21 Ιανουαρίου 2007

Σεβασμό στους θεσμούς!

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στον τραπεζικό τομέα έφεραν στην επιφάνεια δύο ανησυχητικά φαινόμενα. Το είναι είναι ο αυταρχισμός μέρους της πολιτικής ηγεσίας, όπως εκφράζεται μέσα από την προσπάθεια χειραγώγησης των εποπτικών αρχών του κράτους. Το άλλο είναι το φαινόμενο του οικονομικού πατριωτισμού, δηλαδή της τάσης για προστασία των ντόπιων συμφερόντων ανεξαρτήτως οικονομικού κόστους.

Οι προτάσεις για συγχωνεύσεις και εξαγορές είναι συχνό φαινόμενο και υπάρχουν αρμόδιες αρχές για την αξιολόγησή τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των τραπεζών, οποιαδήποτε συγχώνευση πρέπει να εγκριθεί από τρεις εξειδικευμένες αρχές: την Κεντρική Τράπεζα, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού. Σε μια χώρα με ώριμη ηγεσία δεν θα χρειαζόταν να γίνει καμιά δημόσια δήλωση για αυτό το θέμα. Είναι αυτονόητο ότι οι ανεξάρτητες αρχές θα κάνουν τις έρευνές τους και θα αποφανθούν κατά πόσον οι προτεινόμενες εξαγορές πληρούν τα κριτήρια που θέτει ο νόμος. Αντί αυτού, παρακολουθήσαμε τις τελευταίες μέρες ένα καταιγισμό δηλώσεων από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες οι οποίοι χωρίς πολλή χρονοτριβή αποφάνθηκαν ότι οι προτεινόμενες συγχωνεύσεις είναι απαράδεκτες και καλούν τις εποπτικές αρχές να πράξουν το καθήκον τους! Διερωτάται κανείς γιατί χρειαζόμαστε εξειδικευμένες αρχές όταν έχουμε πολιτικούς που μπορούν να αναλύσουν πολύπλοκες υποθέσεις και να εξαγάγουν πορίσματα μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.

Το δεύτερο ανησυχητικό φαινόμενο είναι αυτό του οικονομικού πατριωτισμού. Πολλοί τάσσονται έντονα ενάντια στις προτεινόμενες εξαγορές προτάσσοντας τη θέση ότι οι τράπεζες πρέπει να μείνουν σε Κυπριακά χέρια. Μια τέτοια θέση δεν είναι εντελώς παράλογη. Θα μπορούσε κάποιος να την υποστηρίξει με λογικά οικονομικά ή και πολιτικά επιχειρήματα. Όμως τίποτα τέτοιο δεν ακούσαμε. Αντίθετα, οι κύριοι εκφραστές αυτής της άποψης δίνουν την αίσθηση ότι υποκινούνται από μια ενστικτώδη δυσπιστία έναντι των ξένων. Μια τέτοια στάση ήταν ίσως αναμενόμενη από μέρους της Εκκλησίας, η οποία παραδοσιακά έχει ξενόφοβες τάσεις. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η θέση του ΑΚΕΛ, αφού βλέπουμε το κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου να υπερασπίζεται με πάθος μια τράπεζα η οποία αποτελεί τον κύριο εκπρόσωπο του κεφαλαίου και ακρογωνιαίο λίθο του Κυπριακού οικονομικού κατεστημένου. Προφανώς η ξενοφοβία υπερίσχυσε της αντιπάθειας προς το μεγάλο κεφάλαιο. Και όλα αυτά τη στιγμή που οι δικές μας τράπεζες έχουν κάνει σημαντικές επενδύσεις στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια, τη Ρωσία. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι η Τράπεζα Κύπρου έχει πετύχει εντυπωσιακή κερδοφορία στην Ελλάδα. Πώς θα επιτυγχάνετο αυτό αν η Ελλάδα μας αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο που εμείς τώρα αντιμετωπίζουμε τους Ελληνικούς οργανισμούς;

Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ έχει διευρύνει και αναβαθμίσει σημαντικά το ρόλο των εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών οι οποίες διαθέτουν την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να κρίνουν και να αξιολογήσουν τα δεδομένα της αγοράς. Η σοβαρότητα με την οποία η ΚΤ, η ΕΚ και η ΕΠΑ αντιμετώπισαν τις πρόσφατες εξελίξεις (ιδίως σε σύγκριση με πολιτειακούς παράγοντες) καταδεικνύει τη σημασία αυτών των θεσμών και μας δίνει ελπίδες ότι θα μπορέσουμε να βασιστούμε σε αυτούς τόσο σε αυτή την περίπτωση όσο και στο μέλλον. Για να μπορέσουν όμως να πετύχουν στο έργο τους χρειάζονται το σεβασμό και τη στήριξη της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Αν κάποιοι πολιτικοί είναι συνηθισμένοι να κάνουν κουμάντο και να ελέγχουν τα πάντα, είναι καιρός να αλλάξουν νοοτροπία.

Πολίτης, 21/1/2007