16 Φεβρουαρίου 2014

Η τρίτη αξιολόγηση

Συνέντευξη στον Γιώργο Φράγκο, Φιλελεύθερος



Πως αξιολογείτε τη νέα αξιολόγηση της Τρόικας;

Η αξιολόγηση είναι θετική για την Κύπρο, και αυτό είναι ασφαλώς κάτι που πρέπει να μας ικανοποιεί. Η οικονομία επιδεικνύει μεγαλύτερες αντοχές από ότι περιμέναμε και η ύφεση το 2013 περιορίστηκε πολύ πιο κάτω από ότι περίμενε η Τρόικα αλλά και οι περισσότεροι αναλυτές. Μοναδική ίσως εξαίρεση ήταν η πρόβλεψη του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου, που από το περασμένο καλοκαίρι τοποθετούσε την ύφεση περίπου στα επίπεδα που κατέληξε. Μικρότερη ύφεση από την αναμενόμενη σημαίνει και καλύτερες επιδόσεις στα δημοσιονομικά. Έτσι σε αυτή τη διάσταση έχουμε ξεπεράσει τους στόχους, κάτι που μας δίνει κάποια περιθώρια ευελιξίας στο μέλλον.

Βέβαια δεν ξεχνούμε ότι παρόλο που η ύφεση είναι μικρότερη της αναμενόμενης, δεν παύει να είναι μια ύφεση της τάξης του 6%, με την ανεργία να κινείται στο 17-18%. Ειδικά η ανεργία δημιουργεί μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, ιδίως όταν γίνεται χρόνια. Μόνο η ανάπτυξη μπορεί να λύσει οριστικά το πρόβλημα, και αυτός πρέπει να είναι ο στόχος.

Στα διαρθρωτικά ζητήματα παρατηρούνται μικρές καθυστερήσεις. Η Τρόικα τις έχει επισημάνει αλλά φαίνεται να δείχνει κατανόηση μέχρι στιγμής γιατί αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για δύσκολα εγχειρήματα για τα οποία απαιτείται σωστός προγραμματισμός και ότι η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε κωλυσιεργία. Όμως τα περιθώρια στενεύουν και την επόμενη φορά θα πρέπει να δείξουμε έργο. 


Το νέο επικαιροποιημένο μνημόνιο κρίνεται επαχθέστερο ή ηπιότερο για μας;

Δεν έχω δει ακόμα το πλήρες επικαιροποιημένο μνημόνιο, αλλά εξ όσων έχουμε ακούσει δεν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές. Αυτό είναι και το αναμενόμενο, αφού επικαιροποίηση δεν σημαίνει νέο μνημόνιο αλλά καταγραφή των νέων δεδομένων και της προόδου που έχει επιτευχθεί. Νέο μνημόνιο θα χρειαστεί μόνο αν στο τέλος της τριετίας η Κύπρος δεν είναι ακόμα σε θέση να δανειστεί από τις αγορές και θα χρειαστεί νέο δανεισμό από την Τρόικα. Αν τα πράγματα συνεχίσουν να οδεύουν θετικά, λογικά δεν θα χρειαστεί κάτι τέτοιο. Πρέπει όμως να είμαστε σε εγρήγορση και να δείξουμε αποφασιστικότητα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.

Ποιος είναι ο νέος οικονομικός Γολγοθάς ο οποίος ορθώνεται μπροστά μας και τον οποίο οφείλουμε ν’ ανεβούμε;

Η Κυπριακή οικονομία περνά από μια φάση διόρθωσης. Τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης είχαν δημιουργηθεί μεγάλες ανισορροπίες. Η οικονομία βρισκόταν σε μια πορεία μη βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία στηριζόταν σε δανεικά και σε πρόσκαιρη υπερ-δραστηριότητα στις κατασκευές και τα ακίνητα. Η διόρθωση ήταν αναπόφευκτη. Δυστυχώς το μέγεθος της προσαρμογής (το ύψος του Γολγοθά αν θέλετε) έγινε πολύ μεγαλύτερο από ότι θα μπορούσε να ήταν λόγω μιας σειράς από λάθη πολιτικής, τόσο δικά μας όσο και άλλων. 

Τελικά για τους ημικρατικούς ισχύει το ρητό το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο;

Δεν είναι θέμα πεπρωμένου, είναι θέμα δημοσίου συμφέροντος. Να διευκρινίσω ότι όταν μιλούμε για ιδιωτικοποιήσεις ουσιαστικά μιλούμε για τη Cyta. Το επισημαίνω αυτό διότι η περισσότερη κριτική είτε κινείται σε κάποιο θεωρητικό/ιδεολογικό επίπεδο στο οποίο είναι αδύνατο να γίνει συζήτηση με επιχειρήματα, είτε επικαλείται παραδείγματα ιδιωτικοποιήσεων που παρουσίασαν προβλήματα όπως οι σιδηρόδρομοι στη Βρετανία ή η ηλεκτροπαραγωγή στη Βουλγαρία. Στην Κύπρο δεν θα ιδιωτικοποιήσουμε τους σιδηροδρόμους μας (ευτυχώς δεν έχουμε), και την ιδιωτικοποίηση της ΑΗΚ την έχουμε μεταθέσει χρονικά γιατί ακριβώς θέλουμε να την προγραμματίσουμε σωστά για να αποφύγουμε προβλήματα που έχουν παρατηρηθεί σε άλλες χώρες. Αρθρογραφώ για το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων εδώ και πολλά χρόνια και πάντα τόνιζα την ανάγκη διαφάνειας και σωστού σχεδιασμού, ειδικά στον τομέα της ενέργειας.

Στην περίπτωση της Cyta τα πράγματα είναι αρκετά πιο απλά. Οι τηλεπικοινωνίες είναι ένας τομέας όπου οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν πετυχημένες σε όλο τον κόσμο και παρουσίασαν πολύ λίγα προβλήματα. Στην Κυπριακή αγορά υπάρχει ήδη ανταγωνισμός καθώς και μια ρυθμιστική αρχή με δέκα χρόνια εμπειρίας που έχει δώσει μέχρι τώρα καλά δείγματα γραφής. Αυτά τα δεδομένα περιορίζουν στο ελάχιστο τις όποιες ανησυχίες για δημιουργία ιδιωτικού μονοπωλίου.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ιδιωτικοποίηση δεν είναι μόνο θέμα εσόδων. Τα έσοδα είναι βέβαια σημαντικός παράγοντας, διότι αν δεν εισπραχθεί αυτό το ποσό από τις ιδιωτικοποιήσεις θα πρέπει να εισπραχθεί από κάπου αλλού ή να φορτωθεί στο χρέος και να επιβαρύνει τους πολίτες. Ας σημειωθεί ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι ο μόνος τρόπος μείωσης του χρέους που δεν αφαιρεί ρευστότητα από την οικονομία, νοουμένου ότι οι αγοραστές θα είναι ξένοι.

Επιπλέον όμως, θα υπάρξουν και άλλα οφέλη. Είναι γνωστό – και έχει επιβεβαιωθεί και από τα πρόσφατα γεγονότα – ότι οι ημικρατικοί οργανισμοί αποτελούν πεδίο δράσης διαφόρων κομματικών, συνδικαλιστικών και άλλων συμφερόντων. Οι ιδιωτικοποιήσεις θα ελαχιστοποιήσουν αυτά τα φαινόμενα και θα περιορίσουν σημαντικά την πελατειακή σχέση κομμάτων-ψηφοφόρων. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι επίσης ένας τρόπος προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, κάτι που η οικονομία μας έχει μεγάλη ανάγκη ειδικά αυτή την περίοδο. Τέλος, οι ιδιωτικοποιήσεις θα αυξήσουν την αποτελεσματικότητα των οργανισμών και θα τους κάνουν καλύτερους. Ακόμα και οι ίδιοι οι υπάλληλοι των οργανισμών θα ωφεληθούν από μια μετάβαση σε ένα νέο καθεστώς όπου οι προσλήψεις και οι προαγωγές δεν θα γίνονται στη βάση κομματικών ή προσωπικών κριτηρίων αλλά με βάση την αξία και την επίδοση του καθενός. 


Σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα εκτιμάτε ότι μπορούν ή πρέπει να υπάρξουν σύντομα ουσιαστικές εξελίξεις τόσο για τα προβληματικά δάνεια όσο και για τα περιοριστικά μέτρα;

Ο τραπεζικός τομέας είναι το μεγάλο αγκάθι. Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει μια σειρά από θετικές κινήσεις που δίνουν ελπίδες για σταθεροποίηση του τομέα και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Όμως τα προβληματικά δάνεια είναι σε πολύ ψηλά επίπεδα και η διευθέτησή τους θα πάρει πολύ χρόνο. Μέχρι να γίνει αυτό, οι τράπεζες δεν θα είναι σε θέση να προσφέρουν το δανεισμό που χρειάζεται η οικονομία. Η περιορισμένη ρευστότητα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η οικονομία μας μεσοπρόθεσμα.

Πέραν την προσφοράς, πρόβλημα υπάρχει και στην πλευρά της ζήτησης. Οι Κυπριακές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα και βρίσκονται σε μια φάση απομόχλευσης. Η δυνατότητά τους να δανειστούν για να προβούν σε επενδύσεις είναι περιορισμένη, ακόμα και αν υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες και τραπεζικά κεφάλαια. Αυτό θα καθυστερήσει την επάνοδο της οικονομίας σε ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, εκτός και αν μπορέσουμε να προσελκύσουμε επενδύσεις από το εξωτερικό. Αυτή πρέπει να είναι και μια από τις κύριες προτεραιότητες της κυβέρνησης.