31 Μαρτίου 2002

Προεισαγωγικές και παραπαιδεία

Η επίδοση στις πανεθνικές προεισαγωγικές εξετάσεις αποτελεί το μοναδικό κριτήριο εισδοχής φοιτητών στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κύπρου και της Ελλάδας. Το σύστημα αυτό έχει το σημαντικό πλεονέκτημα της αντικειμενικότητας (δεδομένου βέβαια ότι διασφαλίζεται το αδιάβλητο των εξετάσεων). Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό μια και η κυριαρχία του μέσου στη δημόσια ζωή έχει καλλιεργήσει μια δυσπιστία στο μέσο Κύπριο έναντι στους θεσμούς του κράτους. Η αντικειμενική αξιολόγηση που διασφαλίζει το σύστημα των εξετάσεων έχει συντείνει ώστε να γίνει ευρέως αποδεχτό από την κοινωνία.

Δυστυχώς όμως η καθολική αυτή αποδοχή αποκρύβει τα πολλά προβλήματα που δημιουργεί το σύστημα αυτό. Η αποκλειστική εξάρτηση στις εξετάσεις είναι ο κύριος υπαίτιος για τη γνωσιοκεντρική κατεύθυνση που έχει πάρει η παιδεία μας. Οι εξετάσεις ενθαρρύνουν την παπαγαλία και τη στεγνή απομνημόνευση γνώσεων που πολύ σύντομα θα ξεχαστούν. Αντίθετα, αρετές με διαχρονική αξία όπως η δημιουργικότητα, η πρωτοβουλία, το ανοιχτό μυαλό και η κριτική ικανότητα δεν αμείβονται και μοιραία υποβαθμίζονται.

Συνεπακόλουθο αυτού του γνωσιοκεντρισμού είναι και η ανεξέλεγκτη εξάπλωση της παραπαιδείας, η οποία αποτελεί τραγική ένδειξη της αποτυχίας του Κυπριακού εκπαιδευτικού συστήματος. Ο έντονος ανταγωνισμός για τις θέσεις στα καλά πανεπιστήμια ωθεί τους μαθητές να νυχτοξημερώνονται στα φροντιστήρια πολεμώντας για μερικά επιπρόσθετα μόρια που θα τους εξασφαλίσουν θέση στο πανεπιστήμιο της προτίμησής τους. Πέραν του ότι είναι αντιπαιδαγωγικός, ο ανταγωνισμός αυτός θέτει σε μειονεκτική θέση τους μαθητές που για οικονομικούς, οικογενειακούς ή άλλους λόγους δεν έχουν την ευχέρεια να παρακολουθούν φροντιστήρια.

Τα προβλήματα αυτά μπορούν να απαμβλυνθούν με την εισαγωγή ενός νέου συστήματος όπου η αξιολόγηση των υποψηφίων θα βασίζεται σε μια σειρά από κριτήρια. Η επίδοση σε εξετάσεις θα μπορεί να είναι ένα από τα κριτήρια αυτά. Η βαθμολογία απολυτηρίου θα μπορούσε να αποτελέσει ένα άλλο κριτήριο, πιθανότατα σταθμισμένη με κάποιο τρόπο ώστε να αποφευχθεί ο λεγόμενος "πληθωρισμός βαθμών", η τάση δηλαδή να παίρνουν όλοι 20ρια. Μπορεί επίσης να λαμβάνεται υπ' όψιν η επίδοση σε τεστ ικανότητας (ανάλογα των Αμερικανικών SAT), καθώς και η συμμετοχή στα κοινά ή σε αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.

Τα πιο πάνω είναι ορισμένες εισηγήσεις και δεν αποτελούν μαγική συνταγή. Το σημαντικό είναι να αρχίσει ένας δημόσιος διάλογος για την εκ βάθρων αναθεώρηση του συστήματος. Υπάρχουν ειδικοί επί του θέματος που θα μπορούσαν να εισηγηθούν διάφορα κριτήρια, καθώς και οι εμπειρίες άλλων χωρών τις οποίες μπορούμε να μελετήσουμε. Χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς ακολουθούν ένα πολύ διαφορετικό μοντέλο όπου οι μόνες εξετάσεις που απαιτούνται είναι γενικές εξετάσεις ικανότητας και όχι παράθεσης γνώσεων. Επίσης, ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες (όπως η Ισπανία) έχουν αρχίσει να επανεξετάζουν τα δικά τους συστήματα επιλογής για τα πανεπιστήμια. Ας μη μείνουμε ουραγοί σε αυτό το σημαντικό θέμα.

Πολίτης, 31/3/2002

17 Μαρτίου 2002

Εργαζόμενοι δύο ταχυτήτων

Είναι γνωστό ότι η δημόσια υπηρεσία πάσχει από χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας. Αυτό είναι μέχρι ενός σημείου αναπόφευκτο αφού όταν ένας οργανισμός τέτοιου μεγέθους λειτουργεί χωρίς την πίεση του ανταγωνισμού μοιραία θα επαναπαυθεί και θα καταστεί αναποτελεσματικός. Οι δημόσιες υπηρεσίες ανά το παγκόσμιο δεν διεκδικούν κατά κανόνα δάφνες παραγωγικότητας.

Το πρόβλημα με την Κυπριακή δημόσια υπηρεσία δεν είναι τόσο η χαμηλή παραγωγικότητα από μόνη της αλλά η χαμηλή παραγωγικότητα σε συνδυασμό με τους σαφώς καλύτερους όρους εργασίας που παρέχει σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα. Οι σχετικά ψηλές απολαβές, το βολικό ωράριο, τα γενναιόδωρα ωφελήματα και η εξασφαλισμένη διά βίου εργοδότηση καθιστούν τη δημόσια υπηρεσία πόλο έλξης των Κύπριων νέων, πολλοί εκ των οποίων ονειρεύονται την αποκατάσταση με μια δουλειά - οποιαδήποτε δουλειά - στη δημόσια υπηρεσία.

Σαν αποτέλεσμα έχουμε σήμερα μια δημόσια υπηρεσία στελεχωμένη από αξιόλογα άτομα που όμως υποαπασχολούνται. Εργάζονται σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν μπορούν να αποδώσουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους αφού δεν παρέχεται κανένα κίνητρο για πρωτοβουλία και δημιουργική εργασία. Από την άλλη, ο ιδιωτικός τομέας αντιμετωπίζει μια χρόνια έλλειψη ικανών στελεχών, κάτι που δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στην ανάπτυξή του και κατ' επέκταση στην ανάπτυξη της οικονομίας γενικότερα. Έχουμε δηλαδή μια τεράστια σπατάλη σημαντικού μέρους του ανθρώπινου δυναμικού της οικονομίας μας που διοχετεύεται στον μη παραγωγικό δημόσιο τομέα.

Και η σπατάλη δεν σταματά εκεί. Το κυνήγι μιας θέσης στο δημόσιο είναι μια χρονοβόρα δραστηριότητα. Απαιτεί μια τεράστια επένδυση χρόνου και ενέργειας που θα μπορούσαν να διοχετευθούν πολύ πιο δημιουργικά αλλού. Στη διαδικασία αυτή εμπλέκεται συνήθως και το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον των υποψηφίων και επιστρατεύονται κάθε λογής γνωριμίες και μέσα. Ως εκ τούτου οι προνομιακές θέσεις εργασίας στο δημόσιο συντηρούν το ρουσφέτι και αποτελούν σημαντικό εργαλείο στα χέρια διεφθαρμένων πολιτικών και κομματικών στελεχών.

Το χάσμα μεταξύ των όρων εργασίας στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα είναι κοινωνικά άδικο γιατί χωρίζει τους πολίτες σε δύο κατηγορίες: τους "τυχερούς" που καταφέρνουν να μπουν στη δημόσια υπηρεσία κατι τους "άτυχους" που μένουν έξω. Γιατί, διερωτούνται πολλοί, δεν λύνουμε το πρόβλημα αυξάνοντας τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα αντί να μειώσουμε τους μισθούς στο δημόσιο τομέα; Μια τέτοια λύση θα ήταν ιδανική, αν ήταν βέβαια εφικτή. Όμως ο ιδιωτικός τομέας αντιμετωπίζει έντονο ανταγωνισμό και δεν έχει περιθώρια αύξησης των δαπανών του αν θέλει να επιζήσει. ’λλωστε, αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό, σίγουρο θα έπρεπε να είχε γίνει μέχρι τώρα αφού η ανισότητα υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια.

Η μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα δεν είναι εύκολη απόφαση. Είναι όμως η μόνη ενδεδειγμένη λύση που θα συμβάλει ταυτόχρονα στην αντιμετώπιση του δημοσιονομικού ελλείμματος, την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, την αποκατάσταση της δικαιοσύνης στην αγορά εργασίας και την καταπολέμηση του ρουσφετιού.

Πολίτης, 17/3/2002

3 Μαρτίου 2002

Το μονοπώλιο των αιθέρων

Διαβάσαμε πρόσφατα στις εφημερίδες ότι η κυβέρνηση απέρριψε αίτηση ιδιωτικής εταιρείας για εκτέλεση ναυλωμένων πτήσεων μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Οι λόγοι αυτής της απόφασης δεν γνωστοποιήθηκαν. Προφανώς, όμως, η προσπάθεια προστασίας του κρατικού μονοπωλίου από τον ανταγωνισμό στο κερδοφόρο αυτό δρομολόγιο δεν ήταν άσχετη με την απόφαση.

Το περιστατικό αυτό μας δίνει την ευκαιρία να αναλογιστούμε το κόστος που επιφέρει στην Κυπριακή οικονομία το μονοπώλιο στις αερομεταφορές. Το δρομολόγιο Λάρνακας-Τελ Αβίβ είναι ένα καλό παράδειγμα. Η λειτουργία αυτού του δρομολογίου διέπεται από διακρατική συμφωνία σύμφωνα με την οποία οι δύο κρατικές εταιρείες εξυπηρετούν από κοινού την αγορά ως καρτέλ. Η διάρκεια της πτήσης είναι 40-45 λεπτά και το ναύλο για ταξίδι μετ' επιστροφής γύρω στις 130 λίρες. Πρόκειται για ένα πολύ ψηλό ναύλο και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εν λόγω δρομολόγιο θα μπορούσε να προσφερθεί πολύ φθηνότερα αν υπήρχε ανταγωνισμός.

Το ψηλό ναύλο επιδρά αρνητικά στην οικονομία της Κύπρου με διάφορους τρόπους. Κατ' αρχήν, σίγουρα χαμένοι είναι οι Κύπριοι ταξιδιώτες που αναγκάζονται να πληρώσουν αυτό το ποσό, καθώς κι εκείνοι που βρίσκοντας το κόστος αποτρεπτικό αποφασίζουν να μην ταξιδέψουν. Πιο σημαντικές όμως είναι οι επιπτώσεις στην ευρύτερη οικονομία. Η Κύπρος θα μπορούσε να ήταν ένα δημοφιλέστατος τουριστικός προορισμός για τους Ισραηλίτες. Η ανάπτυξη της αγοράς αυτής είναι σημαντική για δύο λόγους. Πρώτον, οι Ισραηλίτες ταξιδεύουν συχνά και ξοδεύουν σημαντικά ποσά στις διακοπές τους. Δεύτερον, οι Ισραηλίτες τουρίστες ενδιαφέρονται περισσότερο για το βουνό παρά για τις παραλίες κι έτσι θα αποτελούσαν μια πρώτης τάξεως πηγή τουρισμού για τα ορεινά μας θέρετρα, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες.

Πέραν του τουρισμού, το Ισραήλ έχει μια ραγδαία αναπτυσσόμενη οικονομία με ένα από τους πιο εξελιγμένους κλάδους υψηλής τεχνολογίας στον κόσμο. Ανάλογα είναι και τα επιτεύγματά του στον τομέα της ιατρικής, ενώ τα πανεπιστήμιά του συγκρίνονται ευνοϊκά με τα καλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής. Όλοι αυτοί είναι τομείς στους οποίους η Κύπρος φιλοδοξεί να εξειδικευτεί. Η ανάπτυξη επιχειρηματικών και εκπαιδευτικών σχέσεων με το Ισραήλ θα μπορούσε να αποφέρει τεράστια οφέλη στην Κυπριακή οικονομία. Το ψηλό ναύλο αποτελεί τροχοπέδη για συχνές επαφές αυτού του είδους.

Ακούγεται συχνά το επιχείρημα ότι ο εθνικός αερομεταφορέας δεν ενισχύεται από το κράτος γιατί δεν παίρνει οικονομική βοήθεια. Η πιο πάνω ανάλυση - ανάλογη της οποίας θα μπορούσε να γίνει και για άλλους προορισμούς - δείχνει ότι η προστασία που παρέχεται στο κρατικό μονοπώλιο από τον ανταγωνισμό συνεπάγεται τεράστιο κόστος για τον Κύπριο πολίτη και την οικονομία του τόπου. Ένα κόστος που συνεχίζει να πληρώνει ο τόπος κάθε μέρα που καθυστερεί η απελευθέρωση των αιθέρων.

Πολίτης, 3/3/2002