20 Μαΐου 2019

Διορισμοί: μια μεταρρύθμιση που δεν έγινε

[Ευρωκέρδος 209, Απρίλιος-Ιούνιος 2019]

Μια από τις μεγαλύτερες διαχρονικές αδυναμίες του Κυπριακού πολιτικού συστήματος, αφορά τον τρόπο επιλογής των ανθρώπων που θα στελεχώσουν δημόσιους και ημικρατικούς οργανισμούς, ανεξάρτητα συμβούλια και εποπτικές αρχές. Το θέμα είναι πάντα επίκαιρο, ιδιαίτερα όμως την τελευταία περίοδο λόγω του πορίσματος για το Συνεργατισμό και της διαδοχής στην Κεντρική Τράπεζα (σημείωση: το παρόν γράφτηκε πριν ανακοινωθεί η επιλογή για την ΚΤΚ).

Η θέση του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας αποτελεί καλό παράδειγμα γιατί είναι μια από τις σημαντικότερες σε κάθε κράτος, και είναι ταυτόχρονα και εξαιρετικά απαιτητική. Ένας διοικητής θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ήθος και εντιμότητα, να έχει άριστες γνώσεις οικονομικών και τραπεζικής, και ταυτόχρονα να έχει τις διοικητικές ικανότητες που χρειάζονται για να μπορεί να διευθύνει ένα μεγάλο οργανισμό (ειδικά όταν ο οργανισμός αντιμετωπίζει πολλά εσωτερικά προβλήματα, όπως η ΚΤΚ).

Με αυτά τα δεδομένα θα περίμενε κανείς ότι θα υπήρχε μια συστηματική διαδικασία αναζήτησης και επιλογής του κατάλληλου ανθρώπου για να αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο. Και όμως. Εδώ και μήνες διαβάζουμε στις εφημερίδες και στα ΜΚΔ διάφορα ονόματα που κυκλοφορούν. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει, πώς λειτουργεί η διαδικασία, πώς αξιολογούνται οι υποψήφιοι και με ποια κριτήρια. Όλα δείχνουν ότι επιλέγουμε διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας με τον ίδιο τρόπο που επιλέγουμε το κάθε μέλος διοικητικού συμβουλίου ενός ημικρατικού οργανισμού.

Το πόρισμα της ερευνητικής επιτροπής για τον Συνεργατισμό χωρίζεται σε δύο κύρια μέρη. Το πρώτο μέρος αφορά την προ του 2013 περίοδο, κατά την οποία ο Συνεργατισμός φορτώθηκε με τα προβληματικά δάνεια που επέφεραν τελικά την κατάρρευση. Η επιτροπή είναι καταπελτική για το ρόλο των κομμάτων στη διακυβέρνηση των Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων (ΣΠΙ) και για το διορισμό στις επιτροπείες των ΣΠΙ ατόμων χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα για τις θέσεις αυτές.

Το δεύτερο μέρος του πορίσματος αφορά τη διαχείριση των συσσωρευμένων προβλημάτων του Συνεργατισμού μετά το 2013. Παρά τα όσα είχαν προηγηθεί, το πάθημα δεν έγινε μάθημα. Δεν ακολουθήθηκαν αξιοκρατικές διαδικασίες επιλογής ανθρώπων για να στελεχώσουν το Συνεργατισμό σε αυτή την κρίσιμη καμπή. Το κράτος-ιδιοκτήτης δεν κράτησε τις απαραίτητες αποστάσεις από τη διεύθυνση του οργανισμού και δεν επέτρεψε την αμφισβήτηση και την αντιπαράθεση απόψεων που θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερες αποφάσεις.

Υπάρχει όμως και μια σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο περιόδων, η οποία πιστεύω δεν έχει αναδειχθεί στο βαθμό που θα έπρεπε. Την περίοδο πριν το 2013, βασικό κριτήριο επιλογής προσώπων ήταν η εξυπηρέτηση κομματικών συμφερόντων και ισορροπιών. Την περίοδο μετά το 2013 το στοιχείο αυτό εξακολουθεί μεν να υπάρχει, όμως είναι λιγότερο καθοριστικό. Το κυριότερο προσόν που φαίνεται να χρειάζεται κάποιος για να διοριστεί είναι να ανήκει σε ένα στενό επαγγελματικό/κοινωνικό κύκλο. Το κίνητρο δεν είναι (μόνο) το βόλεμα ημετέρων και η εξυπηρέτηση κομματικών συμφερόντων, αλλά η υπερβολική αυτοπεποίθηση που φτάνει στα όρια της αλαζονείας: εμείς ξέρουμε καλύτερα.

Πώς θα πρέπει να γίνονται οι διορισμοί σε μια ευνομούμενη χώρα; Καμία διαδικασία δεν είναι αψεγάδιαστη, όμως υπάρχουν καλές διεθνείς πρακτικές από τις οποίες μπορούμε να μάθουμε. Μια απλή διαδικασία είναι η εξής: (α) όλες οι θέσεις θα δημοσιοποιούνται, μαζί με τις ευθύνες και υποχρεώσεις που συνεπάγεται η κάθε μια και τα προσόντα που απαιτεί· (β) κάθε ενδιαφερόμενος θα μπορεί να υποβάλει αίτηση σε μια ανεξάρτητη επιτροπή η οποία θα αξιολογεί τους υποψήφιους· (γ) η επιτροπή θα υποβάλει μια έκθεση με τις συστάσεις της στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο έχει την τελική ευθύνη της επιλογής.

Στο τέλος βέβαια ακόμα και η πιο άψογη διαδικασία χρειάζεται και την κατάλληλη κουλτούρα αξιοκρατίας για να αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αυτή η μεταρρύθμιση στη νοοτροπία μας αποδεικνύεται η πιο δύσκολη.

5 Μαρτίου 2018

Οι ξένες επενδύσεις που χρειαζόμαστε

[Ευρωκέρδος, Μάρτιος-Απρίλιος 2018]

Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων έχει μεγάλη σημασία για μια οικονομία. Όλες οι επενδύσεις – ξένες και ντόπιες – αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας και δημιουργούν τις συνθήκες για μεγαλύτερη οικονομική ευμάρεια στο μέλλον. Η δυνατότητα μιας οικονομίας να επενδύσει από ντόπιους πόρους περιορίζεται από τις αποταμιευτικές συνήθειες των μελών της. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων αυξάνει τους διαθέσιμους πόρους για επενδύσεις. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στην Κύπρο των τελευταίων ετών γιατί οι διαθέσιμοι ντόπιοι πόροι ήταν περιορισμένοι, όπως περιορισμένες ήταν και οι επενδυτικές ευκαιρίες τοπικής εμβέλειας.

Όμως το μεγαλύτερο όφελος από τις ξένες επενδύσεις είναι ότι φέρνουν σε μια χώρα νέες ιδέες, τεχνολογία και τεχνογνωσία, οι οποίες διαχέονται και στην υπόλοιπη οικονομία και αυξάνουν την παραγωγικότητα της χώρας. Δημιουργούν ποιοτικές θέσεις εργασίας που συχνά υπερτερούν αυτών που προσφέρει η ντόπια οικονομία. Η Κίνα, και προηγουμένως η Κορέα και η Ιαπωνία, γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη ακολουθώντας αυτό ακριβώς το μοντέλο.

Στην Κύπρο για πολλά χρόνια κυριαρχούσε – και κυριαρχεί ακόμα – η  εσφαλμένη αντίληψη ότι η εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα από μόνη της αποτελεί επένδυση. Δίνονταν μάλιστα κίνητρα, παραχωρώντας άδεια παραμονής σε όσους κατέθεταν μερικά εκατομμύρια σε μια Κυπριακή τράπεζα. Αυτό γινόταν σε μια εποχή που οι τράπεζες είχαν πολύ περισσότερες καταθέσεις από όσες μπορούσαν να αξιοποιήσουν.

Η κατάθεση μετρητών σε μια τράπεζα ίσως είναι επένδυση για τον καταθέτη, δεν είναι όμως επένδυση για την οικονομία. Η κατάθεση μπορεί να μετατραπεί σε επένδυση αν η τράπεζα χρησιμοποιήσει αυτά τα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει κάποιο έργο. Αν αντί αυτού η τράπεζα χρηματοδοτήσει καταναλωτικές δαπάνες και αναλάβει αλόγιστα ρίσκα, τότε η ξένη «επένδυση» μπορεί να αποβεί καταστροφική. Όπως και έγινε. Συνεπώς η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων από μόνη της δεν αποφέρει σημαντικά οφέλη και παράλληλα δημιουργεί κινδύνους.

Αυτό που χρειάζεται η οικονομία είναι επενδύσεις. Κι εδώ όμως χρειάζεται προσοχή, γιατί δεν είναι όλες οι επενδύσεις όμοιες. Τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από διάφορα είδη επενδύσεων είναι πολύ διαφορετικά, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Στο χαμηλότερο σκαλί οφέλους βρίσκονται οι επενδύσεις σε ακίνητα. Τα άμεσα οφέλη από αυτού του είδους των επενδύσεων σχετίζονται με την κατασκευή των κατοικιών ή συναφών εργασιών. Επιπρόσθετα οφέλη μπορούν να προκύψουν αν οι αγοραστές εγκατασταθούν στην Κύπρο και δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά ή έστω από την καταναλωτική τους δραστηριότητα. Όμως τα μακροπρόθεσμα οφέλη είναι περιορισμένα, ειδικά αν οι αγοραστές των ακινήτων δεν τα χρησιμοποιούν συχνά γιατί τα αγόρασαν για άλλους σκοπούς, όπως η εξασφάλιση υπηκοότητας. Επιπλέον, οι επενδύσεις σε ακίνητα δημιουργούν στρεβλώσεις και κινδύνους στους οποίους έχω αναφερθεί σε προηγούμενό μου άρθρο (τεύχος 199, Ιούνιος-Ιούλιος 2017).

Οι ξένες επενδύσεις που αποφέρουν τα μεγαλύτερα οφέλη είναι αυτές που δημιουργούν νέο κεφάλαιο και διευρύνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Πολλές χώρες δημιούργησαν βιομηχανία με αυτόν τον τρόπο. Η Κύπρος δεν προσφέρεται για δημιουργία βιομηχανιών μεγάλης κλίμακας, όμως μπορούν να δημιουργηθούν ερευνητικά κέντρα ή εργαστήρια σε εξειδικευμένους τομείς υψηλής τεχνολογίας. Μικρές χώρες όπως το Ισραήλ, η Φινλανδία και η Εσθονία έχουν να επιδείξουν μεγάλες επιτυχίες από την επένδυση στη γνώση και την καινοτομία.

Τέλος, πολύ μεγάλα οφέλη μπορούν να προκύψουν από την προσέλκυση εταιρειών για εγκαθίδρυση στην Κύπρο των κεντρικών ή περιφερειακών τους γραφείων. Τέτοιες εταιρείες, πέρα από την επένδυση σε ακίνητα, θα χρησιμοποιήσουν επαγγελματικές υπηρεσίες λογιστών, δικηγόρων και άλλων. Θα δημιουργήσουν πολλές ποιοτικές θέσεις εργασίας, κάποιες εκ των οποίων θα πάνε σε Κύπριους, ενώ άλλες θα δοθούν σε ξένους, οι οποίοι θα εγκατασταθούν στην Κύπρο με τις οικογένειες τους και θα χρειαστούν στέγαση, διατροφή, σχολεία, ιατρικές υπηρεσίες, και πολλά άλλα. Επιπλέον, η τεχνογνωσία που θα φέρουν αυτές οι εταιρείες στην Κύπρο θα συμβάλει στην αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό ολόκληρης της οικονομίας.

Η επικέντρωση στις επενδύσεις σε ακίνητα είναι μια εύκολη λύση που αποφέρει μεγάλα κέρδη στους άμεσα εμπλεκόμενους, οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να τις προωθούν. Αντίθετα, η προσέλκυση επενδύσεων σε τομείς τεχνολογίας και η δημιουργία περιβάλλοντος για προσέλκυση εταιρειών δεν αποφέρουν άμεσο όφελος, και συνεπώς δεν έχουν προτεραιότητα. Όμως αυτές είναι οι επενδύσεις που πραγματικά χρειαζόμαστε, και σε αυτές θα πρέπει να εστιάσουν οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες.

15 Ιουνίου 2017

Το πρόβλημα με τα διαβατήρια

[Ευρωκέρδος 199, Ιούνιος-Ιούλιος 2017.]

Η Κυπριακή οικονομία καταγράφει ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης το τελευταίο διάστημα, με αποκορύφωμα το 3.3% του πρώτου τριμήνου του 2017. Πέρα από τον τουρισμό, η ανάπτυξη οφείλεται στην κτηματαγορά και τις κατασκευές, τομείς που επωφελούνται κυρίως από το σχέδιο πολιτογράφησης ξένων επενδυτών.

Πολλές χώρες έχουν καταρτίσει σχέδια προσέλκυσης ξένων επενδυτών με παραχώρηση υπηκοότητας ή μόνιμης διαμονής. Επί της αρχής, η ιδέα είναι καλή. Οι ξένοι επενδυτές μπορούν να φέρουν κεφάλαια, τεχνογνωσία και εμπειρία, και να πραγματοποιήσουν επενδύσεις που να συνεισφέρουν σημαντικά σε μια οικονομία, ειδικά όταν αυτή είναι μικρή όπως τη δική μας.  Το πρόβλημα είναι ότι τα περισσότερα σχέδια –περιλαμβανομένου και του Κυπριακού– δίνουν έμφαση σε επενδύσεις σε ακίνητα. Μια ξένη επένδυση σε ακίνητη περιουσία αποφέρει πολύ λιγότερα οφέλη από μια ισομεγέθη επένδυση σε δραστηριότητες όπως η ανέγερση ενός εργοστασίου, η δημιουργία ενός ερευνητικού εργαστηρίου ή η εγκατάσταση των κεντρικών γραφείων μιας εταιρείας. Αυτές οι δραστηριότητες δημιουργούν ελκυστικές θέσεις εργασίας, εισαγάγουν τεχνολογία και εμπειρογνωμοσύνη, και δημιουργούν ζήτηση για τοπικά προϊόντα και υπηρεσίες όπως σχολεία και εστιατόρια. Αποφέρουν συνεχή και μακροπρόθεσμα οφέλη που διανέμονται ευρέως σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.

Αντίθετα, τα οφέλη από τις επενδύσεις σε ακίνητα είναι βραχύβια και συγκεντρωμένα. Επωφελούνται κυρίως οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι εταιρείες ανάπτυξης γης, και οι μεσάζοντες που μεσολαβούν στις συναλλαγές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν οι νέοι πολίτες δεν έχουν καμία υποχρέωση διαμονής στη καινούρια τους πατρίδα, όπως ισχύει στην Κύπρο και κάποια νησάκια της Καραϊβικής και του Ειρηνικού. Kαι καταλήγουμε να έχουμε πολυτελή κτήρια-φαντάσματα.

Σχέδια προσέλκυσης επενδυτών μέσω της αγοράς γης οδηγούν σε τεχνητή αύξηση των τιμών των ακινήτων και συνεπώς σε δημιουργία υπεραξίας, ή άλλως οικονομικών προσόδων (rents). Όπως μας εξήγησε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο πριν 200 χρόνια, πρόσοδος είναι το υπερκέρδος που αποκομίζουν οι ιδιοκτήτες κάποιου σπάνιου συντελεστή παραγωγής χωρίς να κοπιάσουν ή να επενδύσουν, απλώς γιατί αυξήθηκε η τιμή του. Την εποχή του Ρικάρντο αυτός ο συντελεστής ήταν η γη και κερδισμένοι ήταν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες που την κληρονόμησαν. Την δική μας εποχή υπάρχει ένας επιπρόσθετος πόρος που τελεί σε σπανιότητα: η πληροφορία και οι διασυνδέσεις (προσωπικές, πολιτικές, ή άλλες). Πέραν των ιδιοκτητών γης λοιπόν, επωφελούνται όσοι γνωρίζουν το σύστημα και μπορούν να το αξιοποιήσουν προς ίδιον όφελος, εισπράττοντας έτσι ένα σημαντικό μερίδιο των προσόδων που δημιουργεί αυτή η κρατική πολιτική. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί πολιτικοί και άτομα συνδεδεμένα με αυτούς δραστηριοποιούνται σε αυτό τον τομέα. Το πρόσφατο παράδειγμα της οικογένειας του γαμπρού του Ντόναλντ Τραμπ είναι ενδεικτικό.

Πέρα από τον πλουτισμό των τυχερών ιδιοκτητών τους, η αύξηση των τιμών των ακινήτων δημιουργεί και άλλα προβλήματα. Το σημαντικότερο είναι ότι καθιστά άλλες επενδύσεις μη κερδοφόρες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται παραγκωνισμός επενδύσεων σε άλλους τομείς της οικονομίας. Οι τιμές των ακινήτων στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού έχουν ανέβει σε τέτοια επίπεδα όπου ουσιαστικά η μόνη συμφέρουσα επένδυση είναι η ανέγερση πύργων με διαμερίσματα για όσους ενδιαφέρονται για διαβατήρια. Δεν είναι συμφέρουσα, για παράδειγμα, η ανέγερση ενός καινούριου ξενοδοχείου. Πρόκειται για μια μορφή της Ολλανδικής νόσου: η μεγάλη ανάπτυξη ενός κλάδου της οικονομίας οδηγεί σε αύξηση των τιμών αγαθών και ακινήτων, καθώς και μισθών, σε τέτοιο βαθμό που καθιστά τους υπόλοιπους τομείς μη ανταγωνιστικούς και τους οδηγεί σε συρρίκνωση. Δημιουργείται εξάρτηση από ένα κλάδο της οικονομίας, και όταν αυτός σταματήσει να αναπτύσσεται δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα σε όλη την οικονομία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Κυπριακό σχέδιο προσέλκυσης επενδυτών είναι επιτυχημένο αν το κρίνουμε με βάση το ενδιαφέρον που προσέλκυσε και τη συνεισφορά του στην αναζωογόνηση του τομέα των κατασκευών, αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. Αν ήταν σε όλους κατανοητό ότι πρόκειται για ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της κρίσης, τότε οι αρνητικές του επιπτώσεις θα μπορούσαν να προσπεραστούν. Δυστυχώς όμως αυτό δεν φαίνεται να ισχύει. Η ευφορία που δημιουργείται από την εφήμερη ανάπτυξη δημιουργεί εφησυχασμό και υποσκάπτει τις προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό.

Η υπηκοότητα είναι δημόσιος πλούτος. Αν είναι να πωληθεί, πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε οι στρεβλώσεις να ελαχιστοποιούνται και τα οφέλη να διαχέονται σε όσο το δυνατό περισσότερους. Όπως έγραψε πρόσφατα το περιοδικό Economist, θα ήταν καλύτερο οι ενδιαφερόμενοι να βγάζουν μια επιταγή στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με τον τρόπο που εφαρμόζεται σήμερα, το σχέδιο ωφελεί τους λίγους και δημιουργεί τεράστιες στρεβλώσεις που αποθαρρύνουν τις επενδύσεις σε άλλους τομείς της οικονομίας. Χρειάζεται να επανεξεταστεί το συντομότερο, προτού προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά.

15 Μαρτίου 2017

Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι για μας

[Ευρωκέρδος 198, Μάρτης-Απρίλης 2017.]

Την περίοδο των συζητήσεων μετά την υπογραφή του μνημονίου είχα τοποθετηθεί ξεκάθαρα ότι ο καλύτερος δρόμος για την Κύπρο ήταν η πιστή εφαρμογή του μνημονίου. Το βασικό μου επιχείρημα ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονταν στο μνημόνιο ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η Κυπριακή οικονομία. Κατ’ ακρίβεια, οι περισσότερες ήταν μεταρρυθμίσεις που εμείς οι ίδιοι είχαμε διαπιστώσει στο παρελθόν ότι θα έπρεπε να κάνουμε αλλά δεν καταφέραμε να προχωρήσουμε. Τα παραδείγματα είναι πολλά: τοπική αυτοδιοίκηση, δημόσιος τομέας, διαχείριση ημικρατικών οργανισμών, σύστημα υγείας, ενίσχυση ανταγωνισμού και ρυθμιστικού πλαισίου.

Πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι ίσως το ΓΕΣΥ. Ένα σχέδιο που συζητήθηκε για πάρα πολλά χρόνια, ψηφίστηκε τελικά από τη Βουλή το 2001, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε. Είμαστε σήμερα στο 2017 και ακόμα συζητούμε αν και πώς θα υλοποιήσουμε μια μεταρρύθμιση που ψηφίστηκε πριν 16 χρόνια. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι μόνες σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην Κύπρο είναι αυτές που υποχρεωθήκαμε να κάνουμε, πρώτα λόγω εναρμόνισης με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και μετά λόγω μνημονίου. 

Γιατί δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να συμφωνήσουμε, να σχεδιάσουμε, και να υλοποιήσουμε μεταρρυθμίσεις; Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες είναι το πολιτικό μας σύστημα. Το προεδρικό σύστημα δεν διασφαλίζει πλειοψηφία στη Βουλή για την εκάστοτε κυβέρνηση. Ο πρόεδρος εκλέγεται συνήθως στη βάση πρόσκαιρων συμμαχιών και χωρίς να υπάρχει κοινά αποδεκτό πολιτικά πρόγραμμα. Ακόμα και όταν τέτοιο πρόγραμμα υπάρχει, αυτό καταγράφει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή διαφόρων φιλοσοφιών και αναπόφευκτα καταλήγει να είναι γενικόλογο και άτολμο.

Στο πιο πάνω συντείνει σημαντικά και ο παράγοντας Κυπριακό. Οι πρόεδροι εκλέγονται κυρίως για να διαχειριστούν το Κυπριακό και οι πολιτικές συμμαχίες διαμορφώνονται σε αυτή τη βάση. Ως αποτέλεσμα, όλα τα υπόλοιπα περνούν σε δεύτερη μοίρα.

Όλοι εμείς που βλέπουμε την αναγκαιότητα για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό του Κυπριακού κράτους ελπίζαμε ότι η κρίση – με όλα τα αρνητικά της – θα αποτελούσε και μια ευκαιρία για να γίνουν ριζοσπαστικές αλλαγές. Δυστυχώς οι προσδοκίες μας δεν επαληθεύτηκαν. Η μεταρρυθμιστική διάθεση διήρκησε κάτι περισσότερο από ένα χρόνο και περιορίστηκε στα εντελώς απαραίτητα για την αποκατάσταση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και για τη διόρθωση των δημοσίων οικονομικών.

Η κυβέρνηση παρουσίασε μια συνέπεια στις φραστικές διακηρύξεις υπέρ της εφαρμογής του μνημονίου και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Όμως ήταν φανερό από πολύ νωρίς ότι στο ανώτατο επίπεδο δεν υπήρχε καμία διάθεση για σύγκρουση με συμφέροντα και κατεστημένα. Η τελευταία υποχώρηση του Προέδρου σε σχέση με τους νοσηλευτές είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ούτε βέβαια από την πλευρά της αντιπολίτευσης υπήρξε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πίεση· αντιθέτως, η στάση της χαρακτηριζόταν από συντηρητισμό και στείρο αρνητισμό.

Υπάρχει ελπίδα; Όσο και να προσπαθήσει κανείς, δύσκολα θα βρει λόγους αισιοδοξίας. Ουσιαστικά έχουμε μπει σε προεκλογική περίοδο και σε διαδικασία πλειοδοσίας υποσχέσεων. Σε αντίθεση με αυτό που παρατηρείται διεθνώς, δεν βλέπουμε καμία αντι-συστημική δύναμη, κανένα κύμα λαϊκής οργής. Έχουμε στη Βουλή οκτώ κόμματα, αλλά κανένα δεν προσφέρει στους πολίτες κάτι καινούριο ή διαφορετικό. Μη μου τους κύκλους τάραττε, αυτός είναι ο Κυπριακός τρόπος.

15 Δεκεμβρίου 2016

The trouble with selling passports

[Accountancy Cyprus, No. 125, December 2016.]
 
The Cypriot economy grew at a healthy rate of close to 3% in 2016. A record year for tourism drove much of this growth. The real estate and construction sectors have also picked up significantly, thanks to a large extent to the government’s “citizenship by investment” program. The government recently touted the program’s success, claiming that it brought in €4 billion since 2013. But it also admitted that it is facing criticism from other European countries over the program and Minister of the Interior Socratis Hasicos blamed some companies he did not name for abusing the scheme and giving Cyprus a bad name.

Cyprus is neither the first nor the only country to offer citizenship or permanent residency to high net worth individuals in return for some form of capital inflow. In principle, there is nothing wrong with this idea. Offering citizenship to investors and entrepreneurs who will come in and make significant contributions to a country’s economy is certainly a worthwhile proposition.

The problem is that in practice these schemes are often attached to investments in real estate. There are several reasons why real estate investment does not bring in as many benefits as other types of foreign direct investment, such as the building of a factory or research facility, or the establishment of new company headquarters. These activities bring significant benefits in the form of high quality jobs, importation of technology and know-how, and demand for local services such as restaurants and schools. These are long term benefits that are spread widely across the population.
By contrast, benefits from real estate investment are mostly temporary and highly concentrated. They primarily benefit a small number of large property owners and developers, and to a lesser extent the lawyers and accountants who provide the supporting services. This is particularly so when the new citizens do not actually spend much time in their new country. If someone buys an expensive apartment that sits empty most of the time, there is little additional benefit to the local economy other than what the apartment’s seller receives. If many apartments in a building are empty for this reason, we end up with ghost buildings.

But the most dangerous aspect of large scale real estate investment is the creation of distortions that can be very detrimental to the objective of balanced and sustainable growth. The requirement of a minimum level of investment sets an effective price floor for high-end real estate and pushes up prices across the economy. This creates a ‘Dutch disease’ type of situation. Real estate becomes so expensive that it discourages investment in other sectors of the economy. We have seen this recently in Cyprus when two of the three candidates for the casino development pulled out, reportedly because they were unable to secure reasonably priced land.

One could argue that the program served a useful purpose as it helped clear the stock of apartments and houses that were built during the years of the property bubble. There is some merit to this argument, but the scheme should be recognized for what it is: the use of public property (passports) to bail out the country’s big developers. If the developers used the revenue to pay off their loans, then this can be said to have served a useful purpose, despite the down side in terms of inflated property prices.

Unfortunately we have now moved into the second, more dangerous phase of the program, where entire new developments are being put up with the exclusive purpose of serving citizenship seekers. This benefits developers and the construction sector, but at the cost of even greater economic distortions: in the short-term the citizenship program was distorting prices, in the long-term it distorts investment. Productive resources are being put into use to create developments that only have value because of the citizenship scheme. If the scheme goes – which is likely given concerns expressed by the European Commission and the OECD, among others – then the investments will be stranded.
Citizenship is a public good. If a country wants to sell it, it should so in way that distortions are minimized and as many people as possible benefit from it. By contrast, the current Cypriot program is channeling huge economic rents into the hands of a very small number of beneficiaries, while at the same time creating distortions that discourage investment in other sectors of the economy. It needs to be ended immediately before further damage is done.