15 Ιουνίου 2017

Το πρόβλημα με τα διαβατήρια

[Ευρωκέρδος 199, Ιούνιος-Ιούλιος 2017.]

Η Κυπριακή οικονομία καταγράφει ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης το τελευταίο διάστημα, με αποκορύφωμα το 3.3% του πρώτου τριμήνου του 2017. Πέρα από τον τουρισμό, η ανάπτυξη οφείλεται στην κτηματαγορά και τις κατασκευές, τομείς που επωφελούνται κυρίως από το σχέδιο πολιτογράφησης ξένων επενδυτών.

Πολλές χώρες έχουν καταρτίσει σχέδια προσέλκυσης ξένων επενδυτών με παραχώρηση υπηκοότητας ή μόνιμης διαμονής. Επί της αρχής, η ιδέα είναι καλή. Οι ξένοι επενδυτές μπορούν να φέρουν κεφάλαια, τεχνογνωσία και εμπειρία, και να πραγματοποιήσουν επενδύσεις που να συνεισφέρουν σημαντικά σε μια οικονομία, ειδικά όταν αυτή είναι μικρή όπως τη δική μας.  Το πρόβλημα είναι ότι τα περισσότερα σχέδια –περιλαμβανομένου και του Κυπριακού– δίνουν έμφαση σε επενδύσεις σε ακίνητα. Μια ξένη επένδυση σε ακίνητη περιουσία αποφέρει πολύ λιγότερα οφέλη από μια ισομεγέθη επένδυση σε δραστηριότητες όπως η ανέγερση ενός εργοστασίου, η δημιουργία ενός ερευνητικού εργαστηρίου ή η εγκατάσταση των κεντρικών γραφείων μιας εταιρείας. Αυτές οι δραστηριότητες δημιουργούν ελκυστικές θέσεις εργασίας, εισαγάγουν τεχνολογία και εμπειρογνωμοσύνη, και δημιουργούν ζήτηση για τοπικά προϊόντα και υπηρεσίες όπως σχολεία και εστιατόρια. Αποφέρουν συνεχή και μακροπρόθεσμα οφέλη που διανέμονται ευρέως σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.

Αντίθετα, τα οφέλη από τις επενδύσεις σε ακίνητα είναι βραχύβια και συγκεντρωμένα. Επωφελούνται κυρίως οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι εταιρείες ανάπτυξης γης, και οι μεσάζοντες που μεσολαβούν στις συναλλαγές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν οι νέοι πολίτες δεν έχουν καμία υποχρέωση διαμονής στη καινούρια τους πατρίδα, όπως ισχύει στην Κύπρο και κάποια νησάκια της Καραϊβικής και του Ειρηνικού. Kαι καταλήγουμε να έχουμε πολυτελή κτήρια-φαντάσματα.

Σχέδια προσέλκυσης επενδυτών μέσω της αγοράς γης οδηγούν σε τεχνητή αύξηση των τιμών των ακινήτων και συνεπώς σε δημιουργία υπεραξίας, ή άλλως οικονομικών προσόδων (rents). Όπως μας εξήγησε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο πριν 200 χρόνια, πρόσοδος είναι το υπερκέρδος που αποκομίζουν οι ιδιοκτήτες κάποιου σπάνιου συντελεστή παραγωγής χωρίς να κοπιάσουν ή να επενδύσουν, απλώς γιατί αυξήθηκε η τιμή του. Την εποχή του Ρικάρντο αυτός ο συντελεστής ήταν η γη και κερδισμένοι ήταν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες που την κληρονόμησαν. Την δική μας εποχή υπάρχει ένας επιπρόσθετος πόρος που τελεί σε σπανιότητα: η πληροφορία και οι διασυνδέσεις (προσωπικές, πολιτικές, ή άλλες). Πέραν των ιδιοκτητών γης λοιπόν, επωφελούνται όσοι γνωρίζουν το σύστημα και μπορούν να το αξιοποιήσουν προς ίδιον όφελος, εισπράττοντας έτσι ένα σημαντικό μερίδιο των προσόδων που δημιουργεί αυτή η κρατική πολιτική. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί πολιτικοί και άτομα συνδεδεμένα με αυτούς δραστηριοποιούνται σε αυτό τον τομέα. Το πρόσφατο παράδειγμα της οικογένειας του γαμπρού του Ντόναλντ Τραμπ είναι ενδεικτικό.

Πέρα από τον πλουτισμό των τυχερών ιδιοκτητών τους, η αύξηση των τιμών των ακινήτων δημιουργεί και άλλα προβλήματα. Το σημαντικότερο είναι ότι καθιστά άλλες επενδύσεις μη κερδοφόρες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται παραγκωνισμός επενδύσεων σε άλλους τομείς της οικονομίας. Οι τιμές των ακινήτων στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού έχουν ανέβει σε τέτοια επίπεδα όπου ουσιαστικά η μόνη συμφέρουσα επένδυση είναι η ανέγερση πύργων με διαμερίσματα για όσους ενδιαφέρονται για διαβατήρια. Δεν είναι συμφέρουσα, για παράδειγμα, η ανέγερση ενός καινούριου ξενοδοχείου. Πρόκειται για μια μορφή της Ολλανδικής νόσου: η μεγάλη ανάπτυξη ενός κλάδου της οικονομίας οδηγεί σε αύξηση των τιμών αγαθών και ακινήτων, καθώς και μισθών, σε τέτοιο βαθμό που καθιστά τους υπόλοιπους τομείς μη ανταγωνιστικούς και τους οδηγεί σε συρρίκνωση. Δημιουργείται εξάρτηση από ένα κλάδο της οικονομίας, και όταν αυτός σταματήσει να αναπτύσσεται δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα σε όλη την οικονομία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Κυπριακό σχέδιο προσέλκυσης επενδυτών είναι επιτυχημένο αν το κρίνουμε με βάση το ενδιαφέρον που προσέλκυσε και τη συνεισφορά του στην αναζωογόνηση του τομέα των κατασκευών, αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. Αν ήταν σε όλους κατανοητό ότι πρόκειται για ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της κρίσης, τότε οι αρνητικές του επιπτώσεις θα μπορούσαν να προσπεραστούν. Δυστυχώς όμως αυτό δεν φαίνεται να ισχύει. Η ευφορία που δημιουργείται από την εφήμερη ανάπτυξη δημιουργεί εφησυχασμό και υποσκάπτει τις προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό.

Η υπηκοότητα είναι δημόσιος πλούτος. Αν είναι να πωληθεί, πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε οι στρεβλώσεις να ελαχιστοποιούνται και τα οφέλη να διαχέονται σε όσο το δυνατό περισσότερους. Όπως έγραψε πρόσφατα το περιοδικό Economist, θα ήταν καλύτερο οι ενδιαφερόμενοι να βγάζουν μια επιταγή στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με τον τρόπο που εφαρμόζεται σήμερα, το σχέδιο ωφελεί τους λίγους και δημιουργεί τεράστιες στρεβλώσεις που αποθαρρύνουν τις επενδύσεις σε άλλους τομείς της οικονομίας. Χρειάζεται να επανεξεταστεί το συντομότερο, προτού προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά.

15 Μαρτίου 2017

Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι για μας

[Ευρωκέρδος 198, Μάρτης-Απρίλης 2017.]

Την περίοδο των συζητήσεων μετά την υπογραφή του μνημονίου είχα τοποθετηθεί ξεκάθαρα ότι ο καλύτερος δρόμος για την Κύπρο ήταν η πιστή εφαρμογή του μνημονίου. Το βασικό μου επιχείρημα ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονταν στο μνημόνιο ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η Κυπριακή οικονομία. Κατ’ ακρίβεια, οι περισσότερες ήταν μεταρρυθμίσεις που εμείς οι ίδιοι είχαμε διαπιστώσει στο παρελθόν ότι θα έπρεπε να κάνουμε αλλά δεν καταφέραμε να προχωρήσουμε. Τα παραδείγματα είναι πολλά: τοπική αυτοδιοίκηση, δημόσιος τομέας, διαχείριση ημικρατικών οργανισμών, σύστημα υγείας, ενίσχυση ανταγωνισμού και ρυθμιστικού πλαισίου.

Πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι ίσως το ΓΕΣΥ. Ένα σχέδιο που συζητήθηκε για πάρα πολλά χρόνια, ψηφίστηκε τελικά από τη Βουλή το 2001, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε. Είμαστε σήμερα στο 2017 και ακόμα συζητούμε αν και πώς θα υλοποιήσουμε μια μεταρρύθμιση που ψηφίστηκε πριν 16 χρόνια. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι μόνες σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην Κύπρο είναι αυτές που υποχρεωθήκαμε να κάνουμε, πρώτα λόγω εναρμόνισης με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και μετά λόγω μνημονίου. 

Γιατί δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να συμφωνήσουμε, να σχεδιάσουμε, και να υλοποιήσουμε μεταρρυθμίσεις; Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες είναι το πολιτικό μας σύστημα. Το προεδρικό σύστημα δεν διασφαλίζει πλειοψηφία στη Βουλή για την εκάστοτε κυβέρνηση. Ο πρόεδρος εκλέγεται συνήθως στη βάση πρόσκαιρων συμμαχιών και χωρίς να υπάρχει κοινά αποδεκτό πολιτικά πρόγραμμα. Ακόμα και όταν τέτοιο πρόγραμμα υπάρχει, αυτό καταγράφει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή διαφόρων φιλοσοφιών και αναπόφευκτα καταλήγει να είναι γενικόλογο και άτολμο.

Στο πιο πάνω συντείνει σημαντικά και ο παράγοντας Κυπριακό. Οι πρόεδροι εκλέγονται κυρίως για να διαχειριστούν το Κυπριακό και οι πολιτικές συμμαχίες διαμορφώνονται σε αυτή τη βάση. Ως αποτέλεσμα, όλα τα υπόλοιπα περνούν σε δεύτερη μοίρα.

Όλοι εμείς που βλέπουμε την αναγκαιότητα για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό του Κυπριακού κράτους ελπίζαμε ότι η κρίση – με όλα τα αρνητικά της – θα αποτελούσε και μια ευκαιρία για να γίνουν ριζοσπαστικές αλλαγές. Δυστυχώς οι προσδοκίες μας δεν επαληθεύτηκαν. Η μεταρρυθμιστική διάθεση διήρκησε κάτι περισσότερο από ένα χρόνο και περιορίστηκε στα εντελώς απαραίτητα για την αποκατάσταση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και για τη διόρθωση των δημοσίων οικονομικών.

Η κυβέρνηση παρουσίασε μια συνέπεια στις φραστικές διακηρύξεις υπέρ της εφαρμογής του μνημονίου και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Όμως ήταν φανερό από πολύ νωρίς ότι στο ανώτατο επίπεδο δεν υπήρχε καμία διάθεση για σύγκρουση με συμφέροντα και κατεστημένα. Η τελευταία υποχώρηση του Προέδρου σε σχέση με τους νοσηλευτές είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ούτε βέβαια από την πλευρά της αντιπολίτευσης υπήρξε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πίεση· αντιθέτως, η στάση της χαρακτηριζόταν από συντηρητισμό και στείρο αρνητισμό.

Υπάρχει ελπίδα; Όσο και να προσπαθήσει κανείς, δύσκολα θα βρει λόγους αισιοδοξίας. Ουσιαστικά έχουμε μπει σε προεκλογική περίοδο και σε διαδικασία πλειοδοσίας υποσχέσεων. Σε αντίθεση με αυτό που παρατηρείται διεθνώς, δεν βλέπουμε καμία αντι-συστημική δύναμη, κανένα κύμα λαϊκής οργής. Έχουμε στη Βουλή οκτώ κόμματα, αλλά κανένα δεν προσφέρει στους πολίτες κάτι καινούριο ή διαφορετικό. Μη μου τους κύκλους τάραττε, αυτός είναι ο Κυπριακός τρόπος.