8 Ιουνίου 2007

Το φυσικό αέριο και η αγορά ενέργειας

Εδώ και μήνες εξελίσσεται μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και ΑΗΚ για το θέμα του φυσικού αερίου. Πρόκειται για μια συζήτηση που είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς, αφ' ενός γιατί το θέμα είναι πολύπλοκο και αφ' ετέρου γιατί τα στοιχεία που βγαίνουν προς τα έξω είναι αποσπασματικά και επιλεγμένα ανάλογα με τη θέση που θέλει να προβάλει το κάθε μέρος.

Μπορεί όμως ακόμα και κάποιος που δεν είναι ειδικός σε θέματα ενέργειας να βγάλει μερικά χρήσιμα συμπεράσματα χρησιμοποιώντας την απλή λογική. Όλοι συμφωνούν ότι θα κατασκευαστεί χερσαίο τερματικό. Το επίμαχο θέμα είναι κατά πόσον είναι συμφέρον να επιδιωχθεί προμήθεια φυσικού αερίου μέσω πλωτής μονάδας για να ικανοποιήσει τις ανάγκες μας στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την κατασκευή του χερσαίου τερματικού. Η κυβέρνηση ευνοεί τη διερεύνηση αυτής της δυνατότητας, ενώ η ΑΗΚ έχει ταχθεί με έντονο και απόλυτο τρόπο εναντίον αυτής της επιλογής.

Γιατί η κυβέρνηση επιμένει στην επιδίωξη πλωτής μονάδας; Η ΑΗΚ (κυρίως οι συντεχνίες της) ισχυρίζονται ότι μια τέτοια κίνηση εξυπηρετεί ξένα ιδιωτικά συμφέροντα, αφήνοντας σαφείς αιχμές εναντίον της κυβέρνησης. Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν μπορεί να αποκλειστεί. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι υπάρχουν πιέσεις από μεγάλα συμφέροντα υπέρ της υιοθέτησης της μιας ή της άλλης λύσης. Το ίδιο όμως ερώτημα θα μπορούσε κάποιος να υποβάλει σε σχέση με την ΑΗΚ. Γιατί η ΑΗΚ καταφέρεται με τόση εμμονή εναντίον της πλωτής μονάδας και απορρίπτει το ενδεχόμενο διερεύνησης έστω της πιθανότητας να είναι συμφέρουσα;

Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι πιστεύω απλή. Αν η παροχή φυσικού αερίου γίνει μέσω χερσαίου τερματικού, η διαχείριση του τερματικού θα δοθεί στην ΑΗΚ (αυτό τουλάχιστον ελπίζει ο οργανισμός), κάτι που θα επιτρέψει στην ΑΗΚ να ελέγχει πλήρως την αγορά φυσικού αερίου για το προβλεπτό μάλλον. Αν όμως το φυσικό αέριο έρθει μέσω πλωτής μονάδας, τότε η ΑΗΚ δεν θα μπορεί να ελέγξει την διάθεση του στην Κύπρο. Θα μπορεί δηλαδή κάποιος να κατασκευάσει μονάδα παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο το οποίο θα αγοράζει από τον ιδιώτη ιδιοκτήτη της πλωτής μονάδας χωρίς η ΑΗΚ να μπορεί να κάνει τίποτα για να τον σταματήσει. Συνεπώς από την απόφαση της κυβέρνησης θα εξαρτηθεί η διαμόρφωση της αγοράς ενέργειας στην Κύπρο για τις επόμενες δεκαετίες. Αν η διαχείριση του χερσαίου τερματικού δοθεί στην ΑΗΚ και ταυτόχρονα αποκλειστεί η διερεύνηση άλλων επιλογών, τότε ουσιαστικά στραγγαλίζεται εν τη γενέσει της η αγορά ενέργειας και εξασφαλίζεται η συνέχιση του μονοπωλίου της ΑΗΚ, με όλα τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται.

Είναι αναμενόμενο ο κάθε οργανισμός να ανησυχεί για την επιβίωσή του και την προστασία των κεκτημένων του. Είναι σαφές ότι η ΑΗΚ ευνοείται από τη δημιουργία χερσαίου τερματικού το οποίο θα διαχειρίζεται η ίδια και για αυτό υποστηρίζει με σθένος αυτή την επιλογή. Από την πλευρά τους όμως, κυβέρνηση και κόμματα έχουν καθήκον να ενεργήσουν με γνώμονα το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και όχι ενός μεμονωμένου οργανισμού, έστω κι αν αυτός είναι δημόσιος. Αν η δημιουργία πλωτής μονάδας θα ωφελέσει τους καταναλωτές υπό τη μορφή χαμηλότερων τιμών, τότε θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά αυτή η επιλογή. Αν πάλι κριθεί ότι η πλωτή μονάδα δεν είναι συμφέρουσα και ότι η δημιουργία χερσαίου τερματικού είναι η καλύτερη λύση, καλό θα είναι η διαχείριση του τερματικού να δοθεί σε ανεξάρτητο οργανισμό και όχι στην ΑΗΚ. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται οι καλύτερες δυνατές συνθήκες για ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής αγοράς ενέργειας η οποία θα ωφελέσει τους καταναλωτές.

Πολίτης, 10/6/2007

16 Φεβρουαρίου 2007

Τεκνοποίηση επί πληρωμή;

Το πρόβλημα της υπογεννητικότητας είναι υπαρκτό και σωστά η κυβέρνηση εξετάζει πακέτο μέτρων που αποσκοπούν στην αύξηση των γεννήσεων. Σύμφωνα με την εξαγγελθείσα πρόθεση του Υπουργού Εργασίας, αιχμή του δόρατος των κυβερνητικών μέτρων είναι η εφάπαξ πληρωμή 20 χιλιάδων λιρών για κάθε παιδί από το τρίτο και μετά. Το μέτρο είναι σίγουρα δραστικό και το ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο, και πολύ πιθανόν αν υιοθετηθεί να οδηγήσει σε αύξηση των γεννήσεων. Είναι όμως το κατάλληλο μέτρο;

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί είναι το εξής: γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των ζευγαριών στην Κύπρο σταματούν στα δύο παιδιά; Είναι οικονομικοί οι λόγοι; Δεν γνωρίζω αν αυτό το θέμα έχει μελετηθεί σοβαρά και αν έχει γίνει κάποια μελέτη θα ήταν καλό να τη γνωρίζαμε. Προσωπικά διατηρώ τις αμφιβολίες μου. Σίγουρα η οικονομική στενότητα επηρεάζει αρκετά ζευγάρια, αμφιβάλλω όμως να είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας. Υπάρχουν ένα σωρό άλλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς, όπως είναι η έλλειψη βρεφοκομικών/παιδοκομικών σταθμών, το κόστος της παιδείας, η πίεση του χρόνου, και πολλά άλλα.

Και αν ακόμα θεωρήσουμε ότι οι λόγοι της υπογεννητικότητας είναι πρωτίστως οικονομικοί, είναι η επιταγή των 20 χιλιάδων λιρών ο καλύτερος τρόπος να ανατρέψουμε την τάση; Το ποσό αυτό αποτελεί σοβαρό κίνητρο και σίγουρα θα οδηγήσει σε κάποια αύξηση των γεννήσεων. Είναι όμως αυτό που θέλουμε, να δώσουμε το μήνυμα ότι το κράτος πληρώνει για να γεννούμε; Και μάλιστα χωρίς να υπάρχει καμιά διασφάλιση ότι τα χρήματα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες του παιδιού;

Αντί της εφάπαξ πληρωμής θα ήταν πιο ορθό το κράτος να προχωρήσει σε μέτρα που να βοηθούν σε συνεχή βάση και να είναι στοχευμένα για τις ανάγκες των γονιών. Τέτοια μέτρα είναι:
  • η παροχή κινήτρων για δημιουργία βρεφοκομικών/παιδοκομικών σταθμών ώστε να έχουν οι γονείς κάπου να αφήσουν τα παιδιά τους και επιδότηση του κόστους για φτωχά ζευγάρια
  • η βελτίωση του δημόσιου σχολείου ώστε να μειωθούν οι ανάγκες για φροντιστήρια και ιδιωτικά σχολεία
  • η αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας ώστε να υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για μερική απασχόληση η οποία ενδιαφέρει τις μητέρες
  • η βελτίωση των δημόσιων συγκοινωνιών για να μην είναι υποχρεωμένοι οι γονείς να κάνουν τους ταξιτζήδες κάθε απόγευμα
Με λίγα λόγια, αν θέλουμε να αυξήσουμε τη γεννητικότητα πρέπει να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής, το περιβάλλον, την απασχόληση, την παιδεία. Όλοι αυτοί είναι στόχοι που θα έπρεπε να έχουμε ούτως ή άλλως, στόχοι που χρειάζονται όμως όραμα, προγραμματισμό, και επιμονή. Οι μακρόπνοες πολιτικές δεν αποφέρουν άμεσα οφέλη και είναι λιγότερο εύηχες από τις επιταγές με τα πολλά μηδενικά. Αυτές όμως είναι που σπρώχνουν την κοινωνία και την οικονομία μπροστά.

Πολίτης, 18/2/2007

21 Ιανουαρίου 2007

Σεβασμό στους θεσμούς!

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στον τραπεζικό τομέα έφεραν στην επιφάνεια δύο ανησυχητικά φαινόμενα. Το είναι είναι ο αυταρχισμός μέρους της πολιτικής ηγεσίας, όπως εκφράζεται μέσα από την προσπάθεια χειραγώγησης των εποπτικών αρχών του κράτους. Το άλλο είναι το φαινόμενο του οικονομικού πατριωτισμού, δηλαδή της τάσης για προστασία των ντόπιων συμφερόντων ανεξαρτήτως οικονομικού κόστους.

Οι προτάσεις για συγχωνεύσεις και εξαγορές είναι συχνό φαινόμενο και υπάρχουν αρμόδιες αρχές για την αξιολόγησή τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των τραπεζών, οποιαδήποτε συγχώνευση πρέπει να εγκριθεί από τρεις εξειδικευμένες αρχές: την Κεντρική Τράπεζα, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού. Σε μια χώρα με ώριμη ηγεσία δεν θα χρειαζόταν να γίνει καμιά δημόσια δήλωση για αυτό το θέμα. Είναι αυτονόητο ότι οι ανεξάρτητες αρχές θα κάνουν τις έρευνές τους και θα αποφανθούν κατά πόσον οι προτεινόμενες εξαγορές πληρούν τα κριτήρια που θέτει ο νόμος. Αντί αυτού, παρακολουθήσαμε τις τελευταίες μέρες ένα καταιγισμό δηλώσεων από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες οι οποίοι χωρίς πολλή χρονοτριβή αποφάνθηκαν ότι οι προτεινόμενες συγχωνεύσεις είναι απαράδεκτες και καλούν τις εποπτικές αρχές να πράξουν το καθήκον τους! Διερωτάται κανείς γιατί χρειαζόμαστε εξειδικευμένες αρχές όταν έχουμε πολιτικούς που μπορούν να αναλύσουν πολύπλοκες υποθέσεις και να εξαγάγουν πορίσματα μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.

Το δεύτερο ανησυχητικό φαινόμενο είναι αυτό του οικονομικού πατριωτισμού. Πολλοί τάσσονται έντονα ενάντια στις προτεινόμενες εξαγορές προτάσσοντας τη θέση ότι οι τράπεζες πρέπει να μείνουν σε Κυπριακά χέρια. Μια τέτοια θέση δεν είναι εντελώς παράλογη. Θα μπορούσε κάποιος να την υποστηρίξει με λογικά οικονομικά ή και πολιτικά επιχειρήματα. Όμως τίποτα τέτοιο δεν ακούσαμε. Αντίθετα, οι κύριοι εκφραστές αυτής της άποψης δίνουν την αίσθηση ότι υποκινούνται από μια ενστικτώδη δυσπιστία έναντι των ξένων. Μια τέτοια στάση ήταν ίσως αναμενόμενη από μέρους της Εκκλησίας, η οποία παραδοσιακά έχει ξενόφοβες τάσεις. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η θέση του ΑΚΕΛ, αφού βλέπουμε το κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου να υπερασπίζεται με πάθος μια τράπεζα η οποία αποτελεί τον κύριο εκπρόσωπο του κεφαλαίου και ακρογωνιαίο λίθο του Κυπριακού οικονομικού κατεστημένου. Προφανώς η ξενοφοβία υπερίσχυσε της αντιπάθειας προς το μεγάλο κεφάλαιο. Και όλα αυτά τη στιγμή που οι δικές μας τράπεζες έχουν κάνει σημαντικές επενδύσεις στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια, τη Ρωσία. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι η Τράπεζα Κύπρου έχει πετύχει εντυπωσιακή κερδοφορία στην Ελλάδα. Πώς θα επιτυγχάνετο αυτό αν η Ελλάδα μας αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο που εμείς τώρα αντιμετωπίζουμε τους Ελληνικούς οργανισμούς;

Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ έχει διευρύνει και αναβαθμίσει σημαντικά το ρόλο των εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών οι οποίες διαθέτουν την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να κρίνουν και να αξιολογήσουν τα δεδομένα της αγοράς. Η σοβαρότητα με την οποία η ΚΤ, η ΕΚ και η ΕΠΑ αντιμετώπισαν τις πρόσφατες εξελίξεις (ιδίως σε σύγκριση με πολιτειακούς παράγοντες) καταδεικνύει τη σημασία αυτών των θεσμών και μας δίνει ελπίδες ότι θα μπορέσουμε να βασιστούμε σε αυτούς τόσο σε αυτή την περίπτωση όσο και στο μέλλον. Για να μπορέσουν όμως να πετύχουν στο έργο τους χρειάζονται το σεβασμό και τη στήριξη της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Αν κάποιοι πολιτικοί είναι συνηθισμένοι να κάνουν κουμάντο και να ελέγχουν τα πάντα, είναι καιρός να αλλάξουν νοοτροπία.

Πολίτης, 21/1/2007