20 Ιουλίου 2003

Ευτυχώς που υπάρχει και το ποδόσφαιρο

Η επιδότηση των ποδοσφαιρικών σωματείων είναι ένα εξωφρενικό φαινόμενο το οποίο για χρόνια ήμουν με την εντύπωση ότι μόνο εμένα ενοχλούσε. Ομολογώ ότι εκπλάγηκα από τις έντονες απόψεις που ακούστηκαν τις τελευταίες μέρες εναντίον των σωματείων τόσο από τα έδρανα της Βουλής όσο και στις στήλες των εφημερίδων. Εκπλάγηκα γιατί ούτε οι βουλευτές ούτε οι δημοσιογράφοι μάς έχουν συνηθίσει σε τέτοιες αντιδράσεις. Το κράτος επιδοτεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πολλές αποτυχημένες βιομηχανίες αλλά ελάχιστοι είναι αυτοί που διαμαρτύρονται. Γιατί τόση φασαρία για μερικά εκατομμύρια που πήγαν στο ποδόσφαιρο, ένα δημοφιλές άθλημα που συγκινεί δεκάδες χιλιάδες κόσμου και συντηρεί εκατοντάδες οικογένειες;

Ο λόγος, πιστεύω, είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις όπου ο φορολογούμενος βλέπει ακριβώς πού πηγαίνουν τα λεφτά του. Τα μετεγγραφικά παζάρια για τα ακριβοπληρωμένα αστέρια γίνονται θέμα συζήτησης στα καφενεία, τα κομμωτήρια και τα σαλόνια. Η διαφθορά, η κακοδιαχείριση και η βία που κυριαρχούν στο χώρο του ποδοσφαίρου είναι γνωστά ακόμα και στον πιο αμέτοχο πολίτη. Για αυτό και τα επιχειρήματα των σωματείων μόνο θυμηδία προκαλούν στο ευρύ κοινό. Πώς αλλιώς μπορεί να αντιδράσει κανείς στο επιχείρημα ότι η επιδότηση των σωματείων κρατά τους νέους μακριά από τα ναρκωτικά και την εγκληματικότητα;

Σε αντίθεση με τα ποδοσφαιρικά σωματεία, οι περισσότεροι λοιποί αποδέκτες της κρατικής γενναιοδωρίας δεν έχουν την ατυχία να βρίσκονται καθημερινά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Έτσι κανείς δεν ξέρει που ακριβώς πηγαίνουν τα χρήματα που επιδοτούν, για παράδειγμα, τους παραγωγούς πατατών, σιτηρών, ή αμπελουργικών προϊόντων. Όλοι υποθέτουν ότι οι επιδοτήσεις καταλήγουν σε φτωχούς βιοπαλαιστές. Κάποιο ποσό πηγαίνει βέβαια και σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Όμως ο κανόνας σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι οι πολλοί παίρνουν τα λίγα και οι λίγοι παίρνουν τα πολλά. Παρόλο που δεν έχω δει στοιχεία για την Κύπρο, οι αριθμοί που προέρχονται από την Ευρώπη και την Αμερική είναι μάλλον αντιπροσωπευτικοί. Το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων καταλήγουν συνήθως σε μερικούς μεγάλους γαιοκτήμονες και επιχειρηματίες.

Αυτό ακριβώς βλέπουμε στο ποδόσφαιρο. Οι περισσότερες ομάδες παίρνουν ψίχουλα, ενώ τη μερίδα του λέοντος μοιράζονται οι μεγάλες ομάδες της Α' κατηγορίας, αυτές δηλαδή που είναι πρωτίστως υπεύθυνες για τη σήψη. Όμως ευτυχώς που υπάρχει και το ποδόσφαιρο για να δίνει στους πολίτες μια ιδέα για το που πηγαίνουν οι φόροι που πληρώνουν. Είμαι βέβαιος ότι οι πολίτες θα ήθελαν να ξέρουν πώς ακριβώς κατανέμονται και οι υπόλοιπες χορηγίες και επιδοτήσεις που δίνει το κράτος. Έχω την υποψία ότι πολλοί θα εκπλαγούν αν δουν πόσοι και ποιοι είναι οι κύριοι αποδέκτες της κρατικής αρωγής. Ίσως τότε να αρχίσουμε να αναθεωρούμε μερικές από τις πολιτικές μας που εδώ και δεκαετίες βρίσκονται στο απυρόβλητο.

Πολίτης, 20/7/2003

13 Ιουλίου 2003

Αδιόριστοι δάσκαλοι και αποκέντρωση της Παιδείας

Η ανεργία μπαίνει σιγά-σιγά στη ζωή και των δασκάλων. Φέτος για πρώτη φορά ο αριθμός νέων πτυχιούχων στην δημοτική εκπαίδευση θα είναι σημαντικά μεγαλύτερος του αριθμού νέων θέσεων στα σχολεία. Παρά τις δυσκολίες που θα προκαλέσει στους νέους απόφοιτους, η εμφάνιση της ανεργίας σε αυτό τον τομέα είναι υγιές φαινόμενο. Η κατάσταση που επικρατεί σήμερα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η δημοτική εκπαίδευση πρέπει να καταστεί λιγότερη ελκυστική και να σταματήσει να απορροφά τους ικανότερους νέους μας.

Όμως η εμφάνιση της ανεργίας δημιουργεί και ένα πονοκέφαλο. Ποιοι από τους απόφοιτους θα διοριστούν φέτος και ποιοι θα αναγκαστούν να περιμένουν; Υπάρχουν δύο επιλογές. Η μια είναι να ακολουθήσουμε την πεπατημένη και να βασιστούμε στους κατάλογους διοριστέων. Η λύση αυτή είναι μεν καταστροφική, όπως όλοι παραδέχονται, είναι όμως εύκολη. Η άλλη επιλογή είναι να φτιάξουμε ένα σύστημα αξιολόγησης και πρόσληψης εκπαιδευτικών που να βασίζεται στις ικανότητες των υποψηφίων και όχι στην ημερομηνία απόκτησης του πτυχίου τους. Αυτή η επιλογή είναι δύσκολη και χρειάζεται δημιουργικότητα και φαντασία. Πάνω από όλα, όμως, χρειάζεται τόλμη ενάντια στις βέβαιες αντιδράσεις όσων βολεύονται από το υφιστάμενο σύστημα και όσων ασπάζονται την νοοτροπία του εφησυχασμού.

Χρειάζεται να βρεθεί ένας τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων με αξιοκρατικά κριτήρια. Πώς θα γίνει αυτή η αξιολόγηση; Ποιος θα αποφασίσει κατά πόσον ο τάδε υποψήφιος με το Α πτυχίο είναι καλύτερος από το δείνα υποψήφιο με το Β πτυχίο; Μια λύση, σχετικά εύκολη κι αυτή, είναι οι γραπτές εξετάσεις. Όμως οι εξετάσεις αξιολογούν μόνο τις γνώσεις των υποψηφίων και όχι όλα τα άλλα προσόντα που χρειάζεται να έχει ένας καλός εκπαιδευτικός. Χρειάζεται κάτι παραπάνω.

Η δύσκολη αλλά και αποτελεσματική λύση είναι η αποκέντρωση της παιδείας. Να δοθεί στο κάθε σχολείο (ή σχολική εφορεία) η εξουσία για πρόσληψη νέων δασκάλων. Οι υποψήφιοι να αξιολογούνται από επιτροπή η οποία να απαρτίζεται από τη διεύθυνση του σχολείου και εκπροσώπους του διδακτικού προσωπικού, των γονέων και του Υπουργείου. Οι δάσκαλοι και οι γονείς είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και έχουν κάθε λόγο να θέλουν την πρόσληψη ικανών εκπαιδευτικών. Πρέπει να έχουν τον πρώτο λόγο. Ο κίνδυνος παρατυπιών και ευνοιοκρατικών προσλήψεων πάντα υπάρχει, όπως η εμπλοκή όλων αυτών των μερών στη διαδικασία θα περιορίσει αυτό τον κίνδυνο στο ελάχιστο.

Η πιο πάνω εισήγηση αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την αποκέντρωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Θα πρέπει να ακολουθήσουν κι άλλα, όπως η δημιουργία μηχανισμών που να δίνουν κίνητρα και να ανταμείβουν αυτούς που προσφέρουν. Η ανελαστική διαχείριση από το Υπουργείο Παιδείας πνίγει κάθε διάθεση για ανάληψη προσωπικής πρωτοβουλίας. Έχει καταντήσει κοινοτοπία να λέμε ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα νοσεί. Η περίπτωση των δασκάλων προσφέρει στη κυβέρνηση μια μοναδική ευκαιρία να πρωτοπορήσει υιοθετώντας νέες και τολμηρές πρακτικές.

Πολίτης, 13/7/2003