22 Φεβρουαρίου 2004

Διαπραγματευτική τακτική

Η εφαρμογή της θεωρίας των παιγνίων στη στρατηγική ανάλυση των σχέσεων μεταξύ διαφόρων οντοτήτων αποτελεί σημαντικό στοιχείο της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας. Τις ίδιες βασικές αρχές θα χρησιμοποιήσουμε σήμερα για να επιχειρήσουμε μια ανάλυση της διαπραματευτικής διαδικασίας της Νέας Υόρκης. θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε - από καθαρά στρατηγική σκοπιά και μακριά από πολιτικές τοποθετήσεις - τα διλήμματα που αντιμετώπισε η πλευρά μας και να αξιολογήσουμε τις επιλογές της.

Στη Νέα Υόρκη η κάθε πλευρά είχε να αποφασίσει κατά πόσον να δεχτεί ή όχι την πρόταση του Κόφι Ανάν για επανέναρξη των συνομιλιών. Υπήρχαν τέσσερις πιθανές εκβάσεις της διαδικασίας: η αμοιβαία αποδοχή της πρότασης, η αμοιβαία απόρριψή της ("συνυπευθυνότητα"), η μονομερής αποδοχή από τη δική μας πλευρά ("διαλλακτικότητα" της πλευράς μας) και η μονομερής αποδοχή από την άλλη πλευρά ("πλήρης υπευθυνότητα" της πλευράς μας).

Από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης εξάγεται το συμπέρασμα ότι η δική μας πλευρά προτιμούσε την αμοιβαία αποδοχή παρά την πλήρη υπευθυνότητα. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεχτήκαμε στο τέλος κάτι που κατά γενική ομολογία δεν είναι καλύτερο από την αρχική πρόταση. Με αυτό το δεδομένο είναι σαφές ότι, αν η πλευρά μας ήθελε να αποφύγει την συνυπευθυνότητα, θα έπρεπε να είχε αποδεχτεί ευθύς εξ' αρχής την πρόταση του ΓΓ. Κι αυτό γιατί η αποδοχή της πρότασης σε αυτή την περίπτωση ήταν η καλύτερή μας κίνηση ανεξάρτητα από την κίνηση της αντίπαλης πλευράς (ήταν αυτό που στη θεωρία παιγνίων ονομάζουμε κυρίαρχη στρατηγική).

Το γεγονός ότι δεν προχωρήσαμε σε αυτή την κίνηση μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη ότι προτιμούσαμε την συνυπευθυνότητα από τη διαλλακτικότητα. Αν όντως έτσι είναι, τότε η στάση μας ήταν ορθή. Αν δηλαδή η πλευρά μας πίστευε ότι η αποτυχία ήταν προδιαγεγραμμένη και θεωρούσε ότι το όφελος (στο εσωτερικό κυρίως) από την τήρηση μιας πιο σκληρής στάσης ήταν μεγαλύτερο από το κόστος της συνυπευθυνότητας, τότε ορθά δεν αποδέχτηκε αρχικά την πρόταση.

Επειδή όμως πιθανόν η αρχική απόρριψη να έγινε με την προσδοκία ότι η πρόταση θα απορρίπτετο και από την άλλη πλευρά και ότι αυτό θα οδηγούσε σε νέα βελτιωμένη πρόταση. Σε αυτή την περίπτωση η στάση μας συνιστούσε σημαντικό ρίσκο. Ρισκάραμε σε δύο σημεία: πρώτον, ότι η άλλη πλευρά θα απέρριπτε την πρόταση και δεύτερον, ότι μετά από μια αμοιβαία απόρριψη θα υπήρχε περιθώριο για επαναδιαπραγμάτευση και βελτίωση της πρότασης για την πλευρά μας.

Tο αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων δείχνει ότι χάσαμε το στοίχημα στο πρώτο σημείο (για το δεύτερο δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί δεν φτάσαμε ως εκεί). Αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι κάναμε λάθος. Όταν ρισκάρεις είναι αναπόφευκτο ότι κάποτε θα χάσεις. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτό το ρίσκο αναλήφθηκε με βάση μια αντικειμενική και ορθολογική αξιολόγηση όλων των δεδομένων και όλων των ενδεχομένων. Αν κρίνουμε από το πόσο φαίνεται να εκπλάγηκε η πλευρά μας από την τουρκική αντιπρόταση, φαίνεται ότι δεν προετοιμαστήκαμε όσο έπρεπε. Ας ελπίσουμε ότι θα μάθουμε από τα λάθη μας και θα υιοθετήσουμε πιο ολοκληρωμένη διαπραγματευτική τακτική στη νέα φάση συνομιλιών που μόλις ξεκίνησε.

Πολίτης, 22/2/2004

8 Φεβρουαρίου 2004

Οι αποκρατικοποιήσεις και οι ξένοι γίγαντες

Είναι γνωστό ότι το προεκλογικό πρόγραμμα του πρόεδρου Παπαδόπουλου απέκλειε την αποκρατικοποίηση δημοσίων και ημικρατικών οργανισμών. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε στο προενταξιακό οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης το περασμένο φθινόπωρο. Τελευταία όμως, ορισμένοι κύκλοι της συμπολίτευσης είχαν αρχίσει να δίνουν ένα διαφορετικό στίγμα, είτε παίρνοντας σαφή θέση υπέρ των αποκρατικοποιήσεων (ΕΔΕΚ), είτε τηρώντας μια στάση λιγότερο απόλυτη από αυτή που μας είχαν συνηθίσει (ορισμένα στελέχη του ΔΗΚΟ). Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν τον πρόεδρο Παπαδόπουλο να προβεί την περασμένη Τετάρτη σε μια δήλωση στην οποία επανέλαβε εμφαντικά την θέση της κυβέρνησης εναντίον των αποκρατικοποιήσεων, επιθυμώντας προφανώς να θέσει τέρμα σε κάθε συζήτηση για αυτό το θέμα.

Η θέση αυτή του προέδρου δεν ήταν έκπληξη, όμως ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα από τον έντονο τρόπο με τον οποίο διατυπώθηκε και από την αιτιολόγηση που δόθηκε. Διερωτήθηκε συγκεκριμένα ο πρόεδρος, "ποιοι θα αποκτήσουν τις μετοχές αν πωληθούν, ο λαός ή οι μεγάλοι γίγαντες της βιομηχανίας από το εξωτερικό;" Η αναφορά σε γίγαντες του εξωτερικού μου θυμίζει τριτοκοσμικούς ηγέτες ψυχροπολεμικών εποχών οι οποίοι με παρόμοιες νοοτροπίες οδήγησαν τις χώρες τους στην οικονομική εξαθλίωση. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων αποτελεί θεμελιώδες συστατικό μιας οικονομικής πολιτικής που στοχεύει την ανάπτυξη και την ευημερία. Οι ξένοι γίγαντες που πραγματοποιούν επενδύσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες δημιουργούν θέσεις εργασίες και φέρνουν μαζί τους τεχνογνωσία από την οποία επωφελείται και η τοπική βιομηχανία. Για αυτό και όλες οι χώρες που επιθυμούν να ευδοκιμήσουν μέσα στο διεθνές οικονομικό σύστημα προσπαθούν να δελεάσουν τους ξένους επενδυτές, και όχι να τους δαιμονοποιούν. Εμείς τελικά θέλουμε να λειτουργήσουμε μέσα σε αυτό το σύστημα ή όχι;

Είπε ακόμα ο πρόεδρος ότι "τα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν είναι δυνατό να μειωθούν με την πώληση μετοχών ημικρατικών οργανισμών." Το επιχείρημα διατυπώνεται συχνά, όμως είναι ορθό μόνο αν το δημοσιονομικό έλλειμμα χρηματοδοτεί την κατανάλωση και όχι την επένδυση. Για παράδειγμα, δεν θα ήταν καθόλου καλή ιδέα να πουλήσουμε κρατική περιουσία για να χρηματοδοτήσουμε ενός μήνα διακοπές για όλους τους Κύπριους. Γιατί όμως να μην το πράξουμε αν με τα έσοδα που θα έχουμε θα μπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε παραγωγικές επενδύσεις; Γιατί αποκλείουμε την αποκρατικοποίηση αν υπάρχει καλύτερος τρόπος επένδυσης αυτών των κεφαλαίων;

Για να γίνω πιο σαφής, ας πάρουμε ως παράδειγμα τις τηλεπικοινωνίες. Η Κυπριακή πολιτεία έχει επενδύσει πολλά για τη δημιουργία ενός καλού τηλεπικοινωνιακού δικτύου. Το κράτος ανάλαβε το ίδιο την πραγματοποίηση αυτών των επενδύσεων μέσω της ΑΤΗΚ γιατί ο ιδιωτικός τομέας δεν ήταν σε θέση να το πράξει από μόνος του. Σήμερα έχουμε φτάσει σε μια εποχή που οι διεθνείς τηλεπικοινωνίες βρίσκονται σε άνθηση και ο ιδιωτικός τομέας έχει αναλάβει τα ηνία αυτής της αγοράς. Η κρατική παρέμβαση δεν χρειάζεται πλέον. Η συμμετοχή σε κάποια αγορά δεν είναι αυτοσκοπός. Τώρα είναι ο κατάλληλος καιρός για την Κυπριακή πολιτεία να εξαργυρώσει την επένδυση που έκανε μεταβιβάζοντας την ΑΤΗΚ στον ιδιωτικό τομέα και διοχετεύοντας τα έσοδα σε άλλες παραγωγικές επενδύσεις ή σε νέους τομείς που χρειάζονται κρατική στήριξη για να σταθούν στα πόδια τους.

Πολίτης, 8/2/2004