22 Ιουνίου 2003

Ιδιωτικά ή κρατικά μονοπώλια;

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στον "Π" ο Υπουργός Εμπορίου εξέφρασε την θέση ότι τα κρατικά μονοπώλια είναι προτιμότερα από τα ιδιωτικά. Εκ πρώτης όψεως δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς με αυτή την τοποθέτηση. Στο κάτω-κάτω τα μονοπώλια πραγματοποιούν υπερκέρδη και είναι σίγουρα προτιμότερο τα κέρδη αυτά να περνούν στα κρατικά ταμεία παρά στην τσέπη κάποιου ιδιώτη που δεν χρειάστηκε να κοπιάσει ιδιαίτερα για αυτά.

Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η επιλογή μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής διαχείρισης μιας εταιρείας δεν είναι θέμα του ποιος θα αποκομίζει τα κέρδη. Τα προβλήματα με τους δημόσιους οργανισμούς είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Διευθύνονται από συμβούλια που ως επί το πλείστον είναι άσχετα με τον τομέα δράσης του οργανισμού αφού τα μέλη τους διορίζονται για να εκπροσωπούν κομματικά συμφέροντα. Γίνονται έτσι χώρος συνδιαλλαγής και αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης από την εκάστοτε κυβέρνηση. Η κακοδιαχείριση και οι ατασθαλίες σε θέματα αγοράς αγαθών και υπηρεσιών είναι συχνά φαινόμενα που σπάνια τιμωρούνται γιατί τα πλοκάμια της διαφθοράς φτάνουν συνήθως πολύ ψηλά. Ταυτόχρονα, η έλλειψη κινήτρων και η ισοπέδωση των εργαζομένων καλλιεργεί μια κουλτούρα απάθειας που οδηγεί σε χαμηλή παραγωγικότητα. Η απάθεια βέβαια εξαφανίζεται όταν έρθει η ώρα για μισθολογικές ή άλλες διεκδικήσεις τις οποίες καμία κυβέρνηση δεν έχει το θάρρος να απορρίψει. Έτσι αυξάνεται συνεχώς το εργατικό κόστος χωρίς να υπάρχει ανάλογη αύξηση της παραγωγικότητας.

Το αποτέλεσμα είναι οι δημόσιες εταιρείες να μετατρέπονται σε αδηφάγους οργανισμούς που όχι μόνο δεν πραγματοποιούν κέρδη, αλλά αντίθετα απομυζούν τα κρατικά ταμεία. Οι Κυπριακές Αερογραμμές, το Διυλιστήριο, το ΡΙΚ, οι Δασικές Βιομηχανίες είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτυχημένης κρατικής διαχείρισης που συνεχίζεται για δεκαετίες. Ακόμα και οι οργανισμοί που λειτουργούν σχετικά ικανοποιητικά όπως η ΑΤΗΚ και η ΑΗΚ έχουν ψηλά κόστη λειτουργίας τα οποία στο τέλος πληρώνει ο καταναλωτής υπό μορφή αυξημένων τελών. Αυτό πλήττει κυρίως τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα τα οποία ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για τις υπηρεσίες αυτές. Αυτό καταρρίπτει και το μύθο ότι οι ιδιωτικοποιήσεις πλήττουν τους φτωχούς. Οι φτωχοί δεν είναι υπάλληλοι των ημικρατικών, απλώς πληρώνουν για την κακοδιαχείρισή τους.

Η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι δουλειά του ιδιωτικού τομέα. Οι ιδιώτες έχουν και τις ικανότητες αλλά και τους λόγους να διαχειριστούν αποτελεσματικά ένα οργανισμό. Απο κει και πέρα το κράτος πρέπει να διαδραματίσει τον εποπτικό και ρυθμιστικό του ρόλο. Για να γίνει αυτό σωστά απαιτείται η ύπαρξη εποπτικών αρχών που να διαθέτουν την τεχνογνωσία και την ελευθερία δράσης να παρεμβαίνουν όποτε κρίνεται αναγκαίο. Σε αυτό το παιγνίδι είμαστε ακόμα πολύ πίσω. Η προϊστορία του κράτους μας στην εποπτεία των αγορών είναι γεμάτη με αποτυχίες, όπως οι περιπτώσεις των πετρελαιοειδών και των φαρμάκων. Αν αφήσουμε κατά μέρος την επιμονή σε ξεπερασμένες αντιλήψεις μπορούμε να μάθουμε πολλά από τις εμπειρίες των Ευρωπαίων εταίρων μας.

Πολίτης, 22/6/2003

8 Ιουνίου 2003

Η περιουσία του δημοσίου

Tο προεκλογικό πρόγραμμα του πρόεδρου Παπαδόπουλου περιελάμβανε τη δέσμευση για μη εκχώρηση δημόσιας περιουσίας. Η δογματική αυτή τοποθέτηση βρίσκεται σε αντίθεση με το ιδεολογικό ρεύμα της εποχής. Σε όλες τις σύγχρονες οικονομίες οι κυβερνήσεις μειώνουν την άμεση εμπλοκή τους στην παραγωγική διαδικασία και αναλαμβάνουν ρόλο εποπτικό και ρυθμιστικό. Σε αυτό άλλωστε αποσκοπεί κατά κύριο λόγο το οικονομικό μέρος του Ευρωπαϊκού κεκτημένου το οποίο έχουμε αναλάβει την υποχρέωση να εφαρμόσουμε. Κι όμως, μια μεγάλη μερίδα της πολιτικής μας ηγεσίας έχει μείνει προσκολλημένη στο παρελθόν και αρνείται πεισματικά να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Ανεξάρτητα όμως από τις διεθνείς τάσεις, η τοποθέτηση αυτή για την περιουσία του κράτους προδίδει ατολμία και ιδεολογική σύγχιση. Έχει δικαίωμα ο καθένας να πιστεύει ότι το κράτος πρέπει να αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα στην οικονομία. Όμως μια τέτοια θέση θα πρέπει να συνοδεύεται και από κάποια επιχειρηματολογία που να εξηγά σε ποιους τομείς θα πρέπει να δραστηριοποιείται το κράτος και σε ποιους όχι. Γιατί για παράδειγμα το κράτος να έχει άμεση εμπλοκή στις τηλεπικοινωνίες και όχι στον τραπεζικό τομέα; Είναι μήπως ο τραπεζικός τομέας λιγότερο σημαντικός από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και τη δασική βιομηχανία; Η θέση ότι "δεν ξεπουλάμε περιουσία του κράτους" συνεπάγεται ότι η εμπλοκή του κράτους θα εξαρτάται από τις ιστορικές συγκυρίες και όχι από την οικονομική λογική.

Υιοθετώντας την ισοπεδωτική αυτή στάση η κυβέρνηση περιόρισε αχρείαστα τις επιλογές της, ειδικά όσον αφορά στη διαχείριση των ημικρατικών οργανισμών. Είμαστε όλοι μάρτυρες κωμικοτραγικών φαινομένων όπως είναι οι ατέρμονες συζητήσεις στη Βουλή για το κατά πόσον η ΑΤΗΚ θα πρέπει ή όχι να συμμετάσχει στην κοινοπραξία για τον δορυφόρο(ή να προβεί σε κάποια άλλη επένδυση). Όλοι γνωρίζουμε ότι πολύ λίγοι από τους βουλευτές μας έχουν έστω και ελάχιστες γνώσεις για αυτό το θέμα και είναι παράλογο και άδικο να περιμένουμε από αυτούς να αποφασίσουν για αυτό. Κι όμως η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να συζητήσει όχι μόνο την ιδιωτικοποίηση αλλά ακόμα και απλή μετοχοποίηση των οργανισμών αυτών. Αντί αυτού ακούμε διάφορες αναφορές για αναζήτηση εναλλακτικών μοντέλων ευέλικτης διαχείρισης. Με άλλα λόγια, αντί να εκμεταλλευτούμε την εμπειρία τόσων άλλων πιο προηγμένων χωρών, πειραματιζόμαστε με την περιουσία του Κύπριου πολίτη επιζητώντας εναλλακτικά και μη δοκιμασμένα μοντέλα.

Η κυβέρνηση έχει αυτοπαγιδευτεί με την προεκλογική της δέσμευση για μη εκχώρηση περιουσίας του δημοσίου και οδηγείται σε επικίνδυνους πειραματισμούς. Ας ελπίσουμε ότι θα επικρατήσουν σοφότερες σκέψεις και η κυβέρνηση θα αναθεωρήσει την πολιτική αυτή. Το όποιο πολιτικό κόστος θα είναι σίγουρα πολύ μικρότερο από το κόστος που θα επωμιστεί ο Κύπριος πολίτης στην αντίθετη περίπτωση.

Πολίτης, 8/6/2003