26 Σεπτεμβρίου 2010

Ορθολογική φορολόγηση της αυτοκίνησης

Ευτυχώς φαίνεται ότι θα επικρατήσουν τελικά σοφότερες σκέψεις αναφορικά με το θέμα της κατάργησης των τελών κυκλοφορίας. Από όποια οπτική γωνία και να το δει κανείς, είναι πολύ δύσκολο να βρει λογική πίσω από αυτή την πρόταση της Επιτροπής Συγκοινωνιών της Βουλής. Τη στιγμή που έγνοια όλων θα έπρεπε να είναι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, μια πρόταση που αφαιρεί €83 ή €100 εκ. (ακούστηκαν και οι δύο αριθμοί) από τα δημόσια ταμεία είναι το λιγότερο ατυχής, και μάλλον κάτι πολύ χειρότερο. 

Ακόμα κι αν κάποιος πιστεύει ότι στην τρέχουσα συγκυρία ενδείκνυται η μείωση του φορολογικού βάρους των πολιτών, η συγκεκριμένη ενέργεια είναι ίσως ο χειρότερος τρόπος να το κάνει. Κι αυτό γιατί τυχόν κατάργηση των τελών κυκλοφορίας δεν θα έχει καμία ουσιαστική θετική παρενέργεια στην οικονομία. Δεν θα οδηγήσει σε ανάκαμψη της αγοράς οχημάτων, γιατί επωφελούνται τόσο τα καινούρια όσο και τα υπάρχοντα οχήματα. Μελλοντικά, θα οδηγήσει σε αύξηση του μεριδίου αγοράς των οχημάτων μεγάλου κυβισμού (μια και θα μειωθεί αισθητά το κόστους ιδιοκτησίας τους), κάτι που μάλλον δεν θέλουμε.  Ουσιαστικά, τυχόν κατάργηση των τελών κυκλοφορίας θα αποτελεί ένα μικρό δώρο για τους περισσότερους πολίτες που έχουν μικρομεσαία οχήματα, ένα μεγαλούτσικο δώρο για όσους έχουν οχήματα μεγάλου κυβισμού, και ένα τεράστιο δώρο για τις εταιρείες που διαθέτουν μεγάλο στόλο αυτοκινήτων. 

Η εν λόγω πρόταση της Επιτροπής Συγκοινωνιών ακολουθεί μια σειρά παράδοξων ρυθμίσεων που  εισήχθησαν τους τελευταίους μήνες και αφορούν τα οχήματα. Καταργήθηκε η υποχρεωτική επικόλληση του πιστοποιητικού καταλληλότητας και της άδειας κυκλοφορίας στον ανεμοθώρακα των οχημάτων, κάτι που καθιστά σχεδόν αδύνατο τον εντοπισμό όσων δεν τα κατέχουν (την ίδια στιγμή η Βουλή διαμαρτύρεται γιατί δεν εντοπίζονται οι παραβάτες!). Από την άλλη, κρίθηκε αναγκαίο να αναγράφεται η ημερομηνία κατασκευής του οχήματος στις πινακίδες κυκλοφορίας, κάτι που δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό εκτός από το να ικανοποιήσει τους εισαγωγείς καινούριων οχημάτων.

Από οικονομικής άποψης, ο καλύτερος τρόπος φορολόγησης της αυτοκίνησης είναι ο φόρος επί των καυσίμων. Η φορολόγηση των καυσίμων έχει όλα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας καλός φόρος (όσο καλός μπορεί να είναι ένας φόρος). Είναι απλός και εύκολος στην είσπραξη, κάτι που καθιστά πολύ δύσκολη τη φοροδιαφυγή. Επιπρόσθετα, "τιμωρεί" μια δραστηριότητα (την οδήγηση) που αναντίλεκτα έχει αρνητικές παρενέργειες στο κοινωνικό σύνολο και με τον τρόπο αυτό παρέχει κίνητρα για περιορισμό των αχρείαστων μετακινήσεων και για αγορά οχημάτων με χαμηλή κατανάλωση, κάτι που θα έχει θετικές επιπτώσεις και στο περιβάλλον. Αν τώρα δεν είναι ο κατάλληλος καιρός, ας το έχουμε υπόψιν για το μέλλον.

Πολίτης, 26/9/2010

19 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Ομπάμα κι εμείς

Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν τις κυβερνητικές προτάσεις για αύξηση φορολογιών είναι ότι ακόμα και ο Μπαράκ Ομπάμα επιχειρεί να επιβάλει φορολογικές αυξήσεις. Με αυτή την αφορμή είναι χρήσιμο να δούμε πιο σφαιρικά την πολιτική Ομπάμα σε σύγκριση με αυτή της δικής μας κυβέρνησης.

Κατ' αρχάς να επισημάνουμε ότι η αύξηση που εισηγείται ο Αμερικανός πρόεδρος αφορά τους φορολογικούς συντελεστές για εισοδήματα πέραν των $250.000 ετησίως. Δηλαδή μόνο οι πλουσιότεροι Αμερικανοί θα έχουν να πληρώσουν αυξημένους φόρους. Κανένας άλλος φόρος δεν προωθείται αυτή τη στιγμή, και κυρίως κανένας φόρος που θα επιβαρύνει τις επιχειρήσεις. Αντιθέτως, πριν μερικές μέρες ο πρόεδρος Ομπάμα εξήγγειλε μια σειρά νέων μέτρων που στοχεύουν στην αναζωογόνηση της Αμερικανικής οικονομίας. Προτείνει φορολογικές ελαφρύνσεις ύψους για επιχειρήσεις που επενδύουν σε καινούρια εργοστάσια και εξοπλισμό, φορολογικές πιστώσεις σε επιχειρήσεις που κάνουν έρευνα και ανάπτυξη, πιστώσεις για δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις, και επενδύσεις σε έργα υποδομής.

Οι προτάσεις της κυβέρνησης Ομπάμα αντανακλούν την φιλοσοφία ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι η μηχανή της οικονομικής ανάπτυξης και ότι σε συνθήκες στασιμότητας το κράτος μπορεί και πρέπει να δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις ώστε να προχωρήσουν σε επενδύσεις και να δώσουν ώθηση στην οικονομία. Το αν τα μέτρα αυτά είναι τα κατάλληλα είναι κάτι που θα φανεί αν τελικά υιοθετηθούν, όμως υπάρχει πίσω τους μια ισχυρή λογική.

Η λογική αυτή είναι πολύ διαφορετική από αυτή που κυριαρχεί στην Κύπρο, τόσο στους κόλπους της κυβέρνησης όσο και σε άλλους χώρους. Σε μια δύσκολη οικονομική περίοδο η κυβέρνηση επιζητεί να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις προτείνοντας αυξημένες φορολογίες. Αυτό θα είχε ίσως κάποια λογική αν τα επιπλέον έσοδα επρόκειτο να διοχετευτούν σε παραγωγικές επενδύσεις που θα έθεταν τις βάσεις για αυξημένη οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον. Όμως μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, αφού οι παραγωγικές επενδύσεις μειώνονται και αυτές. Ουσιαστικά η οικονομία επιβαρύνεται και η ανάπτυξη τίθεται σε κίνδυνο γιατί το κράτος αδυνατεί να συγκρατήσει τα έξοδά του και φορτώνει το βάρος στον ιδιωτικό τομέα.

Η διαφορά στις δύο προσεγγίσεις είναι έκδηλη και στο πολιτικό ύφος με το οποίο εκφράζονται. Όταν ο Μπαράκ Ομπάμα υποστηρίζει την αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τους υψηλά αμειβόμενους δεν μιλά με δηκτικό τρόπο για τους "έχοντες και κατέχοντες", έως αν να ήταν ηθικά επιλήψιμο να ανήκει κάποιος σε αυτή την κατηγορία. Απευθύνεται με σεβασμό στους συμπατριώτες του μιλώντας για την ανάγκη οι πιο επιτυχημένοι από αυτούς να συνεισφέρουν περισσότερο στη συλλογική προσπάθεια για οικονομική ορθοπόδηση. Να μια προσέγγιση που αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε.

Πολίτης, 19/9/2010

12 Σεπτεμβρίου 2010

Ξεγράψαμε την έρευνα

Ένας από τους κύριους πυλώνες της στρατηγικής της Λισαβώνας είναι η αύξηση των επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη, ένα τομέα στον οποίο η Ευρώπη υστερεί πολύ σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Είναι γνωστό ότι η Κύπρος είναι τελευταία στην ΕΕ όσον αφορά τις δαπάνες για έρευνα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό που δεν ξέραμε είναι ότι η Κυπριακή κυβέρνηση θεωρεί αυτή την κατάσταση εντελώς φυσιολογική και δεν έχει καμία πρόθεση να λάβει μέτρα για ανατροπή της. 

Το πιο πάνω συμπέρασμα εξάγεται αβίαστα από την επιστολή που ο αρμόδιος Υπουργός (ο των Οικονομικών) απέστειλε στη Βουλή τον περασμένο μήνα εις απάντηση ερωτήματος βουλευτή. Συγκεκριμένα, στην επιστολή αναφέρεται ότι ο στόχος του 3% είναι για την ΕΕ ως σύνολο και όχι για την κάθε χώρα ξεχωριστά, ότι η Κύπρος "θα επανατοποθετηθεί σε ό,τι αφορά το δικό της εθνικό στόχο, λαμβάνοντας υπόψη τους φυσικούς περιοριστικούς παράγοντες που χαρακτηρίζουν τον τομέα, καθώς και τις γενικότερες δημοσιονομικές συνθήκες", ότι "στην Κύπρο δεν υπάρχουν οι μεγάλες βιομηχανίες, για να επενδύσουν μεγάλα ποσά σε έρευνα", και ότι η Κύπρος δεν μπορεί να στηρίξει την έρευνα με φοροαπαλλαγές γιατί ο συντελεστής εταιρικού φόρου είναι ήδη πολύ χαμηλός.

Με άλλα λόγια, η Κύπρος είναι πολύ μικρή για να ασχολείται με την έρευνα, μόνο μεγάλες βιομηχανίες επενδύουν σε έρευνα, και δεν υπάρχουν εργαλεία αλλά ούτε και λεφτά για να δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις. Τα πιο πάνω αποτυπώνουν μια πολύ εσφαλμένη αντίληψη του ρόλου της έρευνας στην οικονομική ανάπτυξη και των δυνατοτήτων που ακόμα και μια μικρή χώρα μπορεί να έχει σε αυτό τον τομέα. Κι όμως, δύο από τις πρωτοπόρες χώρες στον κόσμο στον τομέα της τεχνολογίας είναι το Ισραήλ (πληθυσμός 7 εκ.) και η Φινλανδία (πληθυσμός 5 εκ.). Πολλές (ίσως οι περισσότερες) μεγάλες καινοτομίες γίνονται από μικρές επιχειρήσεις. Υπάρχουν δε πολλοί τρόποι να στηριχθεί η έρευνα, όπως με μερική επιδότηση, παραχώρηση χαμηλότοκων δανείων, κ.λπ. (Μια βόλτα στην ιστοσελίδα του Tekes, του Φινλανδικού Ιδρύματος Χρηματοδότησης Τεχνολογίας και Καινοτομίας, είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική.(2))

Από την κυβερνητική θέση για την έρευνα απουσιάζει το όραμα. Η οικονομία μας δεν μπορεί να στηρίζεται επ' άπειρον στον τουρισμό και τα πρόσκαιρα έσοδα από διάφορες συγκυρίες. Το γεγονός ότι το πρώτο εξαγωγικό προϊόν της Κύπρου δεν είναι πλέον οι πατάτες αλλά τα φαρμακευτικά είδη δείχνει ότι οι δυνατότητες υπάρχουν. Μια καλά σχεδιασμένη πολιτική στήριξης της έρευνας και καλλιέργειας καινοτομικής κουλτούρας θα αποτελούσε μιας πρώτης τάξης επένδυση για το μέλλον του τόπου.

Πολίτης, 15/9/2010


5 Σεπτεμβρίου 2010

Η συγχώνευση δεν θα λύσει το πρόβλημα

Η ανακοίνωση των εξαμηνιαίων αποτελεσμάτων των Κυπριακών Αερογραμμών με τις ζημιές των €26 εκ. έγινε αφορμή για μια νέα κόντρα μεταξύ ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ. Τα δύο κόμματα κονταροχτυπιούνται για το ποιος φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την δυσχερή οικονομική κατάσταση των δύο κρατικών αεροπορικών εταιρειών. Η πραγματικότητα είναι ότι η ευθύνη βαραίνει όλους και είναι τεράστια. Τραγικά λάθη έγιναν και επί κυβέρνησης Κληρίδη, και επί κυβέρνησης Παπαδόπουλου, και γίνονται και σήμερα επί κυβέρνησης Χριστόφια. Η αποτυχημένη διαχείριση των κρατικών αεροπορικών εταιρειών δεν είναι αποτυχία ενός κόμματος ή μερικών ανθρώπων. Είναι αποτυχία του Κυπριακού κράτους και του πολιτικού μας συστήματος.

Η λύση που όλοι προκρίνουν είναι η συγχώνευση. Η συγχώνευση θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση αν το βασικό πρόβλημα ήταν η ύπαρξη δύο εταιρειών. Όμως το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι το γεγονός ότι οι ΚΑ είναι φορτωμένες με ένα υπέρογκο μισθολόγιο και το ότι διευθύνονται από Διοικητικά Συμβούλια τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούνται από κομματικούς εκπροσώπους που δεν έχουν καμία εξειδικευμένη γνώση για τον τομέα των αερομεταφορών. Η συγχώνευση δεν θα αλλάξει τίποτα από όλα αυτά.

Ο Υπουργός Οικονομικών έχει αναγνωρίσει ότι η συγχώνευση δεν θα είναι αρκετή, δηλώνοντας ότι "το νέο σχήμα θα πρέπει να κάνει κι άλλες περικοπές και να διαμορφώσει ένα νέο επιχειρησιακό σχέδιο στην προσπάθεια να δημιουργηθεί μια νέα βιώσιμη κυπριακή αεροπορική εταιρεία". Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: μπορούν η κυβέρνηση, το πολιτικό μας σύστημα και οι ΚΑ να διαμορφώσουν ένα τέτοιο σχέδιο; Μόλις πριν τέσσερα χρόνια οι ΚΑ ήταν και πάλι στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Είχε καταρτιστεί τότε σχέδιο διάσωσης, τα αποτελέσματα του οποίου έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα. Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Ο τομέας των αερομεταφορών είναι φοβερά ανταγωνιστικός. Είναι φανερό ότι το Κυπριακό κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να διαχειριστεί επιτυχώς μια αεροπορική εταιρεία σε αυτό το περιβάλλον. Χωρίς την εμπλοκή στρατηγικού επενδυτή, το μέλλον της εταιρείας είναι ζοφερό.

Τα προβλήματα των ΚΑ δεν διαφέρουν από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ολόκληρος ο δημόσιος τομέας. Έχουν υπεράριθμο προσωπικό που αμείβεται με μισθούς που ουδεμία σχέση έχουν με την παραγωγικότητα. Όσο η εταιρεία ήταν μονοπώλιο, μπορούσε να περνά αυτό το κόστος στους καταναλωτές. Το άνοιγμα της αγοράς και η έκθεση της στον ανταγωνισμό έβγαλε στην επιφάνεια όλες τις αδυναμίες της. Η επιτυχής διαχείριση αυτών των προβλημάτων θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο για αντιμετώπιση παρόμοιων προβλημάτων σε όλο το δημόσιο τομέα.

Πολίτης, 5/9/2010