11 Μαρτίου 2014

Ανισότητα: Η μεγάλη πρόκληση

Δημοσιεύτηκε στο TheTOC στις 11 Μαρτίου 2014

Το ζήτημα της ανισότητας παρουσιάζει δύο πρόσωπα. Από τη μια, η ανισότητα μεταξύ χωρών μειώνεται σταθερά καθώς όλο και περισσότερες χώρες εντάσσονται στο διεθνές οικονομικό σύστημα και αποκομίζουν τα σχετικά οφέλη. Η ανάπτυξη της Κίνας από μόνη της έχει ανεβάσει αισθητά το βιοτικό επίπεδο εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Έχει μειωθεί λοιπόν σημαντικά ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.

Από την άλλη, παρατηρείται μια αύξηση της ανισότητας στο εσωτερικό των χωρών, τόσο ανεπτυγμένων όσο και αναπτυσσόμενων όπως η Κίνα. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα περισσότερα οφέλη από την ανάπτυξη της τελευταίας 40ετίας έχουν καταλήξει στο πλουσιότερο 1% του πληθυσμού ενώ για τη μάζα του πληθυσμού τα πραγματικά εισοδήματα έχουν μείνει ουσιαστικά στάσιμα. Η τάση αυτή ήρθε να αντιστρέψει τη λεγόμενη Μεγάλη Συμπίεση που παρατηρήθηκε την περίοδο από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη δεκαετία του 1970, όταν είχε παρατηρηθεί μια σημαντική μείωση της ανισότητας.

Η Μεγάλη Συμπίεση ήταν ο κύριος λόγος που η κατανομή του εισοδήματος δεν είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τους οικονομολόγους για πολλές δεκαετίες. Τα πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια καθώς η προσεκτική ανάλυση ιστορικών δεδομένων έχει αναδείξει φαινόμενα και τάσεις που ανατρέπουν τις μέχρι τώρα επικρατούσες απόψεις. Για μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που αναλογούσε στην εργασία παρέμενε σταθερό. Είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αυτή ήταν ίσως η φυσική έκβαση του συστήματος. Η πεποίθηση αυτή ανατρέπεται σήμερα καθώς τα στοιχεία καταγράφουν μια σημαντική μείωση του μεριδίου της εργασίας, η οποία παρατηρείται σε πολλές χώρες και πολλούς τομείς της οικονομίας.

Ένας άλλος χρήσιμος δείκτης είναι ο λόγος του αποθέματος κεφαλαίου ως προς το εισόδημα μιας χώρας. Όσο πιο μεγάλος είναι ο λόγος, τόσο μεγαλύτερη και πιο παγιωμένη η ανισότητα. Ο δείκτης παρουσίασε μια σημαντική μείωση την περίοδο του μεσοπολέμου, παρουσιάζει όμως μια αυξητική πορεία τα τελευταία 30 χρόνια.

Οι πλείστες εξηγήσεις αυτών των αλλαγών περιστρέφονται γύρω από δύο εξελίξεις: την τεχνολογική πρόοδο και την παγκοσμιοποίηση. Η βελτίωση της τεχνολογίας, κυρίως στην πληροφορική, μείωσε τις τιμές των επενδυτικών αγαθών και ώθησε τις επιχειρήσεις να υποκαταστήσουν την εργασία με κεφάλαιο. Από την πλευρά της, η παγκοσμιοποίηση προσέφερε μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες στο κεφάλαιο και πολλά οφέλη στους καλά καταρτισμένους εργαζόμενους, από την άλλη όμως ο αυξημένος ανταγωνισμός από τις αναπτυσσόμενες χώρες συμπίεσε τα εισοδήματα μεγάλων τάξεων εργαζομένων στις ανεπτυγμένες χώρες.

Πέραν λοιπόν της αύξησης της ανισότητας υπέρ του κεφαλαίου, παρατηρείται και αυξημένη ανισότητα ανάμεσα στους ίδιους τους εργαζομένους. Η οικονομία των ανεπτυγμένων χωρών αμείβει σήμερα πλουσιοπάροχα τα σπάνια ταλέντα, τους «σούπερ σταρ» αθλητές, καλλιτέχνες και στελέχη επιχειρήσεων. Αμείβει επίσης πολύ καλά τους εργαζόμενους στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής, τομείς όπου οι χώρες αυτές υπερέχουν σημαντικά των αναπτυσσόμενων χωρών. Αντίθετα, εργαζόμενοι σε παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας που αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό από τις αναπτυσσόμενες χώρες βλέπουν τα εισοδήματά τους να μένουν καθηλωμένα.
Η αυξημένη ανισότητα αποτελεί απειλή για την κοινωνική σταθερότητα. Ασφαλώς η λύση δεν μπορεί να είναι η αντιστροφή της τεχνολογικής προόδου και της παγκοσμιοποίησης. Η ανθρωπότητα έχει κερδίσει πολλά από αυτά τα δύο φαινόμενα. Πρέπει όμως να βρει τρόπους καλύτερης κατανομής των οφελών που προκύπτουν. Μια καλή αρχή θα ήταν να διασφαλιστεί ότι το κεφάλαιο συνεισφέρει στα δημόσια ταμεία το μερίδιο που του αναλογεί με βάση τα κέρδη που αποκομίζει. Όμως το Α και το Ω οποιασδήποτε προσπάθειας πρέπει να είναι η παιδεία. Η παιδεία είναι ο σημαντικότερος μηχανισμός κοινωνικής ανέλιξης και το μέσο που θα δώσει στους εργαζόμενους τα εφόδια και τις δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο στη ανταγωνιστική οικονομία του 21ου αιώνα.

2 Μαρτίου 2014

Ο πρώτος χρόνος της κυβέρνησης



Σχόλιο στον Πολίτη, 3 Μαρτίου 2014
 
Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ένα πιο τραυματικό πρώτο μήνα διακυβέρνησης από αυτόν που πέρασε η κυβέρνηση Νίκου Αναστασιάδη. Ευρισκόμενη υπό έντονη πίεση στο Eurogroup της 15ης Μαρτίου, η κυβέρνηση συναίνεσε σε μια απόφαση που ασφαλώς δεν ήταν ευχάριστη αλλά ούτε και η καλύτερη που θα μπορούσε να είχε παρθεί, έδινε όμως μια διέξοδο σε ένα τεράστιο πρόβλημα. Δυστυχώς η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να ορθώσει ανάστημα στην υστερία που δημιουργήθηκε με αποτέλεσμα την απόρριψη από τη Βουλή της απόφασης του Eurogroup χωρίς να υπάρχει στο τραπέζι εναλλακτική πρόταση. Όσα ακολούθησαν εκείνη τη βδομάδα διέσυραν την εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό και οδήγησαν στο δεύτερο και πολύ πιο οδυνηρό Eurogroup

Μετά το αρχικό σοκ η κυβέρνηση ανασκουμπώθηκε και ενήργησε με αποφασιστικότητα. Έκρινε – ορθά πιστεύω – ότι ο δρόμος του μνημονίου ήταν μεν οδυνηρός, ήταν όμως προτιμότερος για την Κύπρο από την εναλλακτική επιλογή της χρεωκοπίας και εξόδου από την ευρωζώνη και πιθανότατα και από την ΕΕ. Δεσμεύτηκε στην πιστή εφαρμογή του μνημονίου, κάτι που πέτυχε σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Στην πορεία έγιναν και λάθη, με μεγαλύτερο ίσως την ανοιχτή σύγκρουση με τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Όμως σε γενικές γραμμές η κυβερνητική πολιτική κινήθηκε στην ορθή κατεύθυνση και συνέτεινε στο να περιοριστεί η ύφεση σε αρκετά χαμηλότερα από τα αναμενόμενα επίπεδα.

Οι μεγαλύτερες προκλήσεις είναι όμως ακόμα μπροστά μας. Ο τραπεζικός τομέας χρειάζεται ακόμα πολύ χρόνο μέχρι να επανέλθει στην ομαλότητα. Η έλλειψη ρευστότητας και η ανάγκη για απομόχλευση θα αποτελούν τροχοπέδη στην προσπάθεια για επάνοδο στην ανάπτυξη. Η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μόλις τώρα αρχίσει. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η υλοποίηση του ΓΕΣΥ και η μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα είναι μεγάλες προκλήσεις που χρειάζονται σκληρή δουλειά και πολιτική βούληση για σύγκρουση με κατεστημένα. Πρέπει να προχωρήσουν, όχι γιατί το λέει το μνημόνιο αλλά γιατί το έχει ανάγκη η Κύπρος.

16 Φεβρουαρίου 2014

Η τρίτη αξιολόγηση

Συνέντευξη στον Γιώργο Φράγκο, Φιλελεύθερος



Πως αξιολογείτε τη νέα αξιολόγηση της Τρόικας;

Η αξιολόγηση είναι θετική για την Κύπρο, και αυτό είναι ασφαλώς κάτι που πρέπει να μας ικανοποιεί. Η οικονομία επιδεικνύει μεγαλύτερες αντοχές από ότι περιμέναμε και η ύφεση το 2013 περιορίστηκε πολύ πιο κάτω από ότι περίμενε η Τρόικα αλλά και οι περισσότεροι αναλυτές. Μοναδική ίσως εξαίρεση ήταν η πρόβλεψη του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου, που από το περασμένο καλοκαίρι τοποθετούσε την ύφεση περίπου στα επίπεδα που κατέληξε. Μικρότερη ύφεση από την αναμενόμενη σημαίνει και καλύτερες επιδόσεις στα δημοσιονομικά. Έτσι σε αυτή τη διάσταση έχουμε ξεπεράσει τους στόχους, κάτι που μας δίνει κάποια περιθώρια ευελιξίας στο μέλλον.

Βέβαια δεν ξεχνούμε ότι παρόλο που η ύφεση είναι μικρότερη της αναμενόμενης, δεν παύει να είναι μια ύφεση της τάξης του 6%, με την ανεργία να κινείται στο 17-18%. Ειδικά η ανεργία δημιουργεί μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, ιδίως όταν γίνεται χρόνια. Μόνο η ανάπτυξη μπορεί να λύσει οριστικά το πρόβλημα, και αυτός πρέπει να είναι ο στόχος.

Στα διαρθρωτικά ζητήματα παρατηρούνται μικρές καθυστερήσεις. Η Τρόικα τις έχει επισημάνει αλλά φαίνεται να δείχνει κατανόηση μέχρι στιγμής γιατί αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για δύσκολα εγχειρήματα για τα οποία απαιτείται σωστός προγραμματισμός και ότι η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε κωλυσιεργία. Όμως τα περιθώρια στενεύουν και την επόμενη φορά θα πρέπει να δείξουμε έργο. 


Το νέο επικαιροποιημένο μνημόνιο κρίνεται επαχθέστερο ή ηπιότερο για μας;

Δεν έχω δει ακόμα το πλήρες επικαιροποιημένο μνημόνιο, αλλά εξ όσων έχουμε ακούσει δεν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές. Αυτό είναι και το αναμενόμενο, αφού επικαιροποίηση δεν σημαίνει νέο μνημόνιο αλλά καταγραφή των νέων δεδομένων και της προόδου που έχει επιτευχθεί. Νέο μνημόνιο θα χρειαστεί μόνο αν στο τέλος της τριετίας η Κύπρος δεν είναι ακόμα σε θέση να δανειστεί από τις αγορές και θα χρειαστεί νέο δανεισμό από την Τρόικα. Αν τα πράγματα συνεχίσουν να οδεύουν θετικά, λογικά δεν θα χρειαστεί κάτι τέτοιο. Πρέπει όμως να είμαστε σε εγρήγορση και να δείξουμε αποφασιστικότητα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.

Ποιος είναι ο νέος οικονομικός Γολγοθάς ο οποίος ορθώνεται μπροστά μας και τον οποίο οφείλουμε ν’ ανεβούμε;

Η Κυπριακή οικονομία περνά από μια φάση διόρθωσης. Τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης είχαν δημιουργηθεί μεγάλες ανισορροπίες. Η οικονομία βρισκόταν σε μια πορεία μη βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία στηριζόταν σε δανεικά και σε πρόσκαιρη υπερ-δραστηριότητα στις κατασκευές και τα ακίνητα. Η διόρθωση ήταν αναπόφευκτη. Δυστυχώς το μέγεθος της προσαρμογής (το ύψος του Γολγοθά αν θέλετε) έγινε πολύ μεγαλύτερο από ότι θα μπορούσε να ήταν λόγω μιας σειράς από λάθη πολιτικής, τόσο δικά μας όσο και άλλων. 

Τελικά για τους ημικρατικούς ισχύει το ρητό το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο;

Δεν είναι θέμα πεπρωμένου, είναι θέμα δημοσίου συμφέροντος. Να διευκρινίσω ότι όταν μιλούμε για ιδιωτικοποιήσεις ουσιαστικά μιλούμε για τη Cyta. Το επισημαίνω αυτό διότι η περισσότερη κριτική είτε κινείται σε κάποιο θεωρητικό/ιδεολογικό επίπεδο στο οποίο είναι αδύνατο να γίνει συζήτηση με επιχειρήματα, είτε επικαλείται παραδείγματα ιδιωτικοποιήσεων που παρουσίασαν προβλήματα όπως οι σιδηρόδρομοι στη Βρετανία ή η ηλεκτροπαραγωγή στη Βουλγαρία. Στην Κύπρο δεν θα ιδιωτικοποιήσουμε τους σιδηροδρόμους μας (ευτυχώς δεν έχουμε), και την ιδιωτικοποίηση της ΑΗΚ την έχουμε μεταθέσει χρονικά γιατί ακριβώς θέλουμε να την προγραμματίσουμε σωστά για να αποφύγουμε προβλήματα που έχουν παρατηρηθεί σε άλλες χώρες. Αρθρογραφώ για το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων εδώ και πολλά χρόνια και πάντα τόνιζα την ανάγκη διαφάνειας και σωστού σχεδιασμού, ειδικά στον τομέα της ενέργειας.

Στην περίπτωση της Cyta τα πράγματα είναι αρκετά πιο απλά. Οι τηλεπικοινωνίες είναι ένας τομέας όπου οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν πετυχημένες σε όλο τον κόσμο και παρουσίασαν πολύ λίγα προβλήματα. Στην Κυπριακή αγορά υπάρχει ήδη ανταγωνισμός καθώς και μια ρυθμιστική αρχή με δέκα χρόνια εμπειρίας που έχει δώσει μέχρι τώρα καλά δείγματα γραφής. Αυτά τα δεδομένα περιορίζουν στο ελάχιστο τις όποιες ανησυχίες για δημιουργία ιδιωτικού μονοπωλίου.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ιδιωτικοποίηση δεν είναι μόνο θέμα εσόδων. Τα έσοδα είναι βέβαια σημαντικός παράγοντας, διότι αν δεν εισπραχθεί αυτό το ποσό από τις ιδιωτικοποιήσεις θα πρέπει να εισπραχθεί από κάπου αλλού ή να φορτωθεί στο χρέος και να επιβαρύνει τους πολίτες. Ας σημειωθεί ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι ο μόνος τρόπος μείωσης του χρέους που δεν αφαιρεί ρευστότητα από την οικονομία, νοουμένου ότι οι αγοραστές θα είναι ξένοι.

Επιπλέον όμως, θα υπάρξουν και άλλα οφέλη. Είναι γνωστό – και έχει επιβεβαιωθεί και από τα πρόσφατα γεγονότα – ότι οι ημικρατικοί οργανισμοί αποτελούν πεδίο δράσης διαφόρων κομματικών, συνδικαλιστικών και άλλων συμφερόντων. Οι ιδιωτικοποιήσεις θα ελαχιστοποιήσουν αυτά τα φαινόμενα και θα περιορίσουν σημαντικά την πελατειακή σχέση κομμάτων-ψηφοφόρων. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι επίσης ένας τρόπος προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, κάτι που η οικονομία μας έχει μεγάλη ανάγκη ειδικά αυτή την περίοδο. Τέλος, οι ιδιωτικοποιήσεις θα αυξήσουν την αποτελεσματικότητα των οργανισμών και θα τους κάνουν καλύτερους. Ακόμα και οι ίδιοι οι υπάλληλοι των οργανισμών θα ωφεληθούν από μια μετάβαση σε ένα νέο καθεστώς όπου οι προσλήψεις και οι προαγωγές δεν θα γίνονται στη βάση κομματικών ή προσωπικών κριτηρίων αλλά με βάση την αξία και την επίδοση του καθενός. 


Σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα εκτιμάτε ότι μπορούν ή πρέπει να υπάρξουν σύντομα ουσιαστικές εξελίξεις τόσο για τα προβληματικά δάνεια όσο και για τα περιοριστικά μέτρα;

Ο τραπεζικός τομέας είναι το μεγάλο αγκάθι. Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει μια σειρά από θετικές κινήσεις που δίνουν ελπίδες για σταθεροποίηση του τομέα και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Όμως τα προβληματικά δάνεια είναι σε πολύ ψηλά επίπεδα και η διευθέτησή τους θα πάρει πολύ χρόνο. Μέχρι να γίνει αυτό, οι τράπεζες δεν θα είναι σε θέση να προσφέρουν το δανεισμό που χρειάζεται η οικονομία. Η περιορισμένη ρευστότητα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η οικονομία μας μεσοπρόθεσμα.

Πέραν την προσφοράς, πρόβλημα υπάρχει και στην πλευρά της ζήτησης. Οι Κυπριακές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα και βρίσκονται σε μια φάση απομόχλευσης. Η δυνατότητά τους να δανειστούν για να προβούν σε επενδύσεις είναι περιορισμένη, ακόμα και αν υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες και τραπεζικά κεφάλαια. Αυτό θα καθυστερήσει την επάνοδο της οικονομίας σε ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, εκτός και αν μπορέσουμε να προσελκύσουμε επενδύσεις από το εξωτερικό. Αυτή πρέπει να είναι και μια από τις κύριες προτεραιότητες της κυβέρνησης.

6 Αυγούστου 2013

Greek Myths: "Cyprus Pays for Its Own Failures"

On August 6th the Brookings Institution circulated a collection of papers titled "Greek Myths and Reality." The publication was timed to coincide with Greek Prime Minister Samaras' visit to the US and its purpose was to discuss - and possibly debunk - several myths about Greece and its current crisis. My contribution to this collection discusses whether it is fair to say that "Cyprus Pays for Its Own Failures." Read on.





An untimely experiment
In March 2013 Cyprus became the fourth Eurozone country to receive a rescue package from the troika of international lenders. It was perhaps the most controversial of the four agreements because of the “bail-in” element: for the first time, depositor money was to be used to recapitalize banks in trouble. The idea had been quietly discussed in policy circles for many months but its actual implementation in Cyprus came as a surprise to most and caused a stir. The inclusion of secured depositors in the original haircut decision was indeed a stunning outcome that has been subject to serious criticism.

The economic principle behind the bail-in is sound. Rather than being bailed out with state (taxpayer) support, ailing banks must self-finance their capital shortfalls by bailing in bondholders and – if necessary – depositors. This is a move in the right direction, yet there are several reasons why March 15, 2013 was not the right time to begin implementing it:
  1. A formal framework for bail-ins did not exist at the time and the decision was applied in Cyprus in a haphazard and improvised manner. For example, there was no distinction between long-term deposits earning high returns and short-term deposits in current accounts. As a result, many companies lost large chunks of their working capital, leading to severe liquidity problems in the daily functioning of the economy. At least, we seem to have learned our lesson: the draft EU directive agreed upon in June has explicit provisions to protect small businesses.
  2. Rules must be clear ahead of time. People who deposited their money at the banks were not aware that a bail-in was a policy option.
  3. The bail-in was applied to Cyprus’ two systemic banks and effectively decimated the country’s banking sector.
  4. Cypriot banks are deposit-based and had very few outstanding bonds. As a result, the burden fell almost exclusively on unsuspecting depositors. 
  5. There was no prior assessment of the impact of the bail-in on the Cyprus economy.

The economic consequences of the bail-in are nothing short of catastrophic. Total depositor losses have been estimated at around €8.3 billion, or 46% of GDP (€17.9 billion in 2012). The financial and business services sector that had been the most important growth engine for the Cypriot economy for the last several years has been crippled and there is nothing on the horizon to pick up the slack. It may take years to rebuild the image and credibility of Cyprus and develop new export sectors. The decision to shrink the banking sector to half its size overnight has resulted in a liquidity crunch that will stifle growth prospects for the short to medium term. Most analysts expect a contraction of 20-25% over the next three years. Unemployment was already at 15% prior to the haircut and is bound to rise well above 20%.

Did Cyprus really deserve this? Why was such a blunt and untested instrument used with little apparent regard for its tremendous social cost? Was there no alternative path that would provide Cyprus with the necessary support in a manner consistent with EU principles but without causing so much social disruption?

Ring-fencing Greece
Europe should have shown more solidarity towards Cyprus. It could have recognized the fact that the economic woes of Cyprus were to a large extent due to Europe’s poor handling of the Greek crisis, including the mistimed haircut of Greek government bonds that cost Cypriot banks €4.5 billion (25% of GDP). The prolonged recession in Greece hurt Cypriot banks even more as they had extensive operations in Greece. Cypriot banks in Greece were in effect Greek banks, one of them being actually managed by a Greek group. It would have been justified to make provisions for capitalizing the Greek operations of Cypriot banks the same way that Greek banks were capitalized after the losses they took as a result of the Greek haircut.

On the contrary, Cyprus was doubly penalized. When the depositor bail-in was put on the table, the troika insisted that deposits in Cypriot banks in Greece should be exempt. The intent was clear. After a long and painful slog, the Greek economy was finally beginning to turn around. The last thing the troika wanted was to see the Greek banking system implode as a result of the bail-in of Cypriot banks. Thus, the solution adopted was to exempt Greek deposits from the haircut. It may have protected Greece but at the expense of depositors in Cyprus. Furthermore, the troika insisted that Greek operations of Cypriot banks be sold off to Greek banks, thus leading to an indirect transfer on top of the big losses already incurred because of the crisis in Greece. Thus in trying to save Greece and also cut off any transmission mechanism to the rest of the Eurozone, Europe decided to offload the cost to Cyprus – and many people think it is rather unfair.

A faulty model?
Many people have criticized the existence within Europe of low-tax jurisdictions, such as Cyprus, that serve as financial and business centers. Germany in particular has long been in favor of tax harmonization across Europe. The German finance minister, Wolfgang Schäuble, stated on several occasions that Cyprus model had failed and the country needed to chart a new course, while French finance minister, Pierre Moscovici, went so far as to call Cyprus “a casino economy”. 

What exactly was the Cypriot business model? In the aftermath of the Turkish invasion that devastated the island’s economy, Cyprus decided to fashion itself as a financial and business center. The main attraction was a low corporate tax rate for international businesses, complemented by a good location and climate, a common law-based legal framework and the high quality services provided by UK-educated accountants and lawyers. This was highly successful and the sector became the most important growth engine, especially after Cyprus joined the EU in 2004. This growth was accompanied by a large expansion of the banking sector to nine times GDP in 2009. The rapid expansion of the banking sector caused problems. Armed with plentiful liquidity, the banks financed business and consumer loans, a construction boom in Cyprus and rapid expansion abroad, especially in Greece, where they created extensive branch networks and invested in government bonds. Ex-ante, the expansion abroad could have been part of a well-designed diversification strategy. Ex-post, it turned into a disaster as exposure to the Greek economy brought the banks to their knees.

Given the outcome, it is easy to concur with the conclusion that the model has failed (though it is still difficult to come to terms with the “casino economy” reference). But it is important to understand exactly where the failure lies. Cyprus failed in letting its banking sector get too large and expand too quickly and recklessly. This does not render the strategy of a country specializing in the provision of business services as a failure. For the last twenty years Cyprus has invested in building an infrastructure that is designed to serve the needs of the international business community. It has established itself as a place where one can receive high quality accounting, legal and other business services at competitive rates. Many other countries, including several European ones, have followed similar strategies. There is nothing legally or morally wrong with being a business center, as long as the rules are followed and the banks are kept under tight control.

Did Cyprus follow the rules? In the months leading up to the March 2013 decision, the German press painted a picture of Cyprus as a laundering center for the ill-gotten gains of Russian oligarchs. This created a negative political climate and provided the moral justification for the country’s harsh treatment. Is there any truth to these allegations? Cyprus had in fact acquired a bad reputation for money-laundering in the 1990s. But in preparing for EU accession, it completely revamped its regulatory framework to meet European standards. International organizations like Moneyval rated Cyprus equally high with many other European countries for its anti-money laundering (AML) procedures. A more in-depth investigation specially commissioned by the troika pointed out weaknesses in the implementation of AML procedures in Cyprus but did not uncover anything that would justify shutting down the country’s international business sector.

Cyprus is perhaps paying for old sins and for electoral brinksmanship in other countries. The irony is that by recapitalizing the Bank of Cyprus using depositor money, the Eurogroup has handed ownership of the bank to its big depositors - purportedly those same Russian oligarchs! In reality, the vast majority of Russians with money in Cyprus are said to be owners of small and medium sized businesses rather than oligarchs (should we call them polyarchs?), while big depositors include many Cypriot pension funds, provident funds, and 401k-type investment plans who saw their savings wiped out.

Too high a price
Cyprus has made many mistakes. It allowed its banking sector to get too large and to expand quickly and recklessly abroad. It indulged in a decade of over-borrowing and over-consumption. When the international crisis first hit in 2008, it failed to appreciate the extent of the possible repercussions. Even after the Greek debt restructuring, the Cypriot government seemed oblivious to the blatantly obvious and failed to take any meaningful corrective action.

It is now time to pay the bill for these mistakes. This is perfectly acceptable, except that the bill is unjustifiably high. Cyprus is not paying just for its own mistakes. It is paying for a series of policy mistakes committed by the EU over the handling of the debt crisis. It is paying for the fact that it is small and thus can serve both as a testing ground and as an example to other profligate countries. This may be an instructive tool and an effective disciplining approach, but it hardly abides by the principles of fairness and solidarity espoused by the European Union. As it watches yet another European country sink into depression, the EU needs to take a long, hard look in the mirror.