28 Δεκεμβρίου 2008

Ισλανδία, Κύπρος και ευρώ

Η πρώτη επέτειος από την ένταξη της Κύπρου στη ευρωζώνη μας βρίσκει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συγκυρία. Η κρίση στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει οδηγήσει σε κατάρρευση μέχρι πρότινος πανίσχυρους οργανισμούς με μακρόχρονη ιστορία, ενώ ακόμα και κυρίαρχα κράτη έχουν βρεθεί στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας παρουσιάζει η περίπτωση της Ισλανδίας γιατί δείχνει τους κινδύνους που αντιμετωπίζει μια μικρή ανοιχτή οικονομία με δικό της νόμισμα.  

Η Ισλανδία είναι ένα απομονωμένο νησί με έκταση περίπου 11 φορές αυτή της Κύπρου αλλά με πληθυσμό μόλις 320.000 ανθρώπους.  Για εκατοντάδες χρόνια η Ισλανδική οικονομία βασιζόταν στην αλιεία και μέχρι πρόσφατα η χώρα ήταν μια απο τις φτωχότερες της Ευρώπης. Τα τελευταία είκοσι χρόνια η Ισλανδία άρχισε να μετατρέπεται σε διεθνές τραπεζικό κέντρο. Ως μια μικρή οικονομία με δικό της νόμισμα, η Ισλανδία διατηρούσε ψηλότερα επιτόκια από αυτά που προσφέρονταν σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η ευρωζώνη και η Βρετανία. Μπόρεσε έτσι να προσελκύσει πολλά κεφάλαια από επενδυτές που αναζητούσαν ψηλές αποδόσεις. Οι Ισλανδικές τράπεζες επεκτάθηκαν με φρενήρεις ρυθμούς με αποτέλεσμα κατά το τέλος του 2007 το ενεργητικό τους να είναι σχεδόν έντεκα φορές μεγαλύτερο από το μέγεθος της οικονομίας της χώρας. Παράλληλα, πολλοί Ισλανδοί επέλεξαν να δανειστούν σε ξένο νόμισμα. Αυτό τους επέτρεπε να εξασφαλίσουν χαμηλότερο επιτόκιο, ταυτόχρονα όμως τους άφηνε εκτεθειμένους στον κίνδυνο υποτίμησης του νομίσματος της χώρας. 

Για μια μικρή χώρα με δικό της νόμισμα, η κατάσταση αυτή αποτελεί ένα δυνητικά καταστροφικό μίγμα. Ο λόγος έχει να κάνει με τη φύση του τραπεζικού συστήματος. Το ενεργητικό μιας τράπεζας αποτελείται κυρίως από δάνεια, τα οποία έχουν μακροχρόνιο χαρακτήρα: οι οφειλέτες αποπληρώνουν τα δάνειά τους με δόσεις σε διάστημα αρκετών ετών. Αντίθετα, οι υποχρεώσεις της τράπεζας είναι βραχυχρόνιες: οι καταθέτες μπορούν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους ανά πάσα στιγμή, ή με σχετικά μικρή προειδοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες είναι επιρρεπείς σε κρίσεις πανικού. Ακόμα και μια απολύτως φερέγγυα τράπεζα - δηλαδή μια τράπεζα με ενεργητικό του οποία η αξία υπερβαίνει τις υποχρεώσεις - μπορεί να καταρρεύσει αν ξαφνικά όλοι οι καταθέτες της αποφασίσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους ταυτόχρονα. Αυτό βέβαια είναι απίθανο να συμβεί υπό κανονικές συνθήκες. Όταν όμως οι συνθήκες δεν είναι κανονικές - όπως στη διάρκεια μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης όπου είναι γνωστό ότι πολλές τράπεζες έχουν επενδύσει σε αμφιβόλου αξίας τοξικά προϊόντα - είναι δυνατόν οι επενδυτές να ανησυχήσουν και να αποφασίσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους αναζητώντας πιο ασφαλείς επενδύσεις. Έτσι, ένα καθόλα φερέγγυο τραπεζικό σύστημα μπορεί να καταρρεύσει εν μιά νυκτί. 

Για αυτόν ακριβώς το λόγο κάθε κράτος (συνήθως διά της Κεντρικής του Τράπεζας) αναλαμβάνει το ρόλο του έσχατου δανειστή. Εγγυάται ουσιαστικά ότι σε περίπτωση που δημιουργηθεί ένας τέτοιος πανικός θα στηρίξει το τραπεζικό σύστημα προσφέροντας ρευστότητα μέχρις ότου η ηρεμία επανέλθει στις αγορές. Για να μπορεί το κράτος να διαδραματίσει αυτό το ρόλο πρέπει να διαθέτει ικανοποιητικά αποθέματα. Κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε στην περίπτωση της Ισλανδίας. Όταν η διεθνής διατραπεζική αγορά ξαφνικά στέρεψε και οι τράπεζες χρειάστηκαν ενίσχυση, η Ισλανδική κυβέρνηση ανακάλυψε ότι δεν είχε αρκετά κεφάλαια για να στηρίξει αποτελεσματικά τις τράπεζες. Το τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε και η Ισλανδική κυβέρνηση αναγκάστηκε να ψάχνει κατεπειγόντως δανεικά, πράγμα δύσκολο μεσούσης μιας μεγάλης κρίσης. Η Ισλανδική κορώνα καταποντίστηκε, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα σε όσους είχαν δανειστεί σε ξένο νόμισμα. Οι Ισλανδοί θα περάσουν μια περίοδο ισχνών αγελάδων τα επόμενα μερικά χρόνια. 

Το πάθημα της Ισλανδίας δείχνει τη σημασία που είχε για την Κύπρο η έγκαιρη υιοθέτηση του ευρώ. Και η Κύπρος είναι μια μικρή χώρα με ένα τραπεζικό τομέα αρκετές φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της χώρας. Ίσως η Κύπρος να μην είχε την ίδια τύχη με την Ισλανδία γιατί το μέγεθος του τραπεζικού μας τομέα ουδέποτε έφτασε στα επίπεδα της Ισλανδίας και η αυστηρή εποπτεία από την Κεντρική Τράπεζα περιόρισε σημαντικά την πιστωτική επέκταση των Κυπριακών τραπεζών σε σχέση με τις Ισλανδικές. Παρόλα αυτά, μια Κύπρος εκτός ευρωζώνης σε μια τέτοια περίοδο κρίσης θα μπορούσε να είχε βρεθεί σε πάρα πολύ δύκολη θέση. Μπορούν λοιπόν να νιώθουν δικαιωμένοι όσοι προώθησαν και στήριξαν την υιοθέτηση του ευρώ το συντομότερο δυνατό. Το πάθημα της Ισλανδίας ας γίνει μάθημα σε όσους μπαίνουν στον πειρασμό να παίζουν με την οικονομία για χάριν προεκλογικών σκοπιμοτήτων.

Πολίτης, 28/12/2008

16 Νοεμβρίου 2008

Οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα

Οι ανακοινώσεις των τραπεζών για αύξηση των χρεωστικών επιτοκίων μας προσγείωσαν στην πραγματικότητα. Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των αρμοδίων, η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει και το Κυπριακό τραπεζικό σύστημα. Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών προκαλούν ανησυχία γιατί μαρτυρούν απώλεια ψυχραιμίας τόσο της κυβέρνησης όσο και των τραπεζών, με τη στάση των τελευταίων να φτάνει τα όρια της ανευθυνότητας.

Στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την αύξηση των επιτοκίων οι τράπεζες τα έβαλαν με τον ανταγωνισμό. Ο έντονος ανταγωνισμός για καταθέσεις οδήγησε σε αύξηση των καταθετικών επιτοκίων και συνεπώς και στην αύξηση των χρεωστικών επιτοκίων. Με αυτό το επιχείρημα θα μπορούσε να δικαιλογηθεί αύξηση των επιτοκίων σε νέες πιστώσεις, δεν μπορεί όμως να δικαιολογηθεί αύξηση των περιθωρίων σε υφιστάμενα δάνεια. Κανείς δεν υποχρέωσε τις τράπεζες να αυξήσουν τα καταθετικά επιτόκια. Αν λανθασμένα έκαναν κάτι τέτοιο, παρόλο που γνώριζαν ότι τα καταθετικά επιτόκια ξεπερνούσαν τα χρεωστικά, τότε τη ζημιά πρέπει να την υποστούν οι διοικήσεις και οι μέτοχοι των τραπεζών και όχι οι πελάτες τους. Οι κακοί χειρισμοί εκ μέρους των τραπεζών δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογία για αύξηση των περιθωρίων σε δάνεια που έχουν παραχωρηθεί σε πολίτες ή επιχειρηματίες με συγκεκριμένους όρους, εφόσον βέβαια οι δανειζόμενοι (ανάμεσά τους και ο υποφαινόμενος) είναι συνεπείς ως προς τις δικές τους υποχρεώσεις.

Η δυνατότητα των τραπεζών να αλλάζουν τα επιτόκια κατά το δοκούν θέτει σε πολύ μειονεκτική θέση τους δανειζόμενους. Η Κεντρική Τράπεζα δηλώνει ότι δεν έχει εξουσία να παρεμβαίνει στους όρους των συμβολαίων, υπάρχει όμως σοβαρό ενδεχόμενο η επιβολή τέτοιων όρων από τις τράπεζες να αποτελεί καταχρηστική εκμετάλλευση συλλογικής δεσπόζουσας θέσης. Η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού θα πρέπει να εξετάσει αυτό το ζήτημα, όπως και το θέμα της μείωσης των περιορισμών στη μεταφορά δανείων από τη μια τράπεζα στην άλλη ώστε οι δανειζόμενοι να μην είναι εγκλωβισμένοι σε μία τράπεζα (θέμα που έχει εγείρει και ο Διοικητής της ΚΤ). Μια τέτοια έρευνα θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλα συμβόλαια που εγκλωβίζουν τους ασφαλιζόμενους, όπως τα συμβόλαια ασφαλειών ζωής.

Πέρα από την ηθική και νομική πτυχή, θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει τη σοφία της ενέργειας των τραπεζών και από καθαρά επιχειρηματικής σκοπιάς. Η αύξηση των επιτοκίων υφιστάμενων δανείων θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες επισφάλειες και θα δημιουργήσει ρήγματα στις σχέσεις των τραπεζών με τους πελάτες τους. Το κυριότερο όμως είναι ότι το ακραίο μέτρο της μονομερούς αλλαγής των όρων υφιστάμενων συμβολαίων μοιάζει με κίνηση πανικού η οποία δημιουργεί ερωτηματικά για την οικονομική κατάσταση των τραπεζών και στέλλει ανησυχητικά μηνύματα στους καταθέτες. Και όλα αυτά χωρίς να επιλύει το άμεσο πρόβλημα ρευστότητας, αφού οι αυξημένες εισροές θα έρχονται σταδιακά.

Για την ενίσχυση της ρευστότητας οι τράπεζες ζήτησαν τη χαλάρωση των οδηγιών της ΚΤ, θέση που υποστήριξε και το Υπουργείο Οικονομικών. Μέχρι πριν λίγες μέρες ο Υπουργός Οικονομικών καθησύχαζε για την ευρωστία του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος επικαλούμενος κυρίως την πολύ καλή εποπτεία. Είναι επομένως παράδοξο να ζητείται τώρα χαλάρωση των κανονισμών που διαφύλαξαν το τραπεζικό μας σύστημα μέσα σε αυτή την κρίση. Μια εναλλακτική πρόταση ήλθε από την αντιπολίτευση, η οποία εισηγείται την κατάθεση μέρους των αποθεμάτων του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις τράπεζες. Η εισήγηση αυτή θυμίζει παλιές προτάσεις για επένδυση των αποθεμάτων του ΤΚΑ στο ΧΑΚ και στα Συνεργατικά Ιδρύματα. Η θέση για καλύτερη επένδυση των αποθεμάτων του ΤΚΑ με βρίσκει απόλυτο σύμφωνο, κάτι τέτοιο όμως πρέπει να γίνει μόνο μετά από προσεκτική μελέτη και αξιολόγηση όλων των επενδυτικών επιλογών και όχι εν βρασμώ ψυχής σε περίοδο κρίσης. Η τραπεζική ρευστότητα μπορεί να ενισχυθεί με άλλους τρόπους, χωρίς χαλάρωση της εποπτείας και χωρίς εμπλοκή του ΤΚΑ.

Πολίτης, 16/11/2008

22 Ιουνίου 2008

Καιρός για μια ψύχραιμη συζήτηση για την ΑΤΑ

Στην κοινωνία μας υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που θεωρούνται ιερές αγελάδες. Μια τέτοια ιερή αγελάδα είναι ο θεσμός της ΑΤΑ, ο οποίος έχει καθιερωθεί στη λαϊκή συνείδηση ως ασπίδα προστασίας των εργαζομένων. Οποιαδήποτε εισήγηση για επανεξέταση του θεσμού λογίζεται αυτόματα ως επίθεση κατά της εργατικής τάξης, ανεξαρτήτως των επιχειρημάτων που παρατίθενται. Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να συζητήσουμε ψύχραιμα και με επιχειρήματα καθαρά τεχνοκρατικά ζητήματα αποτελεί απογοητευτική αντανάκλαση της ποιότητας του δημόσιου διαλόγου αλλά και της δημοκρατίας μας.

Η ΑΤΑ μπορεί να πιστωθεί με την προστασία της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και τη διατήρηση της εργατικής ειρήνης. Έχει όμως και αρνητικές επιπτώσεις. Σε μακροοικονομικό επίπεδο ενισχύει τις όποιες ήδη υπάρχουσες πληθωριστικές πιέσεις, κάτι που είναι εμφανές την περίοδο που διανύουμε. Σε μικροοικονομικό επίπεδο η υποχρέωση εφαρμογής της ΑΤΑ σε τομείς της οικονομίας που βρίσκονται σε στασιμότητα ή ύφεση επιβαρύνει περαιτέρω τις επιχειρήσεις σε αυτούς τους τομείς και επιταχύνει τη φθίνουσα πορεία τους. Θέτει επίσης σε μειονεκτική θέση επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν έντονο διεθνή ανταγωνισμό. Σημαντικές είναι και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις αφού το κράτος είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης του τόπου και η ΑΤΑ συντείνει σημαντικά στη συνεχή διόγκωση του κρατικού μισθολογίου.

Θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει ότι όλα αυτά είναι θεωρητικά και ότι εν πάσει περιπτώσει αντισταθμίζονται και με το παραπάνω από την ευεργετική επίδραση της ΑΤΑ στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Όμως ποιους ακριβώς είναι που προστατεύει η ΑΤΑ; Πέραν από ένα σχετικά μικρό και συνεχώς μειούμενο αριθμό εργαζομένων σε κλάδους όπου ισχύουν συλλογικές συμβάσεις, η ΑΤΑ προστατεύει κυρίως τους εργαζόμενους στο δημόσιο, ημιδημόσιο και τραπεζικό τομέα, τομείς στους οποίους δεν θα βρει κανείς τα πιο χαμηλά οικονομικά στρώματα. Είναι επίσης γνωστό ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή στον οποίο βασίζεται η ΑΤΑ μετρά το κόστος ζωής για το μέσο νοικοκυριό. Τα χαμηλά αμειβόμενα νοικοκυριά ξοδεύουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε είδη πρώτης ανάγκης και έχουν μικρότερη δυνατότητα υποκατάστασης με άλλα προϊόντα. Αυτό σημαίνει ότι η ΑΤΑ προστατεύει δυσανάλογα τους προνομιούχους και υψηλά αμειβόμενους, κυρίως σε περιόδους όπως την τωρινή κατά τις οποίες ο πληθωρισμός εμφανίζεται σε είδη πρώτης ανάγκης.*

Αν στόχος μας είναι να προστατέψουμε τους χαμηλά αμειβόμενους, θα πρέπει λοιπόν να διερωτηθούμε: είναι η ΑΤΑ ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να το πετύχουμε; Μήπως υπάρχουν τρόποι να προσφέρουμε την ίδια ή και περισσότερη στήριξη στους χαμηλά αμειβόμενους με μικρότερο κόστος για την οικονομία και τα δημόσια ταμεία; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί να βρεθεί μόνο αν προσεγγίσουμε το ζήτημα με ανοιχτό μυαλό και στη βάση επιστημονικής ανάλυσης, χωρίς προκατάληψη και αρνητική προδιάθεση.

* Σχετική ανάλυση δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2006 από το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Σύγχρονη Άποψη, Ιούνιος 2008