28 Μαρτίου 2005

Ο μπακάλης της γειτονιάς μου

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα μπακάλη - κυρ-Λάμπρο ας τον πούμε. Μπακάληδες όπως τον κυρ-Λάμπρο είναι είδος προς εξαφάνιση. Διεθύνει ένα μικρό συνοικιακό μπακάλικο και βγάζει τα προς το ζειν εξυπηρετώντας μερικές δεκάδες πελάτες που μένουν στα γύρω σπίτια και πολυκατοικίες. Κληρονόμησε το μπακάλικο από τον πατέρα του ο κυρ-Λάμπρος, αλλά είναι βέβαιο πως αυτός δεν θα το κληροδοτήσει στα παιδιά του. Θα το δουλέψει μέχρι να πάρει τη σύνταξή του και μετά το μπακάλικο θα κλείσει. Την εποχή μας, την εποχή των μεγάλων υπεραγορών και των πολυκαταστημάτων, τα συνοικιακά μπακάλικα δεν έχουν λόγο ύπαρξης.

Μέχρι τότε όμως ο κυρ-Λάμπρος θα συνεχίζει να κάνει το μόνο πράγμα που ξέρει να κάνει. Όπως κάθε μέρα εδώ και δεκαετίες, θα πηγαίνει κάθε πρωί στο παντοπωλείο για να προμηθευτεί τα φρούτα και ζαρζαβατικά για τις ανάγκες της ημέρας. Θα ανοίγει το μπακάλικο από τα χαράματα και θα κάθεται εκεί μέχρι το βράδυ, με κάποιο διάλειμμα το μεσημέρι για φαγητό. Κατά τη διάρκεια της ημέρας 2-3 φορές θα σκύψει το κεφάλι στον πάγκο του για να κλέψει μερικά λεπτά ύπνου. Θα παραδίδει κατ' οίκον τα ψώνια και τους κυλίνδρους του υγραερίου στις ηλικιωμένες κυρίες της γειτονιάς.

Χρυσός άνθρωπος ο κυρ-Λάμπρος, θα σκέφτεστε σίγουρα. Και είναι. Όμως λυπούμαι να πώ ότι ο κυρ-Λάμπρος είναι ένας παράνομος. Μάλιστα, ένας κοινός εγκληματίας. Όχι, δεν σκότωσε κανένα, μήτε έκανε καμία διάρρηξη. Παρέβηκε όμως ο κυρ-Λάμπρος τους νόμους αυτής της πολιτείας. Και δεν το έπραξε από άγνοια ή από παρόρμηση. Το έπραξε συνειδητά, συστηματικά και προμελετημένα. Και κατά πάσα πιθανότητα συνεχίζει να το κάνει επί καθημερινής βάσεως μέχρι σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές.

Θα διερωτάστε: τί είδους παρανομία μπορεί να διαπράττει ένας τέτοιος καλόκαρδος και καλοκάγαθος άνθρωπος; Θα σας το πώ, αλλά ας μείνει μεταξύ μας. Να μην τον μπλέξουμε κιόλας τον άνθρωπο. Σας πληροφορώ λοιπόν ότι ο κυρ-Λάμπρος δεν κλείνει το μπακάλικο στις 6:00 το απόγευμα όπως προβλέπει η σχετική νομοθεσία. Μένει ανοιχτός κάθε βράδυ - εκτός Τετάρτης - μέχρι τις 8:00 ή και 8:30! Οποίον ατόπημαν! Γιατί άραγε να κάνει κάτι τέτοιο ο κυρ-Λάμπρος; Ποιες είναι οι δόλιες επιδιώξεις του; Μήπως προσπαθεί να κλείσει τον μπακάλη της πέρα γειτονιάς; Μήπως προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους πελάτες του πετυχαίνοντάς τους την ώρα που είναι κουρασμένοι και ευάλωτοι και πουλώντας τους προϊόντα σε τιμές ψηλότερες από το κανονικό;

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει περάσει από το μυαλό αυτού του ανθρώπου. Ο κυρ-Λάμπρος είναι ένας βιοπαλαιστής που δεν θέλει να πλήξει κανένα αλλά ούτε ζητά προστασία από κανένα. Θέλει μόνο να έχει το δικαίωμα να επιλέγει τα προϊόντα που θα πουλά και τις ώρες που θα τα πουλά ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους πελάτες του. Για να μπορέσει να κρατήσει αυτό το μπακάλικο ακόμα μερικά χρόνια μέχρι να βγει στη σύνταξη.

* Αφιερωμένο στο Υπουργείο Εργασίας, το Σύνδεσμο Καταναλωτών και όποιους άλλους προσπαθούν να μας προστατέψουν από τον κάθε κυρ-Λάμπρο.

Πολίτης, 27/3/2005

6 Μαρτίου 2005

Ξέχασαν τους καταναλωτές

Υποτίθεται ότι ο ρόλος του κράτους είναι να διασφαλίζει την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών με απώτερο σκοπό την εξυπηρέτηση των καταναλωτών. Στην πράξη όμως πολλές - αν όχι οι περισσότερες - κρατικές παρεμβάσεις στις αγορές γίνονται προς όφελος όχι του συνόλου των καταναλωτών αλλά μεμονομένων επαγγελματικών ομάδων, είτε αυτές είναι βιομήχανοι, εμπορευόμενοι, αγρότες, ή άλλοι. Οι παρεμβάσεις αυτές αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση πελατειακών σχέσεων και αποβαίνουν εις βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών.

Το πάρε-δώσε που παρακολουθούμε αυτές τις μέρες σχετικά με τα ωράρια των καταστημάτων είναι ένα από τα πιο παραστατικά παραδείγματα αυτού του φαινομένου. Τα τελυταία χρόνια το λιανικό εμπόριο στην Κύπρο είχε μια εντυπωσιακή ανάπτυξη. Κτίστηκαν μεγάλες υπεραγορές, ξεφύτρωσαν οι φρουταρίες, αναβαθμίστηκαν και επεκτάθηκαν τα περίπτερα και τα αρτοποιεία. Ορισμένοι αποκάλεσαν αυτό το φαινόμενο αταξία και ασυδοσία. Εγώ το αποκαλώ ομορφιά της αγοράς. Δεν υπάρχει καλύτερο θέαμα για τον καταναλωτή από το να βλέπει τις επιχειρήσεις να σκοτώνονται να τον εξυπηρετήσουν. Ο καταναλωτής είναι χωρίς αμφιβολία ο μεγάλος κερδισμένος από αυτό τον ανταγωνισμό. Και καταναλωτές είμαστε όλοι μας.

Όμως οι επιχειρήσεις δεν θέλουν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Γι αυτό και προσέτρεξαν στην κυβέρνηση ζητώντας προστασία. Οι καταστηματάρχες ζήτησαν προστασία από τις υπεραγορές και τις φρουταρίες, οι υπεραγορές από τα περίπτερα και τα αρτοποιεία, τα περίπτερα και τα αρτοποιεία από τις υπεραγορές, και πάει λέγοντας. Το Υπουργείο Εργασίας είχε την ατυχία να αναλάβει το δύσκολο έργο της εξεύρεσης μαγικής φόρμουλας. (Αλήθεια, αυτό κι αν είναι αναχρονισμός: από που ως που το Υπουργείο Εργασίας να ρυθμίζει το εμπόριο;) Παρόλο που δεν ήμουν αισιόδοξος, ομολογώ ότι ποτέ δεν περίμενα ένα τόσο αναχρονιστικό νομοσχέδιο όσο αυτό στο οποίο κατέληξε το Υπουργείο. Ένα νομοσχέδιο που αντί να μας φέρει επιτέλους στον 21ο αιώνα μας παίρνει πίσω μερικές δεκαετίες. Όλα τα ζύγισαν οι υπεύθυνοι του Υπουργείου Εργασίας, όλα τα συμφέροντα τα έλαβαν υπόψιν, όλα εκτός από τα μόνα που έπρεπε να μετρήσουν: τα συμφέροντα του καταναλωτή. Κι αντί να αφήσουν το παζάρι να δουλέψει, το στραγγαλίζουν στην προσπάθειά τους να βολέψουν τα συμφέροντα των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων, κυρίως των υπεραγορών.

Βέβαια κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν παραδέχεται ότι ζητά προστασία. Όλοι υποστηρίζουν ότι θέλουν το καλό του καταναλωτή. Ακόμα και ο Σύνδεσμος Καταναλωτών τάχθηκε υπέρ του περιορισμού των προϊόντων που πωλούν τα περίπτερα. Γιατί; Για να να προστατέψει λέει τους καταναλωτές από τις ψηλές τιμές των περιπτέρων. Οι μεν θέλουν να μας προστατέψουν από τους δε, το υπουργείο θέλει να μας προστατέψει από την "ασυδοσία της αγοράς" και ο Σύνδεσμος Καταναλωτών θέλει να μας προστατέψει από τους εαυτούς μας.

Τελικά, για να παραφράσω τον Καζαντζάκη, εμάς τους καταναλωτές ποιος θα μας προστατέψει από όλους αυτούς τους προστάτες;

Πολίτης, 6/3/2005