κινητής τηλεφωνίας σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας εποχής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Η άφιξη του ανταγωνισμού αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στο σημαντικό αυτό τομέα. Βέβαια ο Κύπριος καταναλωτής απολαμβάνει εδώ και αρκετό καιρό πολλά από τα οφέλη του ανταγωνισμού. Η δραστική μείωση των τελών της σταθερής και κινητής τηλεφωνίας τα τελευταία χρόνια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ανταγωνισμό από τις υπηρεσίες callback, αλλά και στην επιθυμία της ΑΤΗΚ να αυξήσει το ποσοστό διείσδυσής της στην αγορά εν αναμονή του ανταγωνισμού. Συνεπώς, μάλλον δεν πρέπει να περιμένουμε εντυπωσιακή μείωση των τιμών, μπορούμε όμως να προσβλέπουμε σε περισσότερες επιλογές και νέα, ευφάνταστα προϊόντα.

Η καλή λειτουργία της αγοράς θα εξαρτηθεί τόσο από τις κινήσεις των δύο εταιρειών όσο και από το θεσμικό πλαίσιο. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το τέλος διασύνδεσης, το οποίο η Scancom θα πληρώνει στην ΑΤΗΚ για να ενωθεί με το δίκτυο της τελευταίας. Το τέλος αυτό έχει καθοριστεί από το Γραφείο του Επιτρόπου Τηλεπικοινωνιών και από το ύψος του θα εξαρτηθούν πολλά. Σε χώρες όπου καθορίστηκε σχετικά χαμηλό τέλος, όπως τη Γερμανία, άνθησε ο ανταγωνισμός. Αντίθετα, σε χώρες όπου το τέλος είναι ψηλό, όπως τη Γαλλία, οι νέοι ανταγωνιστές δυσκολεύονται να αποσπάσουν σημαντικό μερίδιο αγοράς από το πρώην μονοπώλιο. Θα πρέπει να αναμένουμε να δούμε στην πράξη κατά πόσον το καθορισθέν τέλος θα επιτρέψει ή όχι τον ανταγωνισμό.

Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι η ευκολία μεταπήδησης από τη μια εταιρεία στην άλλη. Η νέα εταιρεία θα προσπαθήσει με διάφορες προσφορές να δελεάσει τους καταναλωτές. Θα βρει ανταπόκριση μόνο αν η διαδικασία αλλαγής εταιρείας είναι απλή και δεν ταλαιπωρεί τον καταναλωτή. Για παράδειγμα, είναι σημαντικό να μπορεί ο συνδρομητής να διατηρεί τον αριθμό τηλεφώνου του όταν αλλάζει εταιρεία. Τυχόν αντίθετη πρακτική θα αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Πέραν όμως της σημασίας που είχε για τις τηλεπικοινωνίες, η δημοπρασία της περασμένης βδομάδας ήταν ένας σημαντικός σταθμός στα κυπριακά χρονικά, γιατί εισήγαγε τον πλειστηριασμό ως μέθοδο διαμοιρασμού κρατικών "προνομίων", όπως είναι οι διάφορες άδειες.

Η πρακτική που ακολουθείται συνήθως είναι η παραχώρηση των προνομίων με βάση ποιοτικά κριτήρια, τα οποία ως επί το πλείστον μεταφράζονται σε βόλεμα ημετέρων και ρουσφέτι. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι πολλές άδειες λειτουργίας ταξί παραχωρούνται σε άτομα που δεν σκοπεύουν να εξασκήσουν το επάγγελμα, οι οποίοι τις μεταπωλούν κατόπιν σε επαγγελματίες έναντι υψηλού αντιτίμου. Η επιτυχία της δημοπρασίας για την κινητή τηλεφωνία κατέδειξε με τον πλέον πειστικό τρόπο ότι υπάρχουν καλύτερες μέθοδοι διάθεσης των κρατικών προνομίων. Ας ελπίσουμε ότι κάποιοι ιθύνοντες θα το θυμηθούν αυτό την επόμενη φορά που το κράτος θα παραχωρεί άδειες λειτουργίας ταξί, ενοικίασης αυτοκινήτων, ή λειτουργίας ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών.

Πολίτης, 9/11/2003

26 Οκτωβρίου 2003

Περί ιδιωτικοποιήσεων

Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον τις θέσεις του κ. Βάσου Γεωργίου για τις ιδιωτικοποιήσεις ("Π", 28/9 και 5/10). Ο περιορισμένος χώρος αυτής της στήλης δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ σε έκταση σε όλα τα θέματα που ήγειρε ο κ. Γεωργίου, για αυτό θα περιοριστώ σε ορισμένα σύντομα σχόλια επί των πιο σημαντικών σημείων.

  1. Το γεγονός ότι η ΑΤΗΚ και η ΑΗΚ είναι πιο υγιείς οργανισμοί από τις Κυπριακές Αερογραμμές δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά και μόνο στο διαφορετικό νομικό τους καθεστώς. Η ΑΤΗΚ και η ΑΗΚ παρέχουν ουσιώδεις υπηρεσίες με σταθερή και προβλέψιμη ζήτηση, σε αντίθεση με τις ΚΑ που παρέχουν μια υπηρεσία πολυτελείας που επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από εξωγενείς παράγοντες όπως είναι οι πόλεμοι, η τρομοκρατία και το διεθνές οικονομικό κλίμα. Δεν υπεραμύνομαι της καταστροφικής κρατικής διαχείρισης των ΚΑ, όμως το στοιχείο αυτό πρέπει να αναγνωριστεί.
  2. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι το ισχύον νομικό καθεστώς των ΑΤΗΚ και ΑΗΚ ήταν το καταλληλότερο μέχρι σήμερα, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό θα εξακολουθήσει να ισχύει και στο μέλλον. Πολύ σύντομα οι οργανισμοί αυτοί θα αναγκαστούν να λειτουργήσουν σε ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό από αυτό που έχουν συνηθίσει. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: ποιο ιδιοκτησιακό καθεστώς θα εξυπηρετήσει καλύτερα τους πολίτες όταν έλθει επιτέλους ο ανταγωνισμός;
  3. Είναι γεγονός ότι ορισμένες προσπάθειες ιδιωτικοποίησης δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το δίδαγμα για μας είναι ότι οι ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να σχεδιάζονται σωστά, όχι ότι δεν πρέπει να γίνονται. Διότι για κάθε περίπτωση προβληματικής ιδιωτικοποίησης υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα ιδιωτικοποιήσεων που είχαν ευεργετικά αποτελέσματα.
  4. Ο κ. Γεωργίου ισχυρίζεται ότι "σε Οργανισμούς που δεν υπάρχει κοινοβουλευτικός, κυβερνητικός και κυρίως δικαστικός έλεγχος, ανθεί η αυθαιρεσία, ενώ οι πολιτικές παρεμβάσεις είναι μεγαλύτερες." Η θέση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα οργανισμών όπου ο άμεσος κρατικός έλεγχος έχει αποτύχει παταγωδώς. Αναφέρω ενδεικτικά το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, την Αρχή Λιμένων, τα Κυπριακά Ταχυδρομεία.
  5. Αφήνεται συχνά να νοηθεί ότι μετά από μια ιδιωτικοποίηση η αγορά μένει ξέφραγο αμπέλι. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το κράτος έχει και δικαίωμα και υποχρέωση να παρακολουθεί τις αγορές και να παρεμβαίνει όποτε αυτές υπολειτουργούν. Για αυτό και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει την ενίσχυση των εποπτικών αρχών και τη δημιουργία εξειδικευμένων ρυθμιστικών οργάνων για τις πιο σημαντικές αγορές όπως είναι η ενέργεια και οι τηλεπικοινωνίες.

Η σύγχρονη τάση, την οποία ακολουθούν και οι εταίροι μας στην ΕΕ, θέλει το κράτος να αποσύρεται από την άμεση εμπλοκή στις αγορές και να αναλαμβάνει ρόλο εποπτικό και ρυθμιστικό. Δυστυχώς εδώ στην Κύπρο έχουμε μείνει στάσιμοι, και σε ορισμένες περιπτώσεις οπισθοδρομούμε, παγιδευμένοι καθώς είμαστε άλλοι από ιδεολογικές εμμονές, άλλοι από τη μακαριότητα μιας βολεμένης ύπαρξης και άλλοι από ατολμία να έρθουν σε ρήξη με τους βολεμένους.

Πολίτης, 26/10/2003

14 Σεπτεμβρίου 2003

Ο ανταγωνισμός στη ραδιοτηλεόραση

Η ραδιοτηλεόραση ήταν ο πρώτος σημαντικός τομέας της Κυπριακής οικονομίας που πέρασε από καθεστώς κρατικού μονοπωλίου στον (σχεδόν) ελεύθερο ανταγωνισμό. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος δεν σηκώνει, πιστεύω, καμία αμφισβήτηση. Ο Κύπριος έχει σήμερα τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα στα δύο τηλεοπτικά κανάλια του κρατικού ιδρύματος, την ελληνική τηλεόραση, πέντε ιδιωτικά κανάλια (εκ των οποίων τα δύο είναι συνδρομητικά), καθώς και αριθμό τοπικών καναλιών. Ακόμα περισσότερες είναι οι επιλογές στο ραδιόφωνο, όπου προσφέρεται τεράστια ποικιλία εκπομπών που ικανοποιούν όλες τις προτιμήσεις. Πέραν όμως της ικανοποίησης των ακουστικών μας προτιμήσεων, το άνοιγμα της αγοράς έφερε την πολυφωνία στη ραδιοτηλεόραση, ένα στοιχείο θεμελιώδους σημασίας σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα.

Ορισμένοι θεωρούν ότι ο ανταγωνισμός επηρέασε αρνητικά την ποιότητα των προγραμμάτων, ειδικά στην τηλεόραση. Πιστεύω ότι στο θέμα αυτό υπάρχει μια παρανόηση. Αυτό που έχει συμβεί είναι ότι προσφέρεται πολύ μεγαλύτερο φάσμα προγραμμάτων, πολλά από τα οποία είναι όντως χαμηλής ποιότητας. Υπάρχουν όμως και αρκετά προγράμματα καλής ποιότητας - περισσότερα σίγουρα από όσα υπήρχαν πριν μια δεκαετία - τα οποία ο καθένας μπορεί να παρακολουθήσει. Τώρα αν η πλειοψηφία των τηλεθεατών προτιμά τα χαμηλής ποιότητας προγράμματα, αυτό είναι κάτι που πρέπει ίσως να μας απασχολήσει σε κάποιο άλλο επίπεδο. Δεν αποτελεί όμως αποτυχία της αγοράς.

Πέρα από τη βελτίωση του προσφερόμενου προϊόντος, η ραγδαία επέκταση της αγοράς μετά την ελευθεροποίηση δημιούργησε εκατοντάδες θέσεις εργασίας. Όλα αυτά τα καινούρια τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοφωνικοί σταθμοί απασχολούν δημοσιογράφους, συγγραφείς, εκφωνητές, μηχανικούς, γραφείς, λογιστές, παραγωγούς, κινηματογραφιστές, αθλητικογράφους, και πάει λέγοντας. Ταυτόχρονα, η επέκταση της ραδιοτηλεόρασης έδωσε σημαντική ώθηση και δημιούργησε θέσεις εργασίας σε άλλους τομείς, όπως η διαφήμιση και συναφείς κλάδοι.

Αυτό τον καιρό εξετάζεται αίτημα για εξασφάλιση άδειας για νέο τηλεοπτικό κανάλι. Έχει εκφρασθεί από ορισμένους η άποψη ότι δεν πρέπει να δοθεί νέα άδεια διότι η αγορά δεν σηκώνει άλλο κανάλι. Μια άποψη με την οποία διαφωνούν προφανώς οι ενδιαφερόμενοι για τη δημιουργία νέου καναλιού, διαφορετικά δεν θα επένδυαν τόσα λεφτά σε αυτό το εγχείρημα. Το γεγονός ότι συζητείται αυτό το θέμα δείχνει ότι δεν έχουμε καταλάβει ακόμα το ρόλο της αγοράς σε μια οικονομία. Το αν η αγορά σηκώνει ή όχι μια ακόμα εταιρεία δεν το αποφασίζει κάποιος γραφειοκράτης αλλά η ίδια η αγορά. Αν μια εταιρεία θέλει να δοκιμάσει την τύχη της, θα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτη. Αν το προϊόν που προσφέρει είναι ποιοτικό τότε θα καταφέρει να επιζήσει, είτε μαζί με τις υπόλοιπες, είτε εκτοπίζοντας από την αγορά μια από αυτές. Αυτή ακριβώς η απειλή της εμφάνισης καινούριων ανταγωνιστών είναι που διασφαλίζει ότι τα υφιστάμενα κανάλια θα προσπαθούν συνεχώς να βελτιώνονται. Αν αποκλείσουμε αυτή την απειλή θα σκοτώσουμε τη δυναμική της αγοράς που τόσο μας έχει εξυπηρετήσει.

Πολίτης, 14/9/2003

31 Αυγούστου 2003

Οι ξένοι εργάτες

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Εργασίας πέραν των 70 χιλιάδων αλλοδαπών ζουν και εργάζονται σήμερα στην Κύπρο, εκ των οποίων 30 χιλιάδες είναι παράνομοι. Οπωσδήποτε οι αριθμοί αυτοί δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητοι, για αυτό και το θέμα έχει καταστεί μόνιμη εστία αντιπαράθεσης μεταξύ εργοδοτών και συντεχνιών. Οι συντεχνίες θεωρούν ότι έχουμε φτάσει στο απροχώρητο και ζητούν περιορισμούς στην εισαγωγή νέων ξένων εργατών. Από την άλλη, η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων υποστηρίζει ότι μόλις 15 χιλιάδες από τους ξένους εργάτες απασχολούνται στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, αφού οι υπόλοιποι είναι οικιακές βοηθοί, καλλιτέχνιδες και υπάλληλοι υπεράκτιων εταιρειών. Θεωρεί δε ότι η οικονομία χρειάζεται επιπρόσθετο εργατικό δυναμικό και ζητά την άρση των περιορισμών που επιβάλλει η κυβέρνηση.

Είναι γεγονός ότι η οικονομία μας έχει σήμερα ανάγκη τους ξένους εργάτες. Η ανάγκη αυτή είναι σε κάποιο βαθμό φυικό αποτέλεσμα της ραγδαίας ανάπτυξης της οικονομίας. Για παράδειγμα, η αύξηση των εισοδημάτων των Κυπρίων αύξησε τη ζήτηση για οικιακές βοηθούς αλλά ταυτόχρονα μείωσε την προσφορά. Αυτή η ανισορροπία είναι φυσιολογικό να εμφανιστεί σε κάθε αναπτυσσόμενη οικονομία. Όμως, ο μονόπλευρος τρόπος ανάπτυξης της δικής μας οικονομίας επέφερε επιπρόσθετα προβλήματα στην αγορά εργασίας. Η οικονομική ανάπτυξη βασίστηκε κυρίως στην τουριστική βιομηχανία και σε συναφείς τομείς όπως η οικοδομική βιομηχανία. Αυτοί οι κλάδοι χρειάζονται μεγάλους αριθμούς ανειδίκευτων κυρίως εργατών που η τοπική αγορά αδυνατούσε να προσφέρει αφού η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου ωθούσε τους Κυπρίους προς άλλα επαγγέλματα.

Με τη σημερινή δομή της οικονομίας μας δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να στηριχτούμε - βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον - στους ξένους για να καλύψουμε τις ανάγκες μας σε εργατικό δυναμικό. Μακροπρόθεσμα όμως θα πρέπει να σκεφτούμε κατά πόσον θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε μια οικονομία που να στηρίζεται στους ξένους εργάτες. Η τεχνητή συντήρηση με διάφορους τρόπους τομέων στους οποίους οι Κύπριοι δεν ενδιαφέρονται να εργαστούν (όπως ο τουρισμός, η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μεταποίηση) διαιωνίζει το πρόβλημα στην αγορά εργασίας και ταυτόχρονα αποστερεί πόρους από άλλους τομείς, πιο προσοδοφόρους και με περισσότερες προοπτικές. Μιλάμε συχνά για την Κύπρο ως κέντρο εκπαίδευσης, παροχής ιατρικών υπηρεσιών ή υψηλής τεχνολογίας. Όμως ελάχιστα ουσιαστικά βήματα έχουμε κάνει για να δημιουργήσουμε το θεσμικό πλαίσιο και την υποδομή που χρειάζονται αυτοί οι τομείς για να αναπτυχθούν. Μέρος αυτού του θεσμικού πλαισίου είναι και η εργασιακή πολιτική. Καλά είναι να φέρνουμε στην Κύπρο ξένους εργάτες για να ασχοληθούν με το μάζεμα καρπουζιών. Ακόμα καλύτερα όμως θα είναι αν προσελκύσουμε επιστήμονες στους τομείς της πληροφορικής και της υψηλής τεχνολογίας, οι οποίοι σε συνεργασία με Κύπριους θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη νέων τομέων δραστηριότητας και θα δώσουν μια νέα ώθηση στην οικονομία.

Πολίτης, 31/8/2003

H "κατοχύρωση" των επαγγελμάτων

κατοχύρωση η εξασφάλιση (από κίνδυνο, αμφισβήτηση κ.λπ); η λήψη μέτρων για την προστασία (προσώπου/πράγματος): η ~ των κεκτημένων των εργαζομένων

(Λεξικό Μπαμπινιώτη)

Οι οδηγοί φορτηγών ζητούν την κατοχύρωση του επαγγέλματός τους. Ενδιαφέρουσα λέξη η κατοχύρωση. Τόσα χρόνια την ακούω και, για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τι σημαίνει. Η χρήση στον πολιτικό λόγο ορολογίας που δεν χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη είναι σύνηθες φαινόμενο στην κοινωνία μας και γίνεται συνήθως για λόγους εντυπωσιασμού. Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί σύγχυση σε μεγάλη μερίδα πολιτών που δεν έχουν το χρόνο και τη διάθεση να ανατρέχουν στον Μπαμπινιώτη για να αποκρυπτογραφήσουν αυτό που είπε ο Α ή Β πολιτικός. Πιθανόν ακόμα η χρήση εξειδικευμένης ορολογίας να γίνεται ευφημιστικά για να αποφευχθούν αντιδράσεις που πιθανόν να προέκυπταν από τη χρήση ενός πιο εκλαϊκευμένου όρου, η έννοια του οποίου θα γινόταν αντιληπτή από όλους.

Κατοχύρωση ουσιαστικά σημαίνει προστασία. Οι μεταφορείς (όπως και πολλοί άλλοι επαγγελματίες) απαιτούν από την πολιτεία να τους προστατεύσει από τον ανταγωνισμό. Ζητούν από το κράτος να καθορίσει τέλος δέκα χιλιάδων λιρών (!) για την έκδοση καινούριων αδειών Α. Ζητούν ακόμα αυστηρότερα κριτήρια για την έκδοση αδειών Β, καθώς και τον καθορισμό κομίστρου για να περιοριστεί ο ανταγωνισμός. Και όλα αυτά πέραν των άμεσων μέτρων στήριξης που απαιτούν. Είναι φανερό ότι τυχόν υιοθέτηση τέτοιων μέτρων συνεπάγεται τεράστιο κόστος το οποίο στο τέλος θα πληρώσουν όπως πάντα οι καταναλωτές.

Όμως δεν φταίνε μόνο οι μεταφορείς με τα εξωφρενικά τους αιτήματα. Οι άνθρωποι μπήκαν σε αυτό το επάγγελμα με βάση κάποια δεδομένα. Δικαίως διαμαρτύρονται τώρα που η πολιτεία χωρίς καμία προειδοποίηση αλλάζει τα δεδομένα και ουσιαστικά τους βγάζει από το επάγγελμα. Όμως το πρόβλημα δεν δημιουργήθηκε σήμερα. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε πριν πολλά χρόνια όταν αυτό το κράτος αποφάσισε - με το πρόσχημα της διασφάλισης της ποιότητας και της οδικής ασφάλειας - ότι θα έπρεπε κάποιος να έχει ειδική άδεια για να δραστηριοποιηθεί στον τομέα των μεταφορών. Μια απλή ματιά στα πεπαλαιωμένα οχήματα των απεργών είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς πόσο πετυχημένη ήταν αυτή η πολιτική. Το μόνο που πέτυχε ήταν να περιορίσει την ελεύθερη είσοδο στην αγορά και να καταστήσει τις άδειας περουσιακό στοιχείο το οποίο μπορούσε κανείς να εμπορεύεται. Παρόμοιες καταστάσεις επικρατούν και σε άλλους τομείς, όπως είναι τα ταξί. Υποκύπτοντας στις πιέσεις των ταξιτζήδων το κράτος περιόρισε τον αριθμό αδειών ταξί με αποτέλεσμα αυτές να πωλούνται σήμερα πρός είκοσι και τριάντα χιλιάδες λίρες η κάθε μια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι σύνδεσμοι των οδηγών ταξί υποστηρίζουν ένθερμα τον αγώνα των μεταφορέων.

Η απεργία των μεταφορέων αποτελεί πρόκληση για την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα όμως της δίνει την ευκαιρία να καταστήσει σαφές ότι τα επαγγέλματα είναι ανοιχτά για όλους και η είσοδος στο κάθε επάγγελμα θα καθορίζεται από τους νόμους της αγοράς και όχι από τα συμφέροντα οποιουδήποτε. Είμαι βέβαιος ότι θα βρει πολλούς υποστηρικτές αν να εξηγήσει στους πολίτες πόσο τους στοιχίζει η "κατοχύρωση" των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων.

Πολίτης, 31/8/2003

3 Αυγούστου 2003

Μερικοί μύθοι για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα

Αρκετοί σχολιαστές έχουν επισημάνει τελευταία το γεγονός ότι το υφιστάμενο σύστημα φορολογίας των αυτοκινήτων δημιουργεί στρεβλώσεις που ωθούν τους καταναλωτές στην αγορά μεταχειρισμένου αυτοκινήτου. Παρόλον ότι η διαπίστωση αυτή είναι ορθή, συχνά συνοδεύεται από αληθοφανείς μεν αλλά αστήρικτους ισχυρισμούς για τις επιπτώσεις της εισαγωγής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.
Λέγεται, για παράδειγμα, ότι η εισαγωγή μεταχειρισμένων μειώνει την ποιότητα του αυτοκινητιστικού στόλου. Εκ πρώτης όψεως, η δήλωση αυτή μοιάζει με ταυτολογία. Κι όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Υπάρχουν δύο κατηγορίες αγοραστών εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αυτούς που, αν δεν είχαν την επιλογή του μεταχειρισμένου, θα αγόραζαν καινούριο όχημα. Η ύπαρξη των μεταχειρισμένων ωθεί αυτούς τους καταναλωτές σε παλαιότερα αυτοκίνητα και άρα αυξάνει την ηλικία του στόλου. Υπάρχει όμως και η δεύτερη κατηγορία, η οποία περιλαμβάνει κυρίως καταναλωτές χαμηλών οικονομικών στρωμάτων. Η ύπαρξη των μεταχειρισμένων δίνει σε αυτούς τους καταναλωτές την ευκαιρία να αντικαταστήσουν το παλιό τους σαραβαλάκι με ένα καλής ποιότητας μεταχειρισμένο, κάτι που τείνει να βελτιώσει την ποιότητα του στόλου.
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι και οι δύο επιδράσεις είναι σημαντικές: η εισαγωγή μεταχειρισμένων έχει οδηγήσει στη μείωση των πωλήσεων καινούριων αυτοκινήτων, αλλά και σε σημαντική αύξηση των συνολικών πωλήσεων. Είναι δύσκολο να πει κανείς ποια από τις δύο επιπτώσεις είναι πιο σημαντική χωρίς μια πιο προσεκτική ανάλυση της αγοράς. Το σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να κοιτάζουμε τις αλλαγές μόνο στη μέση ηλικία των αυτοκινήτων, αλλά σε ολόκληρη την ηλικιακή κατανομή. Μπορεί η εισαγωγή μεταχειρισμένων να αυξάνει ελαφρά τη μέση ηλικία αλλά ταυτόχρονα να συντείνει στην απόσυρση αυτοκινήτων μεγάλης ηλικίας, κάτι που είναι βέβαια θετικό.
Μήπως όμως τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα είναι ανασφαλή και μολύνουν την ατμόσφαιρα; Δεν έχω δει πουθενά στοιχεία για το πόσα ακριβώς δυστυχήματα προκαλούνται κάθε χρόνο από μηχανική βλάβη. Όμως, η εντύπωση που σχηματίζει κανείς παρακολουθώντας την επικαιρότητα είναι ότι αιτία όλων σχεδόν των σοβαρών ατυχημάτων είναι ο ανθρώπινος παράγοντας και όχι μηχανική βλάβη. Ούτε και ο ισχυρισμός ότι τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα μολύνουν την ατμόσφαιρα αντέχει σε σοβαρή κριτική. Παρόλο που δεν είμαι ειδικός, έχω την εντύπωση ότι ο σοβαρότερος παράγοντας ατμοσφαιρικής ρύπανσης από καύσιμα είναι ο μόλυβδος. Εδώ ακριβώς είναι η ειρωνεία: τα καινούρια αυτοκίνητα στην Κύπρο χρησιμοποιούν μολυβδούχα βενζίνη (ελέω διυλιστηρίου, αλλά αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία), ενώ τα μεταχειρισμένα χρησιμοποιούν αμόλυβδη. Μπορεί δηλαδή τα εισαγόμενα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα να προκαλούν τελικά λιγότερη μόλυνση από ότι τα καινούρια.
Εν πάσει περιπτώσει, τα προβληματικά αυτοκίνητα εντοπίζονται στις επιθεωρήσεις (ή δεν παρουσιάζονται καν για επιθεώρηση) και αποσύρονται από την κυκλοφορία. Οι ιδιοκτήτες αυτών των αυτοκινήτων είναι υποχρεωμένοι να αγοράσουν κάτι καλύτερο. Ένας ακόμα λόγος να διατηρήσουμε την επιλογή του ποιοτικού μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, μια επιλογή που για πολλούς Κύπριους είναι η μόνη οικονομικά συμφέρουσα.

Πολίτης, 3/8/2003

20 Ιουλίου 2003

Ευτυχώς που υπάρχει και το ποδόσφαιρο

Η επιδότηση των ποδοσφαιρικών σωματείων είναι ένα εξωφρενικό φαινόμενο το οποίο για χρόνια ήμουν με την εντύπωση ότι μόνο εμένα ενοχλούσε. Ομολογώ ότι εκπλάγηκα από τις έντονες απόψεις που ακούστηκαν τις τελευταίες μέρες εναντίον των σωματείων τόσο από τα έδρανα της Βουλής όσο και στις στήλες των εφημερίδων. Εκπλάγηκα γιατί ούτε οι βουλευτές ούτε οι δημοσιογράφοι μάς έχουν συνηθίσει σε τέτοιες αντιδράσεις. Το κράτος επιδοτεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πολλές αποτυχημένες βιομηχανίες αλλά ελάχιστοι είναι αυτοί που διαμαρτύρονται. Γιατί τόση φασαρία για μερικά εκατομμύρια που πήγαν στο ποδόσφαιρο, ένα δημοφιλές άθλημα που συγκινεί δεκάδες χιλιάδες κόσμου και συντηρεί εκατοντάδες οικογένειες;

Ο λόγος, πιστεύω, είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις όπου ο φορολογούμενος βλέπει ακριβώς πού πηγαίνουν τα λεφτά του. Τα μετεγγραφικά παζάρια για τα ακριβοπληρωμένα αστέρια γίνονται θέμα συζήτησης στα καφενεία, τα κομμωτήρια και τα σαλόνια. Η διαφθορά, η κακοδιαχείριση και η βία που κυριαρχούν στο χώρο του ποδοσφαίρου είναι γνωστά ακόμα και στον πιο αμέτοχο πολίτη. Για αυτό και τα επιχειρήματα των σωματείων μόνο θυμηδία προκαλούν στο ευρύ κοινό. Πώς αλλιώς μπορεί να αντιδράσει κανείς στο επιχείρημα ότι η επιδότηση των σωματείων κρατά τους νέους μακριά από τα ναρκωτικά και την εγκληματικότητα;

Σε αντίθεση με τα ποδοσφαιρικά σωματεία, οι περισσότεροι λοιποί αποδέκτες της κρατικής γενναιοδωρίας δεν έχουν την ατυχία να βρίσκονται καθημερινά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Έτσι κανείς δεν ξέρει που ακριβώς πηγαίνουν τα χρήματα που επιδοτούν, για παράδειγμα, τους παραγωγούς πατατών, σιτηρών, ή αμπελουργικών προϊόντων. Όλοι υποθέτουν ότι οι επιδοτήσεις καταλήγουν σε φτωχούς βιοπαλαιστές. Κάποιο ποσό πηγαίνει βέβαια και σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Όμως ο κανόνας σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι οι πολλοί παίρνουν τα λίγα και οι λίγοι παίρνουν τα πολλά. Παρόλο που δεν έχω δει στοιχεία για την Κύπρο, οι αριθμοί που προέρχονται από την Ευρώπη και την Αμερική είναι μάλλον αντιπροσωπευτικοί. Το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων καταλήγουν συνήθως σε μερικούς μεγάλους γαιοκτήμονες και επιχειρηματίες.

Αυτό ακριβώς βλέπουμε στο ποδόσφαιρο. Οι περισσότερες ομάδες παίρνουν ψίχουλα, ενώ τη μερίδα του λέοντος μοιράζονται οι μεγάλες ομάδες της Α' κατηγορίας, αυτές δηλαδή που είναι πρωτίστως υπεύθυνες για τη σήψη. Όμως ευτυχώς που υπάρχει και το ποδόσφαιρο για να δίνει στους πολίτες μια ιδέα για το που πηγαίνουν οι φόροι που πληρώνουν. Είμαι βέβαιος ότι οι πολίτες θα ήθελαν να ξέρουν πώς ακριβώς κατανέμονται και οι υπόλοιπες χορηγίες και επιδοτήσεις που δίνει το κράτος. Έχω την υποψία ότι πολλοί θα εκπλαγούν αν δουν πόσοι και ποιοι είναι οι κύριοι αποδέκτες της κρατικής αρωγής. Ίσως τότε να αρχίσουμε να αναθεωρούμε μερικές από τις πολιτικές μας που εδώ και δεκαετίες βρίσκονται στο απυρόβλητο.

Πολίτης, 20/7/2003

13 Ιουλίου 2003

Αδιόριστοι δάσκαλοι και αποκέντρωση της Παιδείας

Η ανεργία μπαίνει σιγά-σιγά στη ζωή και των δασκάλων. Φέτος για πρώτη φορά ο αριθμός νέων πτυχιούχων στην δημοτική εκπαίδευση θα είναι σημαντικά μεγαλύτερος του αριθμού νέων θέσεων στα σχολεία. Παρά τις δυσκολίες που θα προκαλέσει στους νέους απόφοιτους, η εμφάνιση της ανεργίας σε αυτό τον τομέα είναι υγιές φαινόμενο. Η κατάσταση που επικρατεί σήμερα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η δημοτική εκπαίδευση πρέπει να καταστεί λιγότερη ελκυστική και να σταματήσει να απορροφά τους ικανότερους νέους μας.

Όμως η εμφάνιση της ανεργίας δημιουργεί και ένα πονοκέφαλο. Ποιοι από τους απόφοιτους θα διοριστούν φέτος και ποιοι θα αναγκαστούν να περιμένουν; Υπάρχουν δύο επιλογές. Η μια είναι να ακολουθήσουμε την πεπατημένη και να βασιστούμε στους κατάλογους διοριστέων. Η λύση αυτή είναι μεν καταστροφική, όπως όλοι παραδέχονται, είναι όμως εύκολη. Η άλλη επιλογή είναι να φτιάξουμε ένα σύστημα αξιολόγησης και πρόσληψης εκπαιδευτικών που να βασίζεται στις ικανότητες των υποψηφίων και όχι στην ημερομηνία απόκτησης του πτυχίου τους. Αυτή η επιλογή είναι δύσκολη και χρειάζεται δημιουργικότητα και φαντασία. Πάνω από όλα, όμως, χρειάζεται τόλμη ενάντια στις βέβαιες αντιδράσεις όσων βολεύονται από το υφιστάμενο σύστημα και όσων ασπάζονται την νοοτροπία του εφησυχασμού.

Χρειάζεται να βρεθεί ένας τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων με αξιοκρατικά κριτήρια. Πώς θα γίνει αυτή η αξιολόγηση; Ποιος θα αποφασίσει κατά πόσον ο τάδε υποψήφιος με το Α πτυχίο είναι καλύτερος από το δείνα υποψήφιο με το Β πτυχίο; Μια λύση, σχετικά εύκολη κι αυτή, είναι οι γραπτές εξετάσεις. Όμως οι εξετάσεις αξιολογούν μόνο τις γνώσεις των υποψηφίων και όχι όλα τα άλλα προσόντα που χρειάζεται να έχει ένας καλός εκπαιδευτικός. Χρειάζεται κάτι παραπάνω.

Η δύσκολη αλλά και αποτελεσματική λύση είναι η αποκέντρωση της παιδείας. Να δοθεί στο κάθε σχολείο (ή σχολική εφορεία) η εξουσία για πρόσληψη νέων δασκάλων. Οι υποψήφιοι να αξιολογούνται από επιτροπή η οποία να απαρτίζεται από τη διεύθυνση του σχολείου και εκπροσώπους του διδακτικού προσωπικού, των γονέων και του Υπουργείου. Οι δάσκαλοι και οι γονείς είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και έχουν κάθε λόγο να θέλουν την πρόσληψη ικανών εκπαιδευτικών. Πρέπει να έχουν τον πρώτο λόγο. Ο κίνδυνος παρατυπιών και ευνοιοκρατικών προσλήψεων πάντα υπάρχει, όπως η εμπλοκή όλων αυτών των μερών στη διαδικασία θα περιορίσει αυτό τον κίνδυνο στο ελάχιστο.

Η πιο πάνω εισήγηση αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την αποκέντρωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Θα πρέπει να ακολουθήσουν κι άλλα, όπως η δημιουργία μηχανισμών που να δίνουν κίνητρα και να ανταμείβουν αυτούς που προσφέρουν. Η ανελαστική διαχείριση από το Υπουργείο Παιδείας πνίγει κάθε διάθεση για ανάληψη προσωπικής πρωτοβουλίας. Έχει καταντήσει κοινοτοπία να λέμε ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα νοσεί. Η περίπτωση των δασκάλων προσφέρει στη κυβέρνηση μια μοναδική ευκαιρία να πρωτοπορήσει υιοθετώντας νέες και τολμηρές πρακτικές.

Πολίτης, 13/7/2003

22 Ιουνίου 2003

Ιδιωτικά ή κρατικά μονοπώλια;

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στον "Π" ο Υπουργός Εμπορίου εξέφρασε την θέση ότι τα κρατικά μονοπώλια είναι προτιμότερα από τα ιδιωτικά. Εκ πρώτης όψεως δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς με αυτή την τοποθέτηση. Στο κάτω-κάτω τα μονοπώλια πραγματοποιούν υπερκέρδη και είναι σίγουρα προτιμότερο τα κέρδη αυτά να περνούν στα κρατικά ταμεία παρά στην τσέπη κάποιου ιδιώτη που δεν χρειάστηκε να κοπιάσει ιδιαίτερα για αυτά.

Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η επιλογή μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής διαχείρισης μιας εταιρείας δεν είναι θέμα του ποιος θα αποκομίζει τα κέρδη. Τα προβλήματα με τους δημόσιους οργανισμούς είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Διευθύνονται από συμβούλια που ως επί το πλείστον είναι άσχετα με τον τομέα δράσης του οργανισμού αφού τα μέλη τους διορίζονται για να εκπροσωπούν κομματικά συμφέροντα. Γίνονται έτσι χώρος συνδιαλλαγής και αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης από την εκάστοτε κυβέρνηση. Η κακοδιαχείριση και οι ατασθαλίες σε θέματα αγοράς αγαθών και υπηρεσιών είναι συχνά φαινόμενα που σπάνια τιμωρούνται γιατί τα πλοκάμια της διαφθοράς φτάνουν συνήθως πολύ ψηλά. Ταυτόχρονα, η έλλειψη κινήτρων και η ισοπέδωση των εργαζομένων καλλιεργεί μια κουλτούρα απάθειας που οδηγεί σε χαμηλή παραγωγικότητα. Η απάθεια βέβαια εξαφανίζεται όταν έρθει η ώρα για μισθολογικές ή άλλες διεκδικήσεις τις οποίες καμία κυβέρνηση δεν έχει το θάρρος να απορρίψει. Έτσι αυξάνεται συνεχώς το εργατικό κόστος χωρίς να υπάρχει ανάλογη αύξηση της παραγωγικότητας.

Το αποτέλεσμα είναι οι δημόσιες εταιρείες να μετατρέπονται σε αδηφάγους οργανισμούς που όχι μόνο δεν πραγματοποιούν κέρδη, αλλά αντίθετα απομυζούν τα κρατικά ταμεία. Οι Κυπριακές Αερογραμμές, το Διυλιστήριο, το ΡΙΚ, οι Δασικές Βιομηχανίες είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτυχημένης κρατικής διαχείρισης που συνεχίζεται για δεκαετίες. Ακόμα και οι οργανισμοί που λειτουργούν σχετικά ικανοποιητικά όπως η ΑΤΗΚ και η ΑΗΚ έχουν ψηλά κόστη λειτουργίας τα οποία στο τέλος πληρώνει ο καταναλωτής υπό μορφή αυξημένων τελών. Αυτό πλήττει κυρίως τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα τα οποία ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για τις υπηρεσίες αυτές. Αυτό καταρρίπτει και το μύθο ότι οι ιδιωτικοποιήσεις πλήττουν τους φτωχούς. Οι φτωχοί δεν είναι υπάλληλοι των ημικρατικών, απλώς πληρώνουν για την κακοδιαχείρισή τους.

Η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι δουλειά του ιδιωτικού τομέα. Οι ιδιώτες έχουν και τις ικανότητες αλλά και τους λόγους να διαχειριστούν αποτελεσματικά ένα οργανισμό. Απο κει και πέρα το κράτος πρέπει να διαδραματίσει τον εποπτικό και ρυθμιστικό του ρόλο. Για να γίνει αυτό σωστά απαιτείται η ύπαρξη εποπτικών αρχών που να διαθέτουν την τεχνογνωσία και την ελευθερία δράσης να παρεμβαίνουν όποτε κρίνεται αναγκαίο. Σε αυτό το παιγνίδι είμαστε ακόμα πολύ πίσω. Η προϊστορία του κράτους μας στην εποπτεία των αγορών είναι γεμάτη με αποτυχίες, όπως οι περιπτώσεις των πετρελαιοειδών και των φαρμάκων. Αν αφήσουμε κατά μέρος την επιμονή σε ξεπερασμένες αντιλήψεις μπορούμε να μάθουμε πολλά από τις εμπειρίες των Ευρωπαίων εταίρων μας.

Πολίτης, 22/6/2003

8 Ιουνίου 2003

Η περιουσία του δημοσίου

Tο προεκλογικό πρόγραμμα του πρόεδρου Παπαδόπουλου περιελάμβανε τη δέσμευση για μη εκχώρηση δημόσιας περιουσίας. Η δογματική αυτή τοποθέτηση βρίσκεται σε αντίθεση με το ιδεολογικό ρεύμα της εποχής. Σε όλες τις σύγχρονες οικονομίες οι κυβερνήσεις μειώνουν την άμεση εμπλοκή τους στην παραγωγική διαδικασία και αναλαμβάνουν ρόλο εποπτικό και ρυθμιστικό. Σε αυτό άλλωστε αποσκοπεί κατά κύριο λόγο το οικονομικό μέρος του Ευρωπαϊκού κεκτημένου το οποίο έχουμε αναλάβει την υποχρέωση να εφαρμόσουμε. Κι όμως, μια μεγάλη μερίδα της πολιτικής μας ηγεσίας έχει μείνει προσκολλημένη στο παρελθόν και αρνείται πεισματικά να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Ανεξάρτητα όμως από τις διεθνείς τάσεις, η τοποθέτηση αυτή για την περιουσία του κράτους προδίδει ατολμία και ιδεολογική σύγχιση. Έχει δικαίωμα ο καθένας να πιστεύει ότι το κράτος πρέπει να αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα στην οικονομία. Όμως μια τέτοια θέση θα πρέπει να συνοδεύεται και από κάποια επιχειρηματολογία που να εξηγά σε ποιους τομείς θα πρέπει να δραστηριοποιείται το κράτος και σε ποιους όχι. Γιατί για παράδειγμα το κράτος να έχει άμεση εμπλοκή στις τηλεπικοινωνίες και όχι στον τραπεζικό τομέα; Είναι μήπως ο τραπεζικός τομέας λιγότερο σημαντικός από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και τη δασική βιομηχανία; Η θέση ότι "δεν ξεπουλάμε περιουσία του κράτους" συνεπάγεται ότι η εμπλοκή του κράτους θα εξαρτάται από τις ιστορικές συγκυρίες και όχι από την οικονομική λογική.

Υιοθετώντας την ισοπεδωτική αυτή στάση η κυβέρνηση περιόρισε αχρείαστα τις επιλογές της, ειδικά όσον αφορά στη διαχείριση των ημικρατικών οργανισμών. Είμαστε όλοι μάρτυρες κωμικοτραγικών φαινομένων όπως είναι οι ατέρμονες συζητήσεις στη Βουλή για το κατά πόσον η ΑΤΗΚ θα πρέπει ή όχι να συμμετάσχει στην κοινοπραξία για τον δορυφόρο(ή να προβεί σε κάποια άλλη επένδυση). Όλοι γνωρίζουμε ότι πολύ λίγοι από τους βουλευτές μας έχουν έστω και ελάχιστες γνώσεις για αυτό το θέμα και είναι παράλογο και άδικο να περιμένουμε από αυτούς να αποφασίσουν για αυτό. Κι όμως η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να συζητήσει όχι μόνο την ιδιωτικοποίηση αλλά ακόμα και απλή μετοχοποίηση των οργανισμών αυτών. Αντί αυτού ακούμε διάφορες αναφορές για αναζήτηση εναλλακτικών μοντέλων ευέλικτης διαχείρισης. Με άλλα λόγια, αντί να εκμεταλλευτούμε την εμπειρία τόσων άλλων πιο προηγμένων χωρών, πειραματιζόμαστε με την περιουσία του Κύπριου πολίτη επιζητώντας εναλλακτικά και μη δοκιμασμένα μοντέλα.

Η κυβέρνηση έχει αυτοπαγιδευτεί με την προεκλογική της δέσμευση για μη εκχώρηση περιουσίας του δημοσίου και οδηγείται σε επικίνδυνους πειραματισμούς. Ας ελπίσουμε ότι θα επικρατήσουν σοφότερες σκέψεις και η κυβέρνηση θα αναθεωρήσει την πολιτική αυτή. Το όποιο πολιτικό κόστος θα είναι σίγουρα πολύ μικρότερο από το κόστος που θα επωμιστεί ο Κύπριος πολίτης στην αντίθετη περίπτωση.

Πολίτης, 8/6/2003

25 Μαΐου 2003

Οι βαθιές ρίζες της θεσμικής διαφθοράς

Πριν ένα ακριβώς χρόνο (19/5/2002) από αυτό το χώρο είχα επικρίνει την πρακτική του διαμοιρασμού των θέσεων του δημοσίου στους εκλεκτούς των κομμάτων. Παραλληλίζοντας το φαινόμενο αυτό με τη συμπεριφορά ενός καρτέλ, την είχα χαρακτηρίσει ως "σιωπηρή συμπαιγνία των κομμάτων". Μια συμπαιγνία που αποσκοπεί στον κομματικό έλεγχο της δημόσιας υπηρεσίας και την εξόφληση χρεών από τα κόμματα προς τους υποστηρικτές τους. Χρησιμοποίησα το χαρακτηρισμό της συμπαιγνίας γιατί ήθελα να τονίσω το γεγονός ότι η πρακτική αυτή δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης, αλλά αποτελεί την ενσάρκωση μιας νοσηρής νοοτροπίας που ευδοκιμεί σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα και όλους τους ιδεολογικούς χώρους.

Πριν ένα χρόνο η τοποθέτηση αυτή ίσως φάνηκε κυνική και άδικη. Στο κάτω-κάτω, τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης δεν είχαν δοκιμαστεί στο πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα όμως, τρεις μόλις μήνες μετά την αλλαγή διακυβέρνησης, ακόμα και ο πλέον καλοπροαίρετος παρατηρητής θα πρέπει να έχει πεισθεί ότι η σήψη των θεσμών έχει ρίζες βαθιές αλλά και πλατιές. Οι θέσεις του δημοσίου εξακολουθούν να παραχωρούνται στους εκλεκτούς των κομμάτων΄ το μόνο που φαίνεται να έχει αλλάξει είναι η κομματική απόχρωση των παραληπτών. Το παζάρι που βλέπουμε να εξελίσσεται αυτές τις μέρες για τους επικείμενους διορισμούς στα συμβούλια των ημικρατικών οργανισμών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νοσηρής πρακτικής. Από τη μια φουντώνουν οι διακομματικές κόντρες στην προσπάθεια για εξασφάλιση όσο το δυνατό μεγαλύτερης εκπροσώπησης, ενώ από την άλλη εντείνονται οι ενδοκομματικές διεργασίες για τον καταρτισμό των καταλόγων αυτών που θα ανταμειφθούν για την υπηρεσία τους στο κόμμα.

Υπάρχει όμως καλύτερος τρόπος. Θα πρέπει επιτέλους να καταργηθούν οι κομματικές ποσοστώσεις και να αφαιρεθεί από τα κόμματα το αποκλειστικό δικαίωμα υπόδειξης υποψηφίων. Η αναζήτηση πρέπει να επεκταθεί σε χώρους πέραν των κομματικών στεγανών. Θα πρέπει να δοθεί σε ανεξάρτητες οργανώσεις, επαγγελματικούς συνδέσμους και άλλους μη κυβερνητικούς οργανισμούς η ευκαιρία να προτείνουν άτομα που διαθέτουν τα προσόντα και την ακεραιότητα χαρακτήρος που απαιτούνται για την υπηρεσία σε καίρια πόστα του δημοσίου. Και όσοι θέλουν να προτείνουν υποψήφιους, ας παραδώσουν μαζί με το όνομα και ένα βιογραφικό σημείωμα με τα προσόντα που καθιστούν το άτομο αυτό κατάλληλο για την θέση για την οποία προτείνεται.

Οι οιωνοί δεν είναι καλοί, όμως υπάρχει χρόνος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη φήμη ανθρώπου που πιστεύει στην αξιοκρατία. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας είχε θέσει την καταπολέμηση του ρουσφετιού ως πρωταρχικό του στόχο. Ο Κύπριος ψηφοφόρος τον εξέλεξε εν μέρει γιατί πίστεψε ότι αυτή του την δέσμευση. Ο κ. Παπαδόπουλος έχει μπροστά του μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποδείξει στους ψηφοφόρους ότι διαθέτει την πολιτική βούληση να μετατρέψει την προσωπική του προσήλωση στην αξιοκρατία σε πολιτική πράξη. Να είναι βέβαιος ότι μια τέτοια στάση θα βρει απήχηση σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.

Πολίτης, 25/5/2003