Στην Κύπρο όταν μιλούμε για χαμένες ευκαιρίες συνήθως αναφερόμαστε στο Κυπριακό. Από τώρα θα μπορούμε να χρησιμοποιούμε αυτό το λεκτικό και για την οικονομία. Η ψήφιση του προϋπολογισμού του 2011 σφράγισε την απώλεια μιας μεγάλης ευκαιρίας για την επίτευξη αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στην Κυπριακή οικονομία. Η πολιτικά ήρεμη και χωρίς εκλογικές διαδικασίες περίοδος των τελευταίων 15 μηνών προσφερόταν για νηφάλιο προβληματισμό και επίτευξη συναίνεσης στα κρίσιμα και επείγοντα ζητήματα, με πρώτο και κύριο το δημοσιονομικό. Τα κόμματα ΔΗΣΥ και ΔΗΚΟ παρουσιάζονταν έτοιμα να αναλάβουν μέρος του πολιτικού κόστους, όμως η κυβέρνηση δεν προχώρησε, είτε γιατί δεν τολμούσε είτε γιατί δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος των προβλημάτων. Οι εξαγγελίες που γίνονται τώρα για έναρξη διαλόγου δεν δημιουργούν αισιοδοξία γιατί μπαίνουμε σε μια περίοδο διεργασιών στο Κυπριακό η οποία ακολουθείται από εκλογές το Μάιο (βουλευτικές) και το Δεκέμβριο (δημοτικές). Είναι αμφίβολο κατά πόσον η κυβέρνηση και τα κόμματα θα μπορέσουν να πάρουν δύσκολες αποφάσεις σε αυτές τις συνθήκες.
Αυτό που ανησυχεί κυρίως είναι η απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Για μήνες ολόκληρους το κύριο θέμα που απασχόλησε το δημόσιο διάλογο ήταν κατά πόσον το έλλειμμα για το 2010 θα ήταν μεγαλύτερο ή μικρότερο του 6% - ως αν αυτό να είναι το μεγάλο πρόβλημα. Όταν αυτό επιτέλους ξεκαθάρισε, το ορόσημο μετατέθηκε στο τέλος του 2011 και ο κύριος στόχος είναι ο περιορισμός του ελλείμματος στο 4,5% ώστε να αποφύγουμε τις επιπτώσεις από την ΕΕ. Δεν υπάρχει καμία συζήτηση για το που θα είμαστε το 2012, το 2015, ή το 2020. Τα μόνα μόνιμα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι αυξήσεις φορολογιών, και μάλιστα φορολογιών που πλήττουν δυσανάλογα τους χαμηλά αμειβόμενους. Όλα τα μέτρα για μείωση των δαπανών έχουν προσωρινό χαρακτήρα, η δε μείωση του μισθολογίου εκτός από προσωρινή είναι και θεωρητική γιατί απαιτεί συναίνεση της ΠΑΣΥΔΥ. Θεωρητικές θα πρέπει επίσης να θεωρηθούν και οι εξαγγελίες για μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, τουλάχιστον μέχρι να δούμε κάτι τέτοιο στα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Η υιοθέτηση επώδυνων αλλά αναγκαίων μέτρων μετατίθεται σε βάθος χρόνου με την ελπίδα ότι στο μεταξύ θα προκύψει κάποια αναπάντεχη πηγή εσόδων που θα μας βγάλει από τη δύσκολη θέση.
Τους τελευταίους 12 μήνες ρωτήθηκα πολλές φορές από ξένους οικονομολόγους αν η κρίση στην Ελλάδα έχει επηρεάσει ή θα επηρεάσει και την Κύπρο. Η απάντηση που έδινα συνήθως ήταν ότι κάποιες αρνητικές επιπτώσεις θα υπάρξουν, αλλά ταυτόχρονα επεσήμανα και κάτι θετικό: ότι το πάθημα της Ελλάδας θα παραδειγματίσει τη δική μας πολιτική ηγεσία ώστε να λάβει έγκαιρα μέτρα για να αποφύγουμε παρόμοιες περιπέτειες. Θεωρώ τον εαυτό μου ρεαλιστή, όμως αυτή τη φορά ίσως ήμουν υπερβολικά αισιόδοξος.
Πολίτης, 19/12/2010
19 Δεκεμβρίου 2010
15 Δεκεμβρίου 2010
Στον απόηχο της κρίσης
[Το άρθρο είχε δημοσιευτεί στην έκδοση Ενδείκτης του Πανεπιστημίου Κύπρου, τεύχος 21, Δεκέμβριος 2010. Μπορεί να διαβαστεί πιο κάτω ή σε όμορφη μορφή pdf εδώ.]
Την τελευταία
διετία η υφήλιος έζησε τη μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική κρίση από τη λεγόμενη
Μεγάλη Κατάθλιψη (Great Depression) της δεκαετίας
του 1930. Το πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ευρώπης των 27
μειώθηκε κατά 4.2% το 2009 σε σχέση με το 2008. Σε κάποιες χώρες η συρρίκνωση
ήταν δραματική: 13,9% στην Εσθονία, 14,7% στη Λιθουανία, 18,0% στη Λετονία. Η
οικονομική επιβράδυνση οδήγησε αναπόφευκτα και σε σημαντική αύξηση της
ανεργίας. Τον Ιούνιο του 2010 ο μέσος όρος της ανεργίας στην ΕΕ ήταν 9.6%· στην
Ισπανία, τη Λετονία και τη Λιθουανία έφτασε ή προσέγγισε το 20%. Συγκριτικά, η
Κύπρος επηρεάστηκε σαφώς λιγότερο από τις πλείστες Ευρωπαϊκές χώρες. Το
πραγματικό ΑΕΠ της συρρικνώθηκε μόνο κατά 1,7% το 2009 ενώ η ανεργία φαίνεται
να έχει σταθεροποιηθεί και ίσως αρχίσει να υποχωρεί από το 7,1% που είχε φτάσει
το καλοκαίρι. Η Κύπρος πέρασε μια σχετικά βραχεία και ήπια ύφεση.
Γιατί τότε όλη αυτή
η φασαρία; Γιατί χρειάζεται να αφιερώσουμε ειδική έκδοση του Ενδείκτη σε μια μικρή ύφεση; Ένας λόγος
είναι ότι η μείωση του ΑΕΠ το 2009 ήταν η πρώτη για την Κύπρο μετά την εισβολή.
Όσοι Κύπριοι γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο δεν είχαν βιώσει οικονομική ύφεση μέχρι
πριν δυο χρόνια. Ήταν λοιπόν ένα
σημαντικό γεγονός από ιστορικής σκοπιάς. Όμως ο κύριος λόγος ενασχόλησης με το
θέμα είναι ότι αυτή η μικρή ύφεση ήταν αρκετή για να αναδείξει τα μεγάλα
διαρθρωτικά προβλήματα της Κυπριακής οικονομίας: το δημοσιονομικό πρόβλημα, την
ανεπαρκή χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών ταμείων, τη μονοδιάστατη ανάπτυξη, τη
διαβρωμένη ανταγωνιστικότητα.
Το
δημοσιονομικό
Η επιδείνωση των
οικονομικών του κράτους ήταν δραματική. Ενώ το 2007 το κράτος παρουσίαζε
δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,4%, το 2009 βρέθηκε με έλλειμμα 6,1%, επίπεδο στο οποίο αναμένεται να βρίσκεται και
το 2010. Η ανατροπή αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική τόσο λόγω της έκτασής της
όσο και για τους λόγους που την προκάλεσαν. Η επιδείνωση των δημοσιονομικών
ήταν πολύ μεγαλύτερη στην Κύπρο παρά στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες (το
μέσο έλλειμμα στις χώρες της ΕΕ για την ίδια περίοδο αυξήθηκε από το 0,6% στο
6,3%), κι αυτό παρά το ότι οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες επηρεάστηκαν από
την κρίση πολύ περισσότερο από την Κύπρο και χρειάστηκε να δαπανήσουν τεράστια
ποσά για να στηρίξουν τα τραπεζικά συστήματα και τις οικονομίες τους.
Η ανατροπή των
δημοσιονομικών δεδομένων στην Κύπρο οφείλεται σε ένα συνδυασμό μείωσης των
κρατικών εσόδων και αύξησης των δαπανών. Τα κρατικά έσοδα μειώθηκαν κατά 8,9%
το 2009 σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, ενώ ταυτόχρονα οι δαπάνες αυξήθηκαν
κατά 7,0%. Η μείωση των εσόδων ήταν αναμενόμενη λόγω της μείωσης της
κατανάλωσης και των εταιρικών κερδών, όμως η μεγαλύτερη ζημιά προήλθε από την
επιβράδυνση στις κατασκευές, οι οποίες είχαν αποφέρει τεράστια έσοδα στο κράτος
την περίοδο 2003-2008. Το δυστύχημα είναι ότι τα έσοδα από τον κατασκευαστικό
τομέα δύσκολα θα επανέλθουν στα επίπεδα που ήταν την προαναφερθείσα περίοδο,
συνεπώς τα δημόσια έσοδα δεν θα ανακάμψουν αυτόματα με την έξοδο από την ύφεση.
Αντίθετα, οι δημόσιες δαπάνες θα συνεχίσουν να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς
λόγω των αυτόματων αυξήσεων τις οποίες απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι στον
ευρύτερο δημόσιο και ημιδημόσιο τομέα.
Πίνακας 1: Τα αρνητικά
δεδομένα της οικονομίας
2007
|
2008
|
2009
|
2010*
|
|
Ρυθμός αύξησης πραγματικού ΑΕΠ
(%)
|
5,1
|
3,6
|
-1,7
|
-0,4
|
Ανεργία (%)
|
4,0
|
3,6
|
5,3
|
7,1
|
Δημοσιονομικό ισοζύγιο
|
3,4
|
0,9
|
-6,1
|
-6,0
|
Δημόσιο χρέος (% του ΑΕΠ)
|
58,3
|
48,3
|
58,0
|
61,9
|
Ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών (% του ΑΕΠ)
|
-11,7
|
-16,8
|
-7,8
|
Πηγές: Eurostat και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών). Τα στοιχεία για το 2010 είναι εκτιμήσεις εκτός από την ανεργία, η οποία είναι για το μήνα
Σεπτέμβριο 2010. Το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 103,5% του ΑΕΠ αν σε αυτό συμπεριληφθεί
και το κυβερνητικό χρέος των €7,3 δις προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Οι αρνητικές τάσεις
των δημοσίων οικονομικών αποτυπώνονται στα στοιχεία που παρατίθενται στον
Πίνακα 1. Είναι σαφές ότι τα δημόσια οικονομικά δεν είναι βιώσιμα με τις
σημερινές τάσεις, όμως η κατάσταση φαίνεται διαχειρίσιμη. Μια μετρημένη
πολιτική συγκράτησης του ρυθμού αύξησης των μισθών στο δημόσιο σε λογικά
επίπεδα θα αρκούσε ίσως για να περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα. Όμως
αυτό παραβλέπει την άλλη σημαντική συνισταμένη: το κόστος των συντάξεων των
δημοσίων υπαλλήλων. Το 2007 οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις ήταν 6,3% του
ΑΕΠ. Σύμφωνα με την Έκθεση για τη Δημογραφική Γήρανση του 2009 (της ΕΕ), το
ποσοστό αυτό θα ανέβει στο 17,7% μέχρι το 2060, προκαλώντας τεράστιες πιέσεις
στα δημόσια ταμεία. Ουσιαστικά, το κράτος υπόσχεται στους υπαλλήλους του πολύ
περισσότερα από ότι του επιτρέπουν οι οικονομικές του δυνατότητες. Η διόρθωση
αυτού του ανισοζυγίου είναι επιτακτική ανάγκη και όσο περισσότερο καθυστερεί,
τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κόστος για όλους και κυρίως για τις επόμενες
γενιές.
Τα βαθύτερα αίτια
Εδώ και τρεις
τουλάχιστον δεκαετίες η Κυπριακή οικονομία ακολουθεί ένα μοντέλο ανάπτυξης με κυρίαρχο
στοιχείο την υπερβολική εξάρτηση από ένα ή δύο τομείς της οικονομίας. Τη
δεκαετία του 1980 κινητήριος δύναμη της οικονομίας ήταν ο τουρισμός. Η επένδυση
στον τουρισμό έδωσε μεγάλη αναπτυξιακή ώθηση, όμως η ταχύτητα και η αναρχία με
την οποία έγινε δημιούργησε και πολλά προβλήματα, κυρίως με την επιβάρυνση των
υποδομών και του περιβάλλοντος. Το 1990 τέθηκαν οι βάσεις για να γίνει η Κύπρο διεθνές
επιχειρηματικό κέντρο. Η ευτυχής (για την Κύπρο) σύμπτωση της διάλυσης της
Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης κατέστησε το νησί μας ελκυστικό
προορισμό κεφαλαίων από τις πιο πάνω χώρες και έδωσε μεγάλη ώθηση στην
οικονομία τη δεκαετία του 1990, ενώ παράλληλα και ο τουρισμός συνέχιζε την
ανοδική του πορεία. Με την νέα χιλιετία τα δεδομένα άλλαξαν και ο τουρισμός εισήλθε
σε μια φθίνουσα πορεία η οποία πολύ δύσκολα θα ανατραπεί, τουλάχιστον στο άμεσο
μέλλον. Ευτυχώς η ένταξη στην ΕΕ συνέτεινε στη μεγάλη ανάπτυξη στις κατασκευές
και τις κτηματομεσιτικές υπηρεσίες, οι οποίες οδήγησαν την κούρσα της ανάπτυξης
μέχρι και το ξέσπασμα της κρίσης.
Για όσους
παρακολουθούσαν από κοντά την πορεία της Κυπριακής οικονομίας, η δημοσιονομική
κρίση που βιώνουμε σήμερα δεν ήταν έκπληξη. Αρκετοί προειδοποιούσαν ότι η
εξάρτηση από τις κατασκευές και την κτηματαγορά δεν ήταν υγιής. Ήταν αναπόφευκτο
ότι αργά ή γρήγορα η δραστηριότητα στους τομείς αυτούς θα κόπαζε και το κράτος
θα βρισκόταν εκτεθειμένο. Παράλληλα, η προσφορά άφθονου φθηνού χρήματος είχε
οδηγήσει σε υπερδανεισμό τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Το
έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είχε εκτοξευθεί στο 16,8% το 2008
και η Κύπρος έχει σήμερα το δεύτερο ψηλότερο ιδιωτικό χρέος στην ΕΕ (ως ποσοστό
του ΑΕΠ). Φορτωμένη με ένα σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος και με τα
νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις υπερχρεωμένα και εθισμένα στην κατανάλωση, η
Κύπρος ήταν σε μια μη διατηρήσιμη πορεία. Η διεθνής κρίση απλώς επέσπευσε την
αναπόφευκτη διόρθωση, φέρνοντάς την πιο νωρίς από ότι περίμεναν και οι πιο
απαισιόδοξοι.
Επενδύοντας στο μέλλον
Οι κρίσεις είναι
οδυνηρές, έχουν όμως και τη χρησιμότητά τους. Φέρνουν στο φως τις αδυναμίες και
τα διαρθρωτικά προβλήματα μιας οικονομίας με τρόπο που η ύπαρξη τους δεν μπορεί
πλέον να αμφισβητηθεί. Ανοίγει έτσι ένα παράθυρο ευκαιρίας για ριζικές
μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα βάλουν την οικονομία σε μια νέα πορεία ανάπτυξης
και ευημερίας. Οι μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Κυπριακή οικονομία σήμερα περιστρέφονται
γύρω από τρεις άξονες.
1. Εξορθολογισμός και εκσυγχρονισμός του δημοσίου
Οι
μισθοί και οι συντάξεις στο δημόσιο τομέα είναι εξωπραγματικά σε σχέση με τις
πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Εκτός από τις προφανείς δημοσιονομικές
επιπτώσεις, το φαινόμενο αυτό έχει και πολλές άλλες αρνητικές παρενέργειες. Οι
σαφώς υπέρτεροι όροι εργασίας στο δημόσιο σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα
προσελκύουν τους νέους, πολλοί εκ των οποίων επιλέγουν κλάδο σπουδών με κύριο
κριτήριο την δυνατότητα εργοδότησης στο δημόσιο. Επενδύουν μερικά από τα
καλύτερά τους χρόνια για να ενταχθούν σε μια λίστα αναμονής η οποία σε 5, 10, ή
20 χρόνια θα εξαργυρωθεί με ένα κυβερνητικό πόστο. Η απορρόφηση μεγάλης μερίδας
του καλύτερου ανθρώπινου δυναμικού του τόπου από το δημόσιο αποστερεί τον
ιδιωτικό τομέα από ικανά στελέχη και αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξή του. Η
εκλογίκευση των απολαβών στο δημόσιο θα διορθώσει αυτές τις στρεβλώσεις.
Το
δεύτερο ζητούμενο είναι ο επανακαθορισμός της αποστολής του δημόσιου τομέα. Η
πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να μεταχειρίζεται το δημόσιο τομέα ως όχημα
βολέματος ημετέρων και χώρο εξυπηρέτησης κομματικών συμφερόντων. Αποστολή του
δημόσιου τομέα πρέπει να είναι η δημιουργία και η συντήρηση δομών που να
επιτρέπουν στον ιδιωτικό τομέα να λειτουργήσει σωστά και αποτελεσματικά. Ο δημόσιος
τομέας πρέπει να υποβοηθά και να στηρίζει τον ιδιωτικό τομέα και όχι να τον
αντιμετωπίζει ως απειλή. Το Κυπριακό δημόσιο διαθέτει πολλά ικανά στελέχη τα
οποία μπορούν να πετύχουν πολλά αν τους δοθεί η ευκαιρία και τα κίνητρα.
2. Βελτίωση των υποδομών
Η
Κύπρος υστερεί σε επίπεδο υποδομών. Έχουμε ένα αρκετά καλό οδικό δίκτυο και μετά
από πολλά χρόνια κατορθώσαμε να έχουμε σύγχρονα αεροδρόμια. Από κει και πέρα
υπάρχουν πολλές ελλείψεις. Τα λιμάνια χρήζουν αναβάθμισης. Η κακή διαχείριση
δεκαετιών τα έχει οδηγήσει στο μαρασμό και δημιουργεί στρεβλώσεις στο
εισαγωγικό εμπόριο με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών των εισαγόμενων αγαθών..
Το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε για τα αεροδρόμια με την εμπλοκή του ιδιωτικού
τομέα θα μπορούσε να εφαρμοστεί με επιτυχία και στα λιμάνια. Οι δημόσιες
συγκοινωνίες είναι ανεπαρκείς με αποτέλεσμα χιλιάδες ανθρωποώρες να χάνονται
στους δρόμους, με την ανάλογη επιβάρυνση και στο περιβάλλον. Η ποιότητα ζωής
στις πόλεις μας υποφέρει από την έλλειψη στοιχειωδών υποδομών όπως είναι τα πεζοδρόμια,
από την έλλειψη δημόσιων χώρων όπως πάρκα και πλατείες, από την κυκλοφοριακή
συμφόρηση και τη γενική ακαταστασία και αναρχία που επικρατεί. Η επένδυση στις
υποδομές είναι αναγκαία τόσο για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των Κυπρίων
πολιτών όσο και για την προσέλκυση ξένων, είτε αυτοί είναι περιηγητές είτε είναι
φοιτητές, ενδιαφερόμενοι για ιατρικές υπηρεσίες, επενδυτές ή άλλες κατηγορίες επισκεπτών
που μας ενδιαφέρουν.
3. Επένδυση σε παιδεία και έρευνα
Είναι
σχεδόν καθολική η εκτίμηση ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα βρίσκεται σε
καθοδική πορεία, για αυτό και προέκυψε η ανάγκη για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Όμως η μεταρρύθμιση κινείται με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς και δεν έχει αγγίξει
ακόμα θέματα κεφαλαιώδους σημασίας. Δεν έχει σημασία πόσο σπουδαία είναι τα
αναλυτικά μας προγράμματα αν εξακολουθήσουμε να προσλαμβάνουμε εκπαιδευτικούς
χωρίς καμία απολύτως αξιολόγηση· αν δεν δημιουργήσουμε μηχανισμούς αξιολόγησης
του εκπαιδευτικού έργου· αν δεν δοθεί στις σχολικές μονάδες μεγαλύτερη
αυτονομία (συνοδευόμενη βέβαια και από την ανάλογη ευθύνη). Όλοι συμφωνούν για
την ανάγκη καλλιέργειας κριτικής σκέψης
και ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας. Έχουμε όμως καθυστερήσει πάρα
πολύ να περάσουμε από τη διάγνωση στη θεραπεία.
Ακούγεται
συχνά ότι η Κύπρος μπορεί να καταστεί περιφερειακό κέντρο τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια προσπαθούν μέσα στα πλαίσια της δικής
τους φιλοσοφίας να πραγματώσουν αυτή την προοπτική. Τα δημόσια πανεπιστήμια –
και κυρίως το Πανεπιστήμιο Κύπρου που έχει πλέον εδραιωθεί στο διεθνή χώρο –
μπορούν να συνεισφέρουν τα μέγιστα σε αυτή την προσπάθεια. Κι όμως, το κράτος
λειτουργεί αποτρεπτικά στις προσπάθειες των δημόσιων πανεπιστημίων να
προσφέρουν προγράμματα σπουδών σε ξένες γλώσσες και να προσελκύσουν ξένους
φοιτητές και καθηγητές. Το Κυπριακό κράτος και η Κυπριακή κοινωνία έχουν επενδύσει
πολλά στα δημόσια πανεπιστήμια και έχουν προσελκύσει ζηλευτό ανθρώπινο κεφάλαιο
που μπορεί να πετύχει πολλά. Είναι πραγματικά κρίμα το ίδιο το κράτος να
αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθεια των πανεπιστημίων να ξανοιχτούν προς τα έξω.
Αναπόσπαστο
μέρος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αποτελεί και η έρευνα. Είναι γνωστό ότι η
Κύπρος υστερεί στις δαπάνες για έρευνα (0,45% επί του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 1,9%
που είναι ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος και 3% που είναι ο στόχος της ΕΕ), δεν
υστερεί όμως σε ερευνητές διεθνούς ακτινοβολίας. Υπάρχει η εντύπωση ότι η
έρευνα είναι για τις μεγάλες χώρες και ότι η Κύπρος δεν μπορεί να διακριθεί σε
αυτό τον τομέα. Αυτό καταρρίπτεται από τα ίδια τα δεδομένα. Μικρές χώρες όπως η
Φινλανδία και το Ισραήλ είναι πρωτοπόρες στο τομέα της έρευνας. Δεν υπάρχει
κανένας λόγος γιατί και η Κύπρος να μην ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ερευνητές
του Πανεπιστημίου Κύπρου έχουν ήδη καταγράψει πολλές επιτυχίες στην προσέλκυση
ερευνητικών προγραμμάτων, με αποκορύφωμα τις τρεις επιτυχίες στα εξαιρετικά
ανταγωνιστικά προγράμματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας. Μπορούμε για πάρα
πολλά, αν υπάρξει και η ανάλογη στήριξη από την πολιτεία.
Έχει λεχθεί κατά
κόρον ότι κάθε κρίση αποτελεί και μια ευκαιρία. Παρόλο που τείνει να καταντήσει
κλισέ, η ρήση αυτή είναι απόλυτα ορθή. Η συγκυρία είναι μοναδική για να ληφθούν
αποφάσεις που θα θέσουν τις βάσεις για μια νέα εποχή ανάπτυξης και ευημερίας
για την Κύπρο και τους ανθρώπους της. Το μόνο που χρειάζεται είναι τόλμη και
πολιτική βούληση.
12 Δεκεμβρίου 2010
Ένα δημοκρατικό εκλογικό σύστημα
Η στήλη κάνει σήμερα ένα διάλειμμα από τη συνηθισμένη θεματολογία για να ασχοληθεί με μια ενδιαφέρουσα πτυχή των πρόσφατων πρυτανικών εκλογών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Οι εκλογές διεξήχθησαν με το σύστημα της μεταφερόμενης ψήφου (ή αλλιώς της προτιμησιακής ψηφοφορίας). Στο σύστημα αυτό οι ψηφοφόροι δεν επιλέγουν απλώς ένα υποψήφιο αλλά έχουν τη δυνατότητα να κατατάξουν τους υποψήφιους κατά σειρά προτίμησης. Στην πρώτη καταμέτρηση ψήφων λαμβάνεται υπόψη μόνο η πρώτη προτίμηση του κάθε ψηφοφόρου. Αν κάποιος υποψήφιος πάρει πάνω από 50%, εκλέγεται. Διαφορετικά ο τελευταίος στη σειρά υποψήφιος βγαίνει εκτός διαδικασίας και οι ψήφοι αυτών που τον είχαν κατατάξει ως πρώτο μεταφέρονται (εξ ου και η ονομασία) σε αυτούς που κατατάχθηκαν δεύτεροι. Η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι κάποιος υποψήφιος να ξεπεράσει το 50%.
Το σύστημα αυτό προσφέρει αρκετά πλεονεκτήματα σε σχέση με τη συνηθισμένη διαδικασία όπου ο κάθε ψηφοφόρος επιλέγει ένα υποψήφιο. Το πρακτικό πλεονέκτημα είναι ότι γίνεται μόνο μία ψηφοφορία και έτσι αποφεύγεται το οικονομικό κόστος και η ταλαιπωρία ενός δεύτερου γύρου. Πλεονέκτημα επίσης είναι και το γεγονός ότι αποφεύγονται τα μυστικά παζάρια που γίνονται μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου. Οι όποιες διεργασίες θα γίνουν πριν τις εκλογές με μεγαλύτερη άνεση χρόνου και περισσότερη διαφάνεια.
Το πιο σημαντικό όμως πλεονέκτημα είναι ότι στο σύστημα της μεταφερόμενης ψήφου δεν υπάρχει το πρόβλημα της χαμένης ψήφου. Στη συμβατική διαδικασία των δύο γύρων, ένας ψηφοφόρος που προτιμά κάποιον υποψήφιο που δεν έχει πιθανότητες να περάσει στο δεύτερο γύρο πιθανόν να προτιμήσει να δώσει τη ψήφο του αλλού για να μην πάει χαμένη. Στο σύστημα της μεταφερόμενης ψήφου δεν υπάρχει χαμένη ψήφος. Ο ψηφοφόρος μπορεί να δώσει την ψήφο του στον υποψήφιο της αρεσκείας του και αν αυτός δεν συγκεντρώσει αρκετές ψήφους τότε η ψήφος θα μεταφερθεί στον επόμενο στη σειρά προτίμησης. Ο ψηφοφόρος δεν έχει κανένα λόγο να μην δώσει την ψήφο του σε αυτόν που πιστεύει ότι είναι ο καλύτερος. Αυτό το σύστημα είναι πιο δημοκρατικό από το συμβατικό σύστημα των δύο γύρων γιατί αποτυπώνει πιο σωστά τη βούληση του εκλογικού σώματος.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το πρόβλημα της χαμένης ψήφου οδηγεί σε περιορισμό των επιλογών των ψηφοφόρων. Για παράδειγμα, στις τελευταίες προεδρικές εκλογές είχαμε τρεις ισχυρές υποψηφιότητες με περίπου ίσες πιθανότητες επιτυχίας. Με αυτό τα δεδομένα, οποιοσδήποτε άλλος κατερχόταν ως υποψήφιος θα ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία λόγω του προβλήματος της χαμένης ψήφου. Κάποιοι υποψήφιοι που πιθανόν να συγκέντρωναν σεβαστό ποσοστό ψήφων ίσως προτίμησαν να μην θέσουν υποψηφιότητα, περιορίζοντας έτσι τις επιλογές των ψηφοφόρων.
Το σύστημα της μεταφερόμενης ψήφου χρησιμοποιείται σε αρκετές χώρες. Αξίζει τον κόπο να το σκεφτούμε και για την Κύπρο.
Πολίτης, 12/12/2010
Το σύστημα αυτό προσφέρει αρκετά πλεονεκτήματα σε σχέση με τη συνηθισμένη διαδικασία όπου ο κάθε ψηφοφόρος επιλέγει ένα υποψήφιο. Το πρακτικό πλεονέκτημα είναι ότι γίνεται μόνο μία ψηφοφορία και έτσι αποφεύγεται το οικονομικό κόστος και η ταλαιπωρία ενός δεύτερου γύρου. Πλεονέκτημα επίσης είναι και το γεγονός ότι αποφεύγονται τα μυστικά παζάρια που γίνονται μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου. Οι όποιες διεργασίες θα γίνουν πριν τις εκλογές με μεγαλύτερη άνεση χρόνου και περισσότερη διαφάνεια.
Το πιο σημαντικό όμως πλεονέκτημα είναι ότι στο σύστημα της μεταφερόμενης ψήφου δεν υπάρχει το πρόβλημα της χαμένης ψήφου. Στη συμβατική διαδικασία των δύο γύρων, ένας ψηφοφόρος που προτιμά κάποιον υποψήφιο που δεν έχει πιθανότητες να περάσει στο δεύτερο γύρο πιθανόν να προτιμήσει να δώσει τη ψήφο του αλλού για να μην πάει χαμένη. Στο σύστημα της μεταφερόμενης ψήφου δεν υπάρχει χαμένη ψήφος. Ο ψηφοφόρος μπορεί να δώσει την ψήφο του στον υποψήφιο της αρεσκείας του και αν αυτός δεν συγκεντρώσει αρκετές ψήφους τότε η ψήφος θα μεταφερθεί στον επόμενο στη σειρά προτίμησης. Ο ψηφοφόρος δεν έχει κανένα λόγο να μην δώσει την ψήφο του σε αυτόν που πιστεύει ότι είναι ο καλύτερος. Αυτό το σύστημα είναι πιο δημοκρατικό από το συμβατικό σύστημα των δύο γύρων γιατί αποτυπώνει πιο σωστά τη βούληση του εκλογικού σώματος.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το πρόβλημα της χαμένης ψήφου οδηγεί σε περιορισμό των επιλογών των ψηφοφόρων. Για παράδειγμα, στις τελευταίες προεδρικές εκλογές είχαμε τρεις ισχυρές υποψηφιότητες με περίπου ίσες πιθανότητες επιτυχίας. Με αυτό τα δεδομένα, οποιοσδήποτε άλλος κατερχόταν ως υποψήφιος θα ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία λόγω του προβλήματος της χαμένης ψήφου. Κάποιοι υποψήφιοι που πιθανόν να συγκέντρωναν σεβαστό ποσοστό ψήφων ίσως προτίμησαν να μην θέσουν υποψηφιότητα, περιορίζοντας έτσι τις επιλογές των ψηφοφόρων.
Το σύστημα της μεταφερόμενης ψήφου χρησιμοποιείται σε αρκετές χώρες. Αξίζει τον κόπο να το σκεφτούμε και για την Κύπρο.
Πολίτης, 12/12/2010
5 Δεκεμβρίου 2010
Στη ζώνη του λυκόφωτος
Η Κυπριακή οικονομία μόλις έχει υποβαθμιστεί από τους S&P και όλοι αναμένουν ανάλογες υποβαθμίσεις από τους Moody's και Fitch. Το ποσοστό ανεργίας ανέβηκε τον Οκτώβριο στο 7,3%, ανατρέποντας τις προηγούμενες τάσεις σταθεροποίησης και μείωσης. Η αναιμική ανάπτυξη του 1,5% και 2,2% που προβλέπεται για το 2011 και 2012 σημαίνει ότι η ανεργία θα παραμείνει σε ψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2010 θα είναι για δεύτερη συνεχή χρονιά κοντά στο 6%. Το δημόσιο χρέος που ήταν στο 48% του ΑΕΠ to 2008 θα προσεγγίσει το 62% το τέλος του 2010 και προβλέπεται να ανέλθει στο 68% το 2012. Τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δημοσιονομικά δεδομένα είναι δυσοίωνα λόγω του ασήκωτου βάρους των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει το κράτος για συντάξεις.
Θα περίμενε κανείς ότι σε μια χώρα που έχει να αντιμετωπίσει αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση θα έβαζε το κεφάλι κάτω για να σχεδιάσει και να προτείνει τομές. Όμως εδώ είναι Κύπρος, και στο κυβερνητικό στρατόπεδο φαίνεται να επικρατεί μια περίεργη ευφορία. Ο Υπουργός Οικονομικών μόνο που δεν άνοιξε σαμπάνιες μετά την υποβάθμιση από την S&P γιατί ο οίκος αξιολόγησης είχε αναδείξει τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα ως τον κύριο λόγο της υποβάθμισης, κάνοντας μόνο μια μικρή αναφορά στο δημοσιονομικό πρόβλημα. Ακόμα όλοι προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς οι εκτιμήσεις των S&P άλλαξαν τόσο δραματικά από τον Ιούνιο, όταν το δημοσιονομικό είχε αναδειχτεί ως το μείζον πρόβλημα. Προσπαθούμε ακόμα να καταλάβουμε πώς οι S&P πείστηκαν ότι ο προϋπολογισμός του 2011 θα επιτύχει το στόχο της μείωσης του ελλείμματος στο 4,5% τη στιγμή που ο κατατεθείς προϋπολογισμός προβλέπει έλλειμμα 5,4% και ακόμα και σήμερα (σχεδόν ένα μήνα αργότερα) δεν έχουν ακόμα συμφωνηθεί επιπρόσθετα μέτρα που θα κατεβάσουν το έλλειμμα στο 4,5%. Με ποιους μίλησαν οι S&P και τι άκουσαν;
Τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση πανηγυρίζει γιατί νιώθει δικαιωμένη για την πρόβλεψή της για έλλειμμα κάτω του 6% το 2010. Όμως στον προϋπολογισμό του 2010 το προβλεπόμενο έλλειμμα ήταν 4,5%, και όχι 6%. Αν δε ευσταθούν κάποιες αναφορές στον τύπο ότι το 6% επιτεύχθηκε με (σιωπηρό) ενδοκυβερνητικό δανεισμό €300 εκατομμυρίων, αυτό σημαίνει ότι μπαίνουμε σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Γιατί μπορεί ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός να μην προσμετράται στον υπολογισμό του ελλείμματος, δεν παύει όμως να είναι υποχρέωση που κάποτε θα πρέπει να αποκατασταθεί.
Η ζώνη του λυκόφωτος είναι το βαθύτερο επίπεδο του ωκεανού όπου μπορεί να φτάσει το φως. Μεταφορικά αναφέρεται στις γκρίζες ζώνες μεταξύ δύο περιοχών ή καταστάσεων, π.χ. της φαντασίας και της πραγματικότητας. Η ζώνη του λυκόφωτος δεν είναι καλός προορισμός για μια οικονομία.
Πολίτης, 5/12/2010
Θα περίμενε κανείς ότι σε μια χώρα που έχει να αντιμετωπίσει αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση θα έβαζε το κεφάλι κάτω για να σχεδιάσει και να προτείνει τομές. Όμως εδώ είναι Κύπρος, και στο κυβερνητικό στρατόπεδο φαίνεται να επικρατεί μια περίεργη ευφορία. Ο Υπουργός Οικονομικών μόνο που δεν άνοιξε σαμπάνιες μετά την υποβάθμιση από την S&P γιατί ο οίκος αξιολόγησης είχε αναδείξει τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα ως τον κύριο λόγο της υποβάθμισης, κάνοντας μόνο μια μικρή αναφορά στο δημοσιονομικό πρόβλημα. Ακόμα όλοι προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς οι εκτιμήσεις των S&P άλλαξαν τόσο δραματικά από τον Ιούνιο, όταν το δημοσιονομικό είχε αναδειχτεί ως το μείζον πρόβλημα. Προσπαθούμε ακόμα να καταλάβουμε πώς οι S&P πείστηκαν ότι ο προϋπολογισμός του 2011 θα επιτύχει το στόχο της μείωσης του ελλείμματος στο 4,5% τη στιγμή που ο κατατεθείς προϋπολογισμός προβλέπει έλλειμμα 5,4% και ακόμα και σήμερα (σχεδόν ένα μήνα αργότερα) δεν έχουν ακόμα συμφωνηθεί επιπρόσθετα μέτρα που θα κατεβάσουν το έλλειμμα στο 4,5%. Με ποιους μίλησαν οι S&P και τι άκουσαν;
Τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση πανηγυρίζει γιατί νιώθει δικαιωμένη για την πρόβλεψή της για έλλειμμα κάτω του 6% το 2010. Όμως στον προϋπολογισμό του 2010 το προβλεπόμενο έλλειμμα ήταν 4,5%, και όχι 6%. Αν δε ευσταθούν κάποιες αναφορές στον τύπο ότι το 6% επιτεύχθηκε με (σιωπηρό) ενδοκυβερνητικό δανεισμό €300 εκατομμυρίων, αυτό σημαίνει ότι μπαίνουμε σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Γιατί μπορεί ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός να μην προσμετράται στον υπολογισμό του ελλείμματος, δεν παύει όμως να είναι υποχρέωση που κάποτε θα πρέπει να αποκατασταθεί.
Η ζώνη του λυκόφωτος είναι το βαθύτερο επίπεδο του ωκεανού όπου μπορεί να φτάσει το φως. Μεταφορικά αναφέρεται στις γκρίζες ζώνες μεταξύ δύο περιοχών ή καταστάσεων, π.χ. της φαντασίας και της πραγματικότητας. Η ζώνη του λυκόφωτος δεν είναι καλός προορισμός για μια οικονομία.
Πολίτης, 5/12/2010
28 Νοεμβρίου 2010
Το μισθολόγιο δεν προσφέρεται για αναδιανομή
Η ανάγκη να περιοριστεί ο ρυθμός αύξησης των μισθών στο δημόσιο ήταν το πρώτο θέμα που είχε προταχθεί από αυτή τη στήλη όταν πρωτοεμφανίστηκε το Σεπτέμβριο του 2009 και έχει επαδιατυπωθεί πολλές φορές από τότε. Η μόνιμη κατάργηση των αυτόματων αυξήσεων (ΑΤΑ και προσαυξήσεις) θα περιορίσει τις κρατικές δαπάνες και θα σμικρύνει το μισθολογικό χάσμα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Από τον περασμένο Φεβρουάριο υπάρχουν ενδείξεις ότι η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την άποψη ότι οι αυξήσεις στο δημόσιο πρέπει να περιοριστούν - σε μικρότερο έστω βαθμό από ότι έχουμε εισηγηθεί. Όποιος κι αν είναι ο στόχος της κυβέρνησης, μπορεί να επιτευχθεί πολύ εύκολα και απλά με την κατάργηση της ΑΤΑ ή το ψαλίδισμα των προσαυξήσεων. Κι όμως, εδώ και εννέα μήνες παρακολουθούμε μια μεγάλη δυστοκία και αδυναμία της κυβέρνησης να πάρει μια απλή απόφαση. Ο προφανής λόγος για αυτή τη δυστοκία είναι ότι η απόφαση είναι πολιτικά δύσκολη αφού η ΠΑΣΥΔΥ δεν δείχνει να έχει καμία διάθεση να συνεργαστεί. Υπάρχει όμως ακόμα ένα στοιχείο που περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η κυβέρνηση θέλει να δώσει αναδιανεμητική διάσταση σε αυτό το θέμα και προσπαθεί να βρει μια φόρμουλα ώστε να επηρεαστούν λιγότερο οι χαμηλά αμειβόμενοι. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται η πρόταση για κλιμακωτή μείωση των βασικών μισθών που εμφανίστηκε ξαφνικά την περασμένη βδομάδα.
Ένα προφανές πρόβλημα με αυτή την πρόταση είναι ότι ανατρέπει την ιεραρχία στους μισθούς. Ένας μισθός €2.000 θα μειωθεί κατά 1% στα €1.980, ενώ ένας μισθός €1.999 θα μείνει αναλλοίωτος. Όμως αυτό είναι σχετικά μικρό πρόβλημα που θα μπορούσε να επιλυθεί με κάποιες ρυθμίσεις. Το πιο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αυτή η πρόταση δεν εξυπηρετεί το στόχο της κοινωνικής δικαιοσύνης τον οποίο υποθέτω στοχεύει. Ο μισθός δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη της οικονομικής κατάστασης ενός ατόμου ή μιας οικογένειας. Ένας 50χρονος οικογενειάρχης με πολλά χρόνια υπηρεσίας μπορεί να παίρνει ψηλότερο μισθό από ένα νεοπροσληφθέντα 25χρονο, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχει μεγαλύτερη οικονομική άνεση. Κάποιος που αφιέρωσε πολλά χρόνια και χρήματα (διάβαζε δάνεια) σε σπουδές μπορεί να έχει ψηλότερο μισθό από κάποιον μη πτυχιούχο, όμως αυτό είναι επιβράβευση των κόπων και των προσόντων του και δεν τον καθιστά προνομιούχο.
Η αναδιανομή εισοδήματος είναι ένας θεμιτός στόχος κάθε κράτους που επιτυγχάνεται κυρίως μέσω του προοδευτικού συστήματος φορολογίας και της παροχής χορηγιών και επιδομάτων στη βάση της ανάγκης. Δεν μπορεί όμως κάθε πολιτική του κράτους να έχει αναδιανεμητική διάσταση. Κάτι τέτοιο περιπλέκει αχρείαστα το σχεδιασμό πολιτικής και δημιουργεί στρεβλώσεις και αδικίες. Αν η κυβέρνηση πιστεύει ότι οι μισθολογικές κλίμακες του δημοσίου είναι άδικες, μπορεί να θέσει θέμα αναθεώρησής τους. Οι ευκαιριακές και επιλεκτικές προσαρμογές μόνο προβλήματα δημιουργούν.
Πολίτης, 28/11/2010
Από τον περασμένο Φεβρουάριο υπάρχουν ενδείξεις ότι η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την άποψη ότι οι αυξήσεις στο δημόσιο πρέπει να περιοριστούν - σε μικρότερο έστω βαθμό από ότι έχουμε εισηγηθεί. Όποιος κι αν είναι ο στόχος της κυβέρνησης, μπορεί να επιτευχθεί πολύ εύκολα και απλά με την κατάργηση της ΑΤΑ ή το ψαλίδισμα των προσαυξήσεων. Κι όμως, εδώ και εννέα μήνες παρακολουθούμε μια μεγάλη δυστοκία και αδυναμία της κυβέρνησης να πάρει μια απλή απόφαση. Ο προφανής λόγος για αυτή τη δυστοκία είναι ότι η απόφαση είναι πολιτικά δύσκολη αφού η ΠΑΣΥΔΥ δεν δείχνει να έχει καμία διάθεση να συνεργαστεί. Υπάρχει όμως ακόμα ένα στοιχείο που περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η κυβέρνηση θέλει να δώσει αναδιανεμητική διάσταση σε αυτό το θέμα και προσπαθεί να βρει μια φόρμουλα ώστε να επηρεαστούν λιγότερο οι χαμηλά αμειβόμενοι. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται η πρόταση για κλιμακωτή μείωση των βασικών μισθών που εμφανίστηκε ξαφνικά την περασμένη βδομάδα.
Ένα προφανές πρόβλημα με αυτή την πρόταση είναι ότι ανατρέπει την ιεραρχία στους μισθούς. Ένας μισθός €2.000 θα μειωθεί κατά 1% στα €1.980, ενώ ένας μισθός €1.999 θα μείνει αναλλοίωτος. Όμως αυτό είναι σχετικά μικρό πρόβλημα που θα μπορούσε να επιλυθεί με κάποιες ρυθμίσεις. Το πιο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αυτή η πρόταση δεν εξυπηρετεί το στόχο της κοινωνικής δικαιοσύνης τον οποίο υποθέτω στοχεύει. Ο μισθός δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη της οικονομικής κατάστασης ενός ατόμου ή μιας οικογένειας. Ένας 50χρονος οικογενειάρχης με πολλά χρόνια υπηρεσίας μπορεί να παίρνει ψηλότερο μισθό από ένα νεοπροσληφθέντα 25χρονο, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχει μεγαλύτερη οικονομική άνεση. Κάποιος που αφιέρωσε πολλά χρόνια και χρήματα (διάβαζε δάνεια) σε σπουδές μπορεί να έχει ψηλότερο μισθό από κάποιον μη πτυχιούχο, όμως αυτό είναι επιβράβευση των κόπων και των προσόντων του και δεν τον καθιστά προνομιούχο.
Η αναδιανομή εισοδήματος είναι ένας θεμιτός στόχος κάθε κράτους που επιτυγχάνεται κυρίως μέσω του προοδευτικού συστήματος φορολογίας και της παροχής χορηγιών και επιδομάτων στη βάση της ανάγκης. Δεν μπορεί όμως κάθε πολιτική του κράτους να έχει αναδιανεμητική διάσταση. Κάτι τέτοιο περιπλέκει αχρείαστα το σχεδιασμό πολιτικής και δημιουργεί στρεβλώσεις και αδικίες. Αν η κυβέρνηση πιστεύει ότι οι μισθολογικές κλίμακες του δημοσίου είναι άδικες, μπορεί να θέσει θέμα αναθεώρησής τους. Οι ευκαιριακές και επιλεκτικές προσαρμογές μόνο προβλήματα δημιουργούν.
Πολίτης, 28/11/2010
21 Νοεμβρίου 2010
Και στο βάθος, το δημοσιονομικό
Παρόλο που η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Κύπρου ήταν αναμενόμενη, η αιτιολόγηση που δόθηκε από τους Standard & Poor's επιφύλασσε εκπλήξεις. Ο οίκος αξιολόγησης ανέδειξε ως τον κύριο λόγο υποβάθμισης τους κινδύνους από την έκθεση του Κυπριακού τραπεζικού συστήματος σε Ελληνικά χρεόγραφα και από το ψηλό ποσοστό ιδιωτικού χρέους που χρηματοδοτείται από τις τράπεζες. Η ξαφνική ανάδειξη αυτών των κινδύνων από τους S&P πιθανόν να αντανακλά την εκτίμησή τους ότι υπάρχει αυξημένη πιθανότητα αναδιάρθρωσης του Ελληνικού χρέους. Ανεξάρτητα από το αν έχουν δίκαιο ή όχι, οι ανησυχίες τους μας επηρεάζουν και είμαστε υποχρεωμένοι να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη.
Μια πιθανή ερμηνεία της έκθεσης των S&P είναι ότι το δημοσιονομικό περνά τώρα σε δεύτερη μοίρα, αφού κύριο πρόβλημα είναι ο τραπεζικός τομέας. Περίπου σε αυτή τη λογική φάνηκε να κινείται η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης. Πρόκειται όμως για μια λανθασμένη και επικίνδυνη ερμηνεία. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο: αν πράγματι υπάρχει κίνδυνος από τον τραπεζικό τομέα, αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για να αντιμετωπιστεί άμεσα και δραστικά το δημοσιονομικό πρόβλημα ώστε να υπάρχει δυνατότητα στήριξης του τραπεζικού τομέα αν και όταν χρειαστεί.
Οι εξελίξεις επανέφεραν στο σκηνικό την ιδέα της επιβολής ειδικής φορολογίας στις τράπεζες. Το μέτρο αυτό συζητείται διεθνώς και προωθείται μεταξύ άλλων και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η λογική πίσω από τη φορολογία είναι διπλή. Πρώτον, αποθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικού ρίσκου από μέρους των τραπεζών και δεύτερον, υποχρεώνει τις τράπεζες να πληρώσουν για την υπονοούμενη εγγύηση που τους παρέχεται ότι θα στηριχθούν από το κράτος σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Φορολόγηση των τραπεζών στη βάση αυτής της λογικής θα ήταν δικαιολογημένη, αλλά μόνο αν τα έσοδα από τη φορολογία διοχετευθούν αποκλειστικά στη μείωση του δημοσίου χρέους. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει αυτή η φορολογία να αποτελέσει άλλοθι για να μην ληφθούν μέτρα μείωσης των κρατικών δαπανών. Ένας τρόπος να αποφευχθεί κάτι τέτοιο είναι τα έσοδα από τη φορολογία να μπουν σε ειδικό ταμείο το οποίο θα διαχειρίζεται ανεξάρτητη αρχή (για παράδειγμα η Κεντρική Τράπεζα) ώστε να μην μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να το χρησιμοποιεί για εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν τα έσοδα από τη φορολογία να εισρέουν στα κρατικά ταμεία αλλά ταυτόχρονα να αναληφθεί δέσμευση σε συγκεκριμένο σχέδιο μείωσης του δημόσιου χρέους σε επίπεδα πολύ πιο κάτω από τα σημερινά.
Η υποβάθμιση είναι μια αρνητική εξέλιξη για όλους μας. Μπορεί όμως να έχει και θετική πλευρά αν μας επικεντρώσει ακόμα πιο έντονα στο στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και αποτελέσει το έναυσμα για λήψη δραστικών μέτρων προτού τα πράγματα γίνουν χειρότερα.
Πολίτης, 21/11/2010
Μια πιθανή ερμηνεία της έκθεσης των S&P είναι ότι το δημοσιονομικό περνά τώρα σε δεύτερη μοίρα, αφού κύριο πρόβλημα είναι ο τραπεζικός τομέας. Περίπου σε αυτή τη λογική φάνηκε να κινείται η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης. Πρόκειται όμως για μια λανθασμένη και επικίνδυνη ερμηνεία. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο: αν πράγματι υπάρχει κίνδυνος από τον τραπεζικό τομέα, αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για να αντιμετωπιστεί άμεσα και δραστικά το δημοσιονομικό πρόβλημα ώστε να υπάρχει δυνατότητα στήριξης του τραπεζικού τομέα αν και όταν χρειαστεί.
Οι εξελίξεις επανέφεραν στο σκηνικό την ιδέα της επιβολής ειδικής φορολογίας στις τράπεζες. Το μέτρο αυτό συζητείται διεθνώς και προωθείται μεταξύ άλλων και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η λογική πίσω από τη φορολογία είναι διπλή. Πρώτον, αποθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικού ρίσκου από μέρους των τραπεζών και δεύτερον, υποχρεώνει τις τράπεζες να πληρώσουν για την υπονοούμενη εγγύηση που τους παρέχεται ότι θα στηριχθούν από το κράτος σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Φορολόγηση των τραπεζών στη βάση αυτής της λογικής θα ήταν δικαιολογημένη, αλλά μόνο αν τα έσοδα από τη φορολογία διοχετευθούν αποκλειστικά στη μείωση του δημοσίου χρέους. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει αυτή η φορολογία να αποτελέσει άλλοθι για να μην ληφθούν μέτρα μείωσης των κρατικών δαπανών. Ένας τρόπος να αποφευχθεί κάτι τέτοιο είναι τα έσοδα από τη φορολογία να μπουν σε ειδικό ταμείο το οποίο θα διαχειρίζεται ανεξάρτητη αρχή (για παράδειγμα η Κεντρική Τράπεζα) ώστε να μην μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να το χρησιμοποιεί για εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν τα έσοδα από τη φορολογία να εισρέουν στα κρατικά ταμεία αλλά ταυτόχρονα να αναληφθεί δέσμευση σε συγκεκριμένο σχέδιο μείωσης του δημόσιου χρέους σε επίπεδα πολύ πιο κάτω από τα σημερινά.
Η υποβάθμιση είναι μια αρνητική εξέλιξη για όλους μας. Μπορεί όμως να έχει και θετική πλευρά αν μας επικεντρώσει ακόμα πιο έντονα στο στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και αποτελέσει το έναυσμα για λήψη δραστικών μέτρων προτού τα πράγματα γίνουν χειρότερα.
Πολίτης, 21/11/2010
14 Νοεμβρίου 2010
Ιδεολογία και οικονομική πολιτική
Στα οικονομικά συνηθίζεται να γίνεται μία διάκριση μεταξύ της θετικής και της δεοντολογικής ανάλυσης. Η θετική ανάλυση επικεντρώνεται στις καθαρά τεχνοκρατικές πτυχές της οικονομικής πολιτικής. Αν για παράδειγμα η κυβέρνηση πρέπει να επιβάλει μια νέα φορολογία και εξετάζει δύο επιλογές, η θετική ανάλυση θα εκτιμήσει τις επιπτώσεις της κάθε φορολογίας στα κρατικά έσοδα, την κατανομή του φορολογικού βάρους, τη συμπεριφορά πολιτών και επιχειρήσεων και την οικονομική δραστηριότητα. Η δεοντολογική ανάλυση θα προχωρήσει ένα βήμα πάρα πέρα προβαίνοντας σε συγκεκριμένες εισηγήσεις ως το προς το ποια φορολογία είναι η πιο κατάλληλη. Στην επιλογή αυτή αναπόφευκτα υπεισέρχεται και το στοιχείο της υποκειμενικής κρίσης. Η μια φορολογία μπορεί να ευνοεί (ή να ζημιώνει λιγότερο) μια ομάδα πολιτών, ενώ η άλλη να ευνοεί μια διαφορετική ομάδα. Επιλέγοντας μια από τις δύο πολιτικές ουσιαστικά επιλέγουμε ποια από τις δύο ομάδες θα ευνοήσουμε, κάτι που είναι θέμα προσωπικής προτίμησης και ιδεολογίας.
Είναι απόλυτα φυσιολογικό και θεμιτό η ιδεολογία να διαδραματίζει ρόλο στη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής στο πλαίσιο που μόλις αναφέραμε. Αυτό που δεν είναι λογικό είναι στο όνομα της ιδεολογίας κάποιες επιλογές να αποκλείονται εκ προοιμίου και να μην λαμβάνονται υπόψιν τα δεδομένα και η τεχνοκρατική ανάλυση. Στον τόπο μας αυτό το φαινόμενο παρουσιάζεται συχνά, όπως φαίνεται από τρία παραδείγματα από την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.
Το πρώτο παράδειγμα είναι οι αερομεταφορές. Από οικονομικής και επιχειρηματικής άποψης, η λύση είναι ξεκάθαρη και ονομάζεται ιδιωτικοποίηση. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για το κράτος να είναι ιδιοκτήτης αεροπορικών εταιρειών, για αυτό και όλες σχεδόν οι σύγχρονες οικονομίες έχουν εγκαταλείψει αυτό το ρόλο. Στην Κύπρο η λύση αυτή είναι εκτός συζήτησης για καθαρά ιδεολογικούς λόγους. Τα αποτελέσματα είναι ενώπιόν μας.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την ΑΤΑ. Επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι το σύστημα όπως εφαρμόζεται σήμερα αποζημιώνει υπερβολικά τους υψηλόμισθους και ανεπαρκώς τους χαμηλόμισθους. Στην πρόταξη αυτού του δεδομένου (και άλλων στρεβλώσεων) αντιτάσσεται το θεολογικό "η ΑΤΑ είναι ευλογία" ή το ηρωικό "η ΑΤΑ κερδήθηκε μέσα από αγώνες και θυσίες" και η συζήτηση τελειώνει πριν καν αρχίσει.
Τέλος, έχουμε το παράδειγμα του ορίου συνταξιοδότησης. Όλοι οι τεχνοκράτες συμφωνούν ότι η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών σχεδίων. Η καθυστέρηση στην επέκτασή του μεταφέρει όλο και μεγαλύτερο βάρος στις επόμενες γενιές. Όμως και αυτό το μέτρο αυτό είναι εκτός συζήτησης για καθαρά ιδεολογικούς λόγους.
Η διαχείριση της οικονομίας είναι πρωτίστως τεχνοκρατική υπόθεση. Οι δογματικές προσεγγίσεις και η προσκόλληση σε ιδεολογικές θέσεις εις βάρος των πραγματικοτήτων επί του εδάφους δυσχεραίνουν την επίλυση μεγάλων προβλημάτων και οδηγούν σε μια επικίνδυνη αποτελμάτωση.
Πολίτης, 14/11/2010
Είναι απόλυτα φυσιολογικό και θεμιτό η ιδεολογία να διαδραματίζει ρόλο στη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής στο πλαίσιο που μόλις αναφέραμε. Αυτό που δεν είναι λογικό είναι στο όνομα της ιδεολογίας κάποιες επιλογές να αποκλείονται εκ προοιμίου και να μην λαμβάνονται υπόψιν τα δεδομένα και η τεχνοκρατική ανάλυση. Στον τόπο μας αυτό το φαινόμενο παρουσιάζεται συχνά, όπως φαίνεται από τρία παραδείγματα από την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.
Το πρώτο παράδειγμα είναι οι αερομεταφορές. Από οικονομικής και επιχειρηματικής άποψης, η λύση είναι ξεκάθαρη και ονομάζεται ιδιωτικοποίηση. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για το κράτος να είναι ιδιοκτήτης αεροπορικών εταιρειών, για αυτό και όλες σχεδόν οι σύγχρονες οικονομίες έχουν εγκαταλείψει αυτό το ρόλο. Στην Κύπρο η λύση αυτή είναι εκτός συζήτησης για καθαρά ιδεολογικούς λόγους. Τα αποτελέσματα είναι ενώπιόν μας.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την ΑΤΑ. Επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι το σύστημα όπως εφαρμόζεται σήμερα αποζημιώνει υπερβολικά τους υψηλόμισθους και ανεπαρκώς τους χαμηλόμισθους. Στην πρόταξη αυτού του δεδομένου (και άλλων στρεβλώσεων) αντιτάσσεται το θεολογικό "η ΑΤΑ είναι ευλογία" ή το ηρωικό "η ΑΤΑ κερδήθηκε μέσα από αγώνες και θυσίες" και η συζήτηση τελειώνει πριν καν αρχίσει.
Τέλος, έχουμε το παράδειγμα του ορίου συνταξιοδότησης. Όλοι οι τεχνοκράτες συμφωνούν ότι η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών σχεδίων. Η καθυστέρηση στην επέκτασή του μεταφέρει όλο και μεγαλύτερο βάρος στις επόμενες γενιές. Όμως και αυτό το μέτρο αυτό είναι εκτός συζήτησης για καθαρά ιδεολογικούς λόγους.
Η διαχείριση της οικονομίας είναι πρωτίστως τεχνοκρατική υπόθεση. Οι δογματικές προσεγγίσεις και η προσκόλληση σε ιδεολογικές θέσεις εις βάρος των πραγματικοτήτων επί του εδάφους δυσχεραίνουν την επίλυση μεγάλων προβλημάτων και οδηγούν σε μια επικίνδυνη αποτελμάτωση.
Πολίτης, 14/11/2010
7 Νοεμβρίου 2010
Η απλή αριθμητική του ΤΚΑ
Σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη στην οποία στηρίχτηκε η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων του 2009, το ισοζύγιο χρηματοροών του ΤΚΑ (οι εισφορές μείον οι πληρωμές) θα μετατραπεί σε αρνητικό γύρω στο 2030. Οι υπολογισμοί αυτοί έγιναν στη βάση κάποιων παραδοχών οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί από τότε ως υπερ-αισιόδοξες και στην πράξη αποδείχτηκαν πολύ γρήγορα ως τέτοιες. Χαρακτηριστικά, οι παραδοχές για ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ήταν στο 4,3% και για την ανεργία στο 3,5%. Οι υπολογισμοί του Συνδέσμου Αναλογιστών Κύπρου (ΣΑΚ) με βάση πιο ρεαλιστικές (κατά την κρίση τους) παραδοχές δείχνουν ότι το ισοζύγιο του Ταμείου θα καταστεί αρνητικό γύρω στο 2020.
Η ανακοίνωση του ΣΑΚ δεν αναφέρει τις παραδοχές που χρησιμοποιούν και συνεπώς δεν είμαστε σε θέση να τις κρίνουμε. Όμως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα δεδομένα έχουν χειροτερέψει και ότι η μέρα που το ισοζύγιο χρηματοροών θα καταστεί αρνητικό θα έρθει αρκετά νωρίτερα από το 2030. Για αυτό ξενίζει η έντονη αντίδραση της κυβέρνησης, η οποία γνωρίζει (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει) ότι αυτό θα δείξει η νέα αναλογιστική μελέτη που θα είναι έτοιμη σε δύο μήνες.
Όμως η ουσία του θέματος είναι αλλού. Όπως πολύ σωστά αναφέρει η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Εργασίας, η κύρια πηγή εσόδων του ΤΚΑ είναι οι εισφορές. Συνεπώς η μακροχρόνια βιωσιμότητα του Ταμείου διασφαλίζεται μόνο εάν οι εισφορές είναι αρκετές για να καλύψουν τις υποχρεώσεις του στο διηνεκές. Δεν έχει τόση σημασία αν το ισοζύγιο θα καταστεί αρνητικό το 2020 ή το 2030, ούτε αν το αποθεματικό θα εξαντληθεί το 2035 ή το 2045. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η μέρα που αυτά τα σενάρια θα γίνουν πραγματικότητα θα φτάσει και ότι δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζουμε. Οι νέοι που μπαίνουν σήμερα στην αγορά εργασίας θα είναι ακόμα σε εργάσιμη ηλικία όταν το αποθεματικό θα έχει εξαντληθεί. Ζητούμε δηλαδή από αυτούς τους νέους να εργάζονται και να συνεισφέρουν για τα επόμενα 35-40 χρόνια γνωρίζοντας ότι δεν θα έχουμε αρκετά έσοδα για να καλύψουμε τις συντάξεις τους. Μπορεί κανείς να κοιτάξει αυτούς τους νέους στα μάτια και να τους διαβεβαιώσει ότι θα πάρουν κανονική σύνταξη στα 60 ή στα 65 όπως οι γονείς τους;
Η κυβέρνηση θεωρεί τη μεταρρύθμιση του 2009 ως μια από τις μεγαλύτερές της επιτυχίες και είναι φυσιολογικό να την υπερασπίζεται. Όμως δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα. Τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα και δείχνουν ότι το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν είναι μακροχρόνια βιώσιμο. Όσο περισσότερο καθυστερούμε να αναγνωρίσουμε και να διορθώσουμε το πρόβλημα, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάρος που μεταφέρουμε στις επόμενες γενιές.
Η ανακοίνωση του ΣΑΚ δεν αναφέρει τις παραδοχές που χρησιμοποιούν και συνεπώς δεν είμαστε σε θέση να τις κρίνουμε. Όμως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα δεδομένα έχουν χειροτερέψει και ότι η μέρα που το ισοζύγιο χρηματοροών θα καταστεί αρνητικό θα έρθει αρκετά νωρίτερα από το 2030. Για αυτό ξενίζει η έντονη αντίδραση της κυβέρνησης, η οποία γνωρίζει (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει) ότι αυτό θα δείξει η νέα αναλογιστική μελέτη που θα είναι έτοιμη σε δύο μήνες.
Όμως η ουσία του θέματος είναι αλλού. Όπως πολύ σωστά αναφέρει η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Εργασίας, η κύρια πηγή εσόδων του ΤΚΑ είναι οι εισφορές. Συνεπώς η μακροχρόνια βιωσιμότητα του Ταμείου διασφαλίζεται μόνο εάν οι εισφορές είναι αρκετές για να καλύψουν τις υποχρεώσεις του στο διηνεκές. Δεν έχει τόση σημασία αν το ισοζύγιο θα καταστεί αρνητικό το 2020 ή το 2030, ούτε αν το αποθεματικό θα εξαντληθεί το 2035 ή το 2045. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η μέρα που αυτά τα σενάρια θα γίνουν πραγματικότητα θα φτάσει και ότι δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζουμε. Οι νέοι που μπαίνουν σήμερα στην αγορά εργασίας θα είναι ακόμα σε εργάσιμη ηλικία όταν το αποθεματικό θα έχει εξαντληθεί. Ζητούμε δηλαδή από αυτούς τους νέους να εργάζονται και να συνεισφέρουν για τα επόμενα 35-40 χρόνια γνωρίζοντας ότι δεν θα έχουμε αρκετά έσοδα για να καλύψουμε τις συντάξεις τους. Μπορεί κανείς να κοιτάξει αυτούς τους νέους στα μάτια και να τους διαβεβαιώσει ότι θα πάρουν κανονική σύνταξη στα 60 ή στα 65 όπως οι γονείς τους;
Η κυβέρνηση θεωρεί τη μεταρρύθμιση του 2009 ως μια από τις μεγαλύτερές της επιτυχίες και είναι φυσιολογικό να την υπερασπίζεται. Όμως δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα. Τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα και δείχνουν ότι το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν είναι μακροχρόνια βιώσιμο. Όσο περισσότερο καθυστερούμε να αναγνωρίσουμε και να διορθώσουμε το πρόβλημα, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάρος που μεταφέρουμε στις επόμενες γενιές.
Πολίτης, 7/11/2010
31 Οκτωβρίου 2010
Φιλοσοφία διαχωρισμού και συγκεντρωτισμού
ΑΚΕΛ και Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας "καθοδηγούνται από διαφορετική φιλοσοφία", δήλωσε την περασμένη Τρίτη ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ κος Άντρος Κυπριανού. Από μια σκοπιά, η δήλωση αυτή θα μπορούσε να ξεπεραστεί χωρίς σχολιασμό διότι λέει τα αυτονόητα. Όμως το ύφος των δηλώσεων του κου Κυπριανού δίνει έντονα την εντύπωση ότι ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ δεν διαπιστώνει απλώς μια διαφωνία αλλά κτίζει ένα τείχος. Ένα τείχος το οποίο διαχωρίζει τον κόσμο σε δύο κατηγορίες, αυτούς που ασπάζονται τη δική του φιλοσοφία και τους άλλους. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι τεχνοκρατικός αλλά ιδεολογικός. Η διαφορά είναι ουσιαστική. Όταν δύο άτομα διαφωνούν σε κάποιο τεχνοκρατικό ζήτημα, υπάρχει η δυνατότητα να συζητήσουν με καλή διάθεση και ανοιχτό μυαλό και να βρουν μια λύση. Όταν η διαφωνία παρουσιάζεται ως ιδεολογική διάσταση, τότε κάθε περιθώριο συζήτησης εξαφανίζεται. Με τις δηλώσεις του ο κος Κυπριανού κατατάσσει τον Διοικητή της ΚΤ (και όλους όσους συμφωνούν μαζί του) στην κατηγορία των "άλλων", οι οποίοι έχουν διαφορετικές - και ίσως μη αγαθές - προθέσεις και άρα οι απόψεις τους απορρίπτονται ασυζητητί. Η προσέγγιση αυτή αναγάγει καθαρά τεχνοκρατικά ζητήματα (όπως αυτό της ΑΤΑ και του ορίου συνταξιοδότησης) σε επίπεδο θείας εντολής και τα θέτει εκτός συζήτησης, δαιμονοποιώντας ταυτόχρονα όσους τα προτείνουν.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο ερώτημα. Γιατί το ΑΚΕΛ αντέδρασε τόσο έντονα στις δηλώσεις του Διοικητή, οι οποίες στο κάτω-κάτω δεν ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες; Παρόμοιες θέσεις με αυτές του Διοικητή έχουν διατυπωθεί από πολλούς σχολιαστές (συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος) και από τα περισσότερα πολιτικά κόμματα. Γιατί τόσο μένος εναντίον του Διοικητή; Έχω την εντύπωση ότι αυτό που πρωτίστως ενόχλησε είναι ότι η αμφισβήτηση προήλθε από ένα κρατικό αξιωματούχο. Έχουμε και στο παρελθόν δει ενδείξεις ότι το ΑΚΕΛ θεωρεί ότι οι κρατικοί αξιωματούχοι πρέπει να συντάσσονται με τις κυβερνητικές θέσεις και να μη δημοσιοποιούν τυχόν διαφωνίες τους. Η λογική αυτή αντανακλά και τον τρόπο που το ΑΚΕΛ λειτουργεί εσωτερικά ως κόμμα. Αυτή η συγκεντρωτική προσέγγιση είναι απόλυτα αποδεκτή σε ένα πολιτικό κόμμα, όμως δεν συμβαδίζει με τη φιλοσοφία μιας σύγχρονης πλουραλιστικής δημοκρατίας, βασικό στοιχείο της οποίας είναι η ύπαρξη ανεξάρτητων θεσμών. Θεσμοί όπως η δικαστική εξουσία, η Κεντρική Τράπεζα και οι διάφορες εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές πρέπει να λειτουργούν ανεξάρτητα από την εκάστοτε κυβέρνηση για να μπορούν να επιτελέσουν το έργο που τους αναθέτει η πολιτεία με αποκλειστικό γνώμονα τεχνοκρατικά και όχι πολιτικά ή κομματικά κριτήρια. Η εκλελεγμένη κυβέρνηση έχει ασφαλώς το δικαίωμα να χαράζει πολιτική, δεν κατέχει όμως το αλάθητο και ούτε είναι υπεράνω κριτικής. Η ανοιχτή υπόσκαψη ενός κρατικού θεσμού από την εκτελεστική εξουσία πλήττει την αξιοπιστία του κράτους και την ίδια τη δημοκρατία.
Πολίτης, 31/10/2010
Υπάρχει όμως και ένα άλλο ερώτημα. Γιατί το ΑΚΕΛ αντέδρασε τόσο έντονα στις δηλώσεις του Διοικητή, οι οποίες στο κάτω-κάτω δεν ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες; Παρόμοιες θέσεις με αυτές του Διοικητή έχουν διατυπωθεί από πολλούς σχολιαστές (συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος) και από τα περισσότερα πολιτικά κόμματα. Γιατί τόσο μένος εναντίον του Διοικητή; Έχω την εντύπωση ότι αυτό που πρωτίστως ενόχλησε είναι ότι η αμφισβήτηση προήλθε από ένα κρατικό αξιωματούχο. Έχουμε και στο παρελθόν δει ενδείξεις ότι το ΑΚΕΛ θεωρεί ότι οι κρατικοί αξιωματούχοι πρέπει να συντάσσονται με τις κυβερνητικές θέσεις και να μη δημοσιοποιούν τυχόν διαφωνίες τους. Η λογική αυτή αντανακλά και τον τρόπο που το ΑΚΕΛ λειτουργεί εσωτερικά ως κόμμα. Αυτή η συγκεντρωτική προσέγγιση είναι απόλυτα αποδεκτή σε ένα πολιτικό κόμμα, όμως δεν συμβαδίζει με τη φιλοσοφία μιας σύγχρονης πλουραλιστικής δημοκρατίας, βασικό στοιχείο της οποίας είναι η ύπαρξη ανεξάρτητων θεσμών. Θεσμοί όπως η δικαστική εξουσία, η Κεντρική Τράπεζα και οι διάφορες εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές πρέπει να λειτουργούν ανεξάρτητα από την εκάστοτε κυβέρνηση για να μπορούν να επιτελέσουν το έργο που τους αναθέτει η πολιτεία με αποκλειστικό γνώμονα τεχνοκρατικά και όχι πολιτικά ή κομματικά κριτήρια. Η εκλελεγμένη κυβέρνηση έχει ασφαλώς το δικαίωμα να χαράζει πολιτική, δεν κατέχει όμως το αλάθητο και ούτε είναι υπεράνω κριτικής. Η ανοιχτή υπόσκαψη ενός κρατικού θεσμού από την εκτελεστική εξουσία πλήττει την αξιοπιστία του κράτους και την ίδια τη δημοκρατία.
Πολίτης, 31/10/2010
24 Οκτωβρίου 2010
Η παρακμή των μεγάλων συνδικάτων
Τα εργατικά συνδικάτα έχουν ως στόχο την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μελών τους και τη βελτίωση των όρων εργασίας τους. Από αυτή τη σκοπιά, είναι απολύτως φυσιολογικό να βλέπουμε την ΠΑΣΥΔΥ να υπερασπίζεται με σθένος τα κεκτημένα των μελών της. Αυτό που φαίνεται κάπως περίεργο είναι το γεγονός ότι συντεχνίες όπως η ΠΕΟ Και η ΣΕΚ συντάσσονται με την ΠΑΣΥΔΥ και υπερασπίζονται τα προνόμια των δημοσίων υπαλλήλων.
Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Ένας λόγος - που επηρεάζει κυρίως την ΠΕΟ - είναι η αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων. Παγιδευμένες σε μια λογική ταξικής πάλης, οι συντεχνίες διαχωρίζουν τους πολίτες σε εργαζόμενους και κεφαλαιοκράτες, και υπερασπίζονται αδιάκριτα τους μεν και κατακεραυνώνουν τους δε. Η λογική αυτή εξισώνει την πωλήτρια που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό με τον ανώτατο δημόσιο υπάλληλο με όλα του τα ωφελήματα, ενώ κατατάσσει στην εχθρική παράταξη τον ελεύθερο επαγγελματία που μπορεί να εργάζεται 60 ώρες τη βδομάδα σε δύσκολες συνθήκες για να βγάλει τα προς το ζειν.
Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι η εξελικτική πορεία της οικονομίας έχει δημιουργήσει τάσεις φθοράς στα ιστορικά εργατικά συνδικάτα. Η συρρίκνωση της βιομηχανίας έχει διαβρώσει την παραδοσιακή βάση ισχύος των συντεχνιών με αποτέλεσμα να τις αποδυναμώσει σημαντικά, ενώ ταυτόχρονα έχει αυξηθεί ο ρόλος σε αυτές των εργαζομένων σε ημικρατικούς οργανισμούς. Και οι δύο τάσεις - η γενική αποδυνάμωση και η αλλαγή στις εσωτερικές ισορροπίες υπέρ των εργαζομένων στους ημικρατικούς - σπρώχνουν τις συντεχνίες προς συμπόρευση με την ΠΑΣΥΔΥ. Η γενική αποδυνάμωση των συντεχνιών τις ωθεί να συμπορευθούν με την πανίσχυρη ΠΑΣΥΔΥ με την προσδοκία ότι η τελευταία θα τις στηρίξει σε κάποια θέματα που τις ενδιαφέρουν. Η αυξημένη επιρροή των εργαζομένων στους ημικρατικούς οργανισμούς υποχρεώνει τις συντεχνίες - και ειδικά τη ΣΕΚ, η οποία εκπροσωπεί τη μεγάλη πλειοψηφία αυτών των εργαζομένων - να συντάσσονται με την ΠΑΣΥΔΥ, αφού τα συμφέροντα δημοσίων και ημιδημοσίων υπαλλήλων ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι συντεχνίες λειτουργούν ουσιαστικά ως δορυφόροι της ΠΑΣΥΔΥ, εκπροσωπώντας όλο και λιγότερο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και όλο και περισσότερο τα συμφέροντα μιας πιο προνομιούχας τάξης εργαζομένων. Οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα (εκτός των τραπεζικών υπαλλήλων) ουσιαστικά έχουν μείνει χωρίς εκπροσώπηση και τα συμφέροντά τους περνούν σε δεύτερη μοίρα. Κι όμως αυτή είναι η πιο ευάλωτη κατηγορία εργαζομένων, η οποία πληρώνει το τίμημα της οικονομικής ύφεσης υπό μορφή καθηλωμένων μισθών και αυξημένης ανεργίας.
Πολίτης, 24/10/10
Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Ένας λόγος - που επηρεάζει κυρίως την ΠΕΟ - είναι η αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων. Παγιδευμένες σε μια λογική ταξικής πάλης, οι συντεχνίες διαχωρίζουν τους πολίτες σε εργαζόμενους και κεφαλαιοκράτες, και υπερασπίζονται αδιάκριτα τους μεν και κατακεραυνώνουν τους δε. Η λογική αυτή εξισώνει την πωλήτρια που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό με τον ανώτατο δημόσιο υπάλληλο με όλα του τα ωφελήματα, ενώ κατατάσσει στην εχθρική παράταξη τον ελεύθερο επαγγελματία που μπορεί να εργάζεται 60 ώρες τη βδομάδα σε δύσκολες συνθήκες για να βγάλει τα προς το ζειν.
Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι η εξελικτική πορεία της οικονομίας έχει δημιουργήσει τάσεις φθοράς στα ιστορικά εργατικά συνδικάτα. Η συρρίκνωση της βιομηχανίας έχει διαβρώσει την παραδοσιακή βάση ισχύος των συντεχνιών με αποτέλεσμα να τις αποδυναμώσει σημαντικά, ενώ ταυτόχρονα έχει αυξηθεί ο ρόλος σε αυτές των εργαζομένων σε ημικρατικούς οργανισμούς. Και οι δύο τάσεις - η γενική αποδυνάμωση και η αλλαγή στις εσωτερικές ισορροπίες υπέρ των εργαζομένων στους ημικρατικούς - σπρώχνουν τις συντεχνίες προς συμπόρευση με την ΠΑΣΥΔΥ. Η γενική αποδυνάμωση των συντεχνιών τις ωθεί να συμπορευθούν με την πανίσχυρη ΠΑΣΥΔΥ με την προσδοκία ότι η τελευταία θα τις στηρίξει σε κάποια θέματα που τις ενδιαφέρουν. Η αυξημένη επιρροή των εργαζομένων στους ημικρατικούς οργανισμούς υποχρεώνει τις συντεχνίες - και ειδικά τη ΣΕΚ, η οποία εκπροσωπεί τη μεγάλη πλειοψηφία αυτών των εργαζομένων - να συντάσσονται με την ΠΑΣΥΔΥ, αφού τα συμφέροντα δημοσίων και ημιδημοσίων υπαλλήλων ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι συντεχνίες λειτουργούν ουσιαστικά ως δορυφόροι της ΠΑΣΥΔΥ, εκπροσωπώντας όλο και λιγότερο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και όλο και περισσότερο τα συμφέροντα μιας πιο προνομιούχας τάξης εργαζομένων. Οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα (εκτός των τραπεζικών υπαλλήλων) ουσιαστικά έχουν μείνει χωρίς εκπροσώπηση και τα συμφέροντά τους περνούν σε δεύτερη μοίρα. Κι όμως αυτή είναι η πιο ευάλωτη κατηγορία εργαζομένων, η οποία πληρώνει το τίμημα της οικονομικής ύφεσης υπό μορφή καθηλωμένων μισθών και αυξημένης ανεργίας.
Πολίτης, 24/10/10
17 Οκτωβρίου 2010
Η σημασία του Νόμπελ
Το Νόμπελ είναι ένα καθαρά ατομικό βραβείο. Αναγνωρίζει και επιβραβεύει συγκεκριμένα επιτεύγματα ερευνητών που με τις ιδέες τους διευρύνουν τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Η βράβευση του Χριστόφορου Πισσαρίδη με το βραβείο Νόμπελ είναι λοιπόν ένα τεράστιο επίτευγμα το οποίο πρέπει να πιστωθεί αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο το βραβευμένο. Αναπόφευκτα βέβαια, κάποια από την αίγλη που συνοδεύει το βραβείο μεταφέρεται και στους ανθρώπους και τους οργανισμούς με τους οποίους συνδέεται ο βραβευμένος επιστήμονας. Έτσι και η Κύπρος πρέπει να αισθάνεται περήφανη γιατί ένας δικός μας άνθρωπος έφτασε στην ανώτατη βαθμίδα της επιστημονικής καταξίωσης. Τα μηνύματα που παίρνουμε αυτές τις μέρες από φίλους και συνεργάτες στο εξωτερικό αποτελούν ένδειξη ότι αυτή η σύνδεση δεν περνά απαρατήρητη.
Αυτό όμως που έχει πολύ μεγαλύτερη πρακτική σημασία είναι ότι ο βραβευθείς δεν είναι απλώς κάποιος Κύπριος που διαπρέπει στο εξωτερικό. Είναι ένας άνθρωπος που διατηρεί στενούς δεσμούς με τον τόπο του και μάλιστα από τον ερχόμενο Ιανουάριο θα βρίσκεται στην Κύπρο ως τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Για να γίνει αντιληπτή η τεράστια σημασία αυτού του γεγονότος χρειάζεται να επισημάνουμε ορισμένα δεδομένα. Είναι γνωστό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πρωτοπόρες στην επιστημονική έρευνα και τα περισσότερα βραβεία Νόμπελ δίνονται σε ερευνητές που ζουν και εργάζονται στις ΗΠΑ. Στην οικονομική επιστήμη το φαινόμενο αυτό είναι ίσως ακόμα πιο έντονο από ότι είναι στις υπόλοιπες επιστήμες. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν μόνο δύο εν ζωή Νομπελίστες οικονομολόγοι εκτός ΗΠΑ (ο Selten στη Γερμανία και ο Aumann στο Ισραήλ). Δεδομένου ότι αμφότεροι είναι 80άρηδες, συμπεραίνουμε ότι από τον ερχόμενο Ιανουάριο ο μόνος ενεργός Νομπελίστας οικονομολόγος εκτός ΗΠΑ θα ζει στην Κύπρο και θα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου! Η εδώ παρουσία του Χρ. Πισσαρίδη αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης προς το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Τμήμα Οικονομικών και αναβαθμίζει το κύρος τους στο διεθνή χώρο, κάτι που θα είναι εξαιρετικά χρήσιμο στις προσπάθειες προσέλκυσης φοιτητών και ακαδημαϊκού προσωπικού.
Η βράβευση Πισσαρίδη φέρνει στην επιφάνεια και τον τρόπο που η Κύπρος (δεν) αξιοποιεί τους αρίστους της. Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης ήταν διακεκριμένος και το 2001, όμως προτιμήθηκε τότε κάποιος με σαφώς λιγότερα προσόντα για το νευραλγικό πόστο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Η υπεροχή των διασυνδέσεων επί των προσόντων είναι δυστυχώς ο κανόνας και όχι η εξαίρεση σε όλες τις εκφάνσεις τις πολιτικής μας ζωής. Ας ελπίσουμε ότι η βράβευση Πισσαρίδη θα χτυπήσει καμπανάκι και θα αποτελέσει το έναυσμα για μια καλύτερη αξιοποίηση των πολλών Κυπρίων που διαπρέπουν τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό.
Πολίτης, 17/10/2010
Μια διόρθωση: υπάρχει ακόμα ένας εν ζωή οικονομολόγος εκτός ΗΠΑ, ο James Mirrlees (Ην. Βασίλειο).
Αυτό όμως που έχει πολύ μεγαλύτερη πρακτική σημασία είναι ότι ο βραβευθείς δεν είναι απλώς κάποιος Κύπριος που διαπρέπει στο εξωτερικό. Είναι ένας άνθρωπος που διατηρεί στενούς δεσμούς με τον τόπο του και μάλιστα από τον ερχόμενο Ιανουάριο θα βρίσκεται στην Κύπρο ως τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Για να γίνει αντιληπτή η τεράστια σημασία αυτού του γεγονότος χρειάζεται να επισημάνουμε ορισμένα δεδομένα. Είναι γνωστό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πρωτοπόρες στην επιστημονική έρευνα και τα περισσότερα βραβεία Νόμπελ δίνονται σε ερευνητές που ζουν και εργάζονται στις ΗΠΑ. Στην οικονομική επιστήμη το φαινόμενο αυτό είναι ίσως ακόμα πιο έντονο από ότι είναι στις υπόλοιπες επιστήμες. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν μόνο δύο εν ζωή Νομπελίστες οικονομολόγοι εκτός ΗΠΑ (ο Selten στη Γερμανία και ο Aumann στο Ισραήλ). Δεδομένου ότι αμφότεροι είναι 80άρηδες, συμπεραίνουμε ότι από τον ερχόμενο Ιανουάριο ο μόνος ενεργός Νομπελίστας οικονομολόγος εκτός ΗΠΑ θα ζει στην Κύπρο και θα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου! Η εδώ παρουσία του Χρ. Πισσαρίδη αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης προς το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Τμήμα Οικονομικών και αναβαθμίζει το κύρος τους στο διεθνή χώρο, κάτι που θα είναι εξαιρετικά χρήσιμο στις προσπάθειες προσέλκυσης φοιτητών και ακαδημαϊκού προσωπικού.
Η βράβευση Πισσαρίδη φέρνει στην επιφάνεια και τον τρόπο που η Κύπρος (δεν) αξιοποιεί τους αρίστους της. Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης ήταν διακεκριμένος και το 2001, όμως προτιμήθηκε τότε κάποιος με σαφώς λιγότερα προσόντα για το νευραλγικό πόστο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Η υπεροχή των διασυνδέσεων επί των προσόντων είναι δυστυχώς ο κανόνας και όχι η εξαίρεση σε όλες τις εκφάνσεις τις πολιτικής μας ζωής. Ας ελπίσουμε ότι η βράβευση Πισσαρίδη θα χτυπήσει καμπανάκι και θα αποτελέσει το έναυσμα για μια καλύτερη αξιοποίηση των πολλών Κυπρίων που διαπρέπουν τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό.
Πολίτης, 17/10/2010
Μια διόρθωση: υπάρχει ακόμα ένας εν ζωή οικονομολόγος εκτός ΗΠΑ, ο James Mirrlees (Ην. Βασίλειο).
10 Οκτωβρίου 2010
Ποιοι επωμίστηκαν το κόστος της κρίσης;
Συναντήθηκε ο Υπουργός Οικονομικών με την ΠΑΣΥΔΥ αλλά η συντεχνία των δημοσίων υπαλλήλων δεν έδειξε καμία διάθεση να διευκολύνει την κυβέρνηση στην προσπάθεια συγκράτησης των δημοσίων δαπανών. Αυτό δεν πρέπει να εξέπληξε κανένα, αφού είναι γνωστό ότι η ΠΑΣΥΔΥ υπερασπίζεται με σθένος τα κεκτημένα των μελών της. Σε ανακοίνωσή της την Πέμπτη, η ΠΑΣΥΔΥ επανέλαβε τη γνωστή θέση για "δίκαιο καταμερισμό των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης" και εξέφρασε έντονη πικρία και δυσαρέσκεια "για τη συνεχιζόμενη και εντεινόμενη προσπάθεια να επωμισθούν τα βάρη μόνον οι εργαζόμενοι". Αξιοσημείωτη είναι η έξυπνη αναφορά σε "εργαζόμενους" και όχι σε δημοσίους υπαλλήλους. Με τον τρόπο αυτό η ΠΑΣΥΔΥ βάζει δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους στο ίδιο καζάνι και εκβιάζει την υποστήριξη των συντεχνιών του ιδιωτικού τομέα. (Το γιατί οι τελευταίες πέφτουν σε αυτή την παγίδα είναι κάτι που θα απασχολήσει τη στήλη προσεχώς.)
Ποιοι έχουν επωμιστεί το κόστος της κρίσης; Το μεγαλύτερο κόστος επωμίστηκαν αναμφισβήτητα οι άνεργοι, ο αριθμός των οποίων ξεπέρασε τις 24.000 τον περασμένο Μάρτιο και παραμένει πάνω από τις 20.000. Όσον αφορά τις απολαβές, τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας δείχνουν ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2010 οι μέσες απολαβές ήταν αυξημένες κατά μόνο 1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο του 2009 (και μειωμένες σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο). Αν λάβουμε υπόψιν ότι οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων έχουν αυξηθεί κατά περίπου 5% αυτή την περίοδο (ΑΤΑ συν προσαυξήσεις), συμπεραίνουμε ότι οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν μειωθεί τον τελευταίο χρόνο.
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, τα στοιχεία του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων δείχνουν ότι τα δημόσια έσοδα από τον εταιρικό φόρο ήταν μειωμένα κατά 11% το 2009 σε σχέση με το 2008, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2010 ήταν μειωμένα κατά 25% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2009. Η μείωση αυτή αντανακλά προφανώς και ανάλογη μείωση των εταιρικών κερδών, συνεπώς και οι επιχειρήσεις έχουν νιώσει έντονα τις επιπτώσεις της κρίσης.
Τα πιο πάνω στοιχεία δείχνουν ότι το κόστος της κρίσης έχει πέσει σχεδόν αποκλειστικά στους ώμους του ιδιωτικού τομέα: στις επιχειρήσεις, στους εργαζόμενους σε αυτές, και σε όσους αναζητούν εργασία. Το μόνο κόστος που έχουν επωμιστεί οι υπάλληλοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα είναι ο περιορισμός των αυξήσεων τους στο 5% αντί του 7% στο οποίο έχουν συνηθίσει. Κι όμως, η ΠΑΣΥΔΥ θεωρεί ορθόν ο ιδιωτικός τομέας να φορτωθεί με ακόμα μεγαλύτερα φορολογικά βάρη ώστε τα μέλη της να συνεχίσουν να απολαμβάνουν ένα συνεχώς αυξανόμενο βιοτικό επίπεδο, εις πείσμα κάθε κρίσης.
Πολίτης, 10/10/2010
3 Οκτωβρίου 2010
Οικονομική ακυβερνησία
Παρακολουθώντας τις δηλώσεις που έχουν γίνει τις τελευταίες βδομάδες με αφορμή την κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού, αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι οι θέσεις που διατυπώνονται από πλευράς Υπουργού Οικονομικών. Ο ΥΠΟΙΚ δηλώνει ξεκάθαρα ότι τα περιθώρια εξοικονομήσεων μέσω περικοπών στις λειτουργικές δαπάνες του κράτους έχουν εξαντληθεί και ότι απαιτούνται πλέον πιο ριζικές λύσεις, υπονοώντας σαφώς τη ανάγκη μείωσης του κρατικού μισθολογίου. Επιπλέον, ο Υπουργός έχει χρησιμοποιήσει αρκετές φορές τον τελευταίο καιρό τον όρο "ωρολογιακή βόμβα" για να περιγράψει το συνταξιοδοτικό πρόβλημα.
Αποτελεί πάγια θέση της στήλης εδώ και ένα χρόνο ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά χωρίς ριζικές τομές στις κρατικές δαπάνες για μισθούς και συντάξεις. Καταγράφουμε λοιπόν ως θετικό το γεγονός ότι ο Υπουργός τοποθετείται σήμερα με παρόμοιο τρόπο. Από την άλλη όμως, τα λόγια του Υπουργού δεν συνοδεύονται από τα αντίστοιχα μέτρα. Σύμφωνα με το έγγραφο που δημοσιεύτηκε στον τύπο, η κυβέρνηση σκοπεύει να πετύχει τον στόχο της μείωσης του ελλείμματος στο 4,5% αντλώντας γύρω στα €300 εκ. από φόρους και κάνοντας περικοπές... €20-35 εκ.! Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει καταθέσει τα όπλα στη μάχη των περικοπών και προσπαθεί να λύσει τα προβλήματά της φορτώνοντάς τα στους φορολογούμενους.
Ανάμεσα στα μέτρα υπάρχει και μια δειλή αναφορά σε "έναρξη διαλόγου" με τις συντεχνίες για τη δημιουργία Ταμείου Συντάξεων στο οποίο θα συνεισφέρουν και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Αυτό θα ήταν ασφαλώς μια θετική εξέλιξη, όμως αυτό το μέτρο είχε εξαγγελθεί από τον ΥΠΟΙΚ τον περασμένο Δεκέμβριο. Ποιον περιμένουμε για να ξεκινήσει ο διάλογος; Και - μια και ο λόγος περί διαλόγων - τι γίνεται με τον άλλο διάλογο με την ΠΑΣΥΔΥ που θα ξεκινούσε τον περασμένο Φεβρουάριο; Είχε ανακοινωθεί τότε ότι ο Πρόεδρος Χριστόφιας θα έκανε "προσωπική παρέμβαση" ώστε να διάλογος να έχει το ποθούμενο αποτέλεσμα. Έκτοτε δεν έχουμε ακούσει τίποτα για το θέμα. Ξεκίνησε καμιά φορά; Επιτεύχθηκε οποιαδήποτε πρόοδος; Ένα άλλο θέμα για το οποίο είχαμε ακούσει πολλά πριν ένα χρόνο αλλά πολύ λίγα έκτοτε είναι το θέμα της φοροδιαφυγής. Η κυβέρνηση είχε θέσει - ορθώς - ως κεντρικό στόχο της την πάταξη της φοροδιαφυγής. Εγκαταλείφθηκε και αυτή η προσπάθεια;
Οι προειδοποιήσεις του ΥΠΟΙΚ και κάποιες - δειλές έστω - προσπάθειες προώθησης τολμηρών μέτρων δείχνουν ότι στο Υπουργείο Οικονομικών υπάρχει συναίσθηση της σοβαρότητας της κατάστασης. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν ισχύει στο στενό κύκλο που περιβάλλει τον Πρόεδρο. Η αδυναμία του Προεδρικού να κατανοήσει τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και να λάβει μέτρα αντιμετώπισής τους είναι πάρα πολύ ανησυχητική.
Πολίτης, 3/10/2010
26 Σεπτεμβρίου 2010
Ορθολογική φορολόγηση της αυτοκίνησης
Ευτυχώς φαίνεται ότι θα επικρατήσουν τελικά σοφότερες σκέψεις αναφορικά με το θέμα της κατάργησης των τελών κυκλοφορίας. Από όποια οπτική γωνία και να το δει κανείς, είναι πολύ δύσκολο να βρει λογική πίσω από αυτή την πρόταση της Επιτροπής Συγκοινωνιών της Βουλής. Τη στιγμή που έγνοια όλων θα έπρεπε να είναι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, μια πρόταση που αφαιρεί €83 ή €100 εκ. (ακούστηκαν και οι δύο αριθμοί) από τα δημόσια ταμεία είναι το λιγότερο ατυχής, και μάλλον κάτι πολύ χειρότερο.
Ακόμα κι αν κάποιος πιστεύει ότι στην τρέχουσα συγκυρία ενδείκνυται η μείωση του φορολογικού βάρους των πολιτών, η συγκεκριμένη ενέργεια είναι ίσως ο χειρότερος τρόπος να το κάνει. Κι αυτό γιατί τυχόν κατάργηση των τελών κυκλοφορίας δεν θα έχει καμία ουσιαστική θετική παρενέργεια στην οικονομία. Δεν θα οδηγήσει σε ανάκαμψη της αγοράς οχημάτων, γιατί επωφελούνται τόσο τα καινούρια όσο και τα υπάρχοντα οχήματα. Μελλοντικά, θα οδηγήσει σε αύξηση του μεριδίου αγοράς των οχημάτων μεγάλου κυβισμού (μια και θα μειωθεί αισθητά το κόστους ιδιοκτησίας τους), κάτι που μάλλον δεν θέλουμε. Ουσιαστικά, τυχόν κατάργηση των τελών κυκλοφορίας θα αποτελεί ένα μικρό δώρο για τους περισσότερους πολίτες που έχουν μικρομεσαία οχήματα, ένα μεγαλούτσικο δώρο για όσους έχουν οχήματα μεγάλου κυβισμού, και ένα τεράστιο δώρο για τις εταιρείες που διαθέτουν μεγάλο στόλο αυτοκινήτων.
Η εν λόγω πρόταση της Επιτροπής Συγκοινωνιών ακολουθεί μια σειρά παράδοξων ρυθμίσεων που εισήχθησαν τους τελευταίους μήνες και αφορούν τα οχήματα. Καταργήθηκε η υποχρεωτική επικόλληση του πιστοποιητικού καταλληλότητας και της άδειας κυκλοφορίας στον ανεμοθώρακα των οχημάτων, κάτι που καθιστά σχεδόν αδύνατο τον εντοπισμό όσων δεν τα κατέχουν (την ίδια στιγμή η Βουλή διαμαρτύρεται γιατί δεν εντοπίζονται οι παραβάτες!). Από την άλλη, κρίθηκε αναγκαίο να αναγράφεται η ημερομηνία κατασκευής του οχήματος στις πινακίδες κυκλοφορίας, κάτι που δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό εκτός από το να ικανοποιήσει τους εισαγωγείς καινούριων οχημάτων.
Από οικονομικής άποψης, ο καλύτερος τρόπος φορολόγησης της αυτοκίνησης είναι ο φόρος επί των καυσίμων. Η φορολόγηση των καυσίμων έχει όλα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας καλός φόρος (όσο καλός μπορεί να είναι ένας φόρος). Είναι απλός και εύκολος στην είσπραξη, κάτι που καθιστά πολύ δύσκολη τη φοροδιαφυγή. Επιπρόσθετα, "τιμωρεί" μια δραστηριότητα (την οδήγηση) που αναντίλεκτα έχει αρνητικές παρενέργειες στο κοινωνικό σύνολο και με τον τρόπο αυτό παρέχει κίνητρα για περιορισμό των αχρείαστων μετακινήσεων και για αγορά οχημάτων με χαμηλή κατανάλωση, κάτι που θα έχει θετικές επιπτώσεις και στο περιβάλλον. Αν τώρα δεν είναι ο κατάλληλος καιρός, ας το έχουμε υπόψιν για το μέλλον.
Πολίτης, 26/9/2010
19 Σεπτεμβρίου 2010
Ο Ομπάμα κι εμείς
Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν τις κυβερνητικές προτάσεις για αύξηση φορολογιών είναι ότι ακόμα και ο Μπαράκ Ομπάμα επιχειρεί να επιβάλει φορολογικές αυξήσεις. Με αυτή την αφορμή είναι χρήσιμο να δούμε πιο σφαιρικά την πολιτική Ομπάμα σε σύγκριση με αυτή της δικής μας κυβέρνησης.
Κατ' αρχάς να επισημάνουμε ότι η αύξηση που εισηγείται ο Αμερικανός πρόεδρος αφορά τους φορολογικούς συντελεστές για εισοδήματα πέραν των $250.000 ετησίως. Δηλαδή μόνο οι πλουσιότεροι Αμερικανοί θα έχουν να πληρώσουν αυξημένους φόρους. Κανένας άλλος φόρος δεν προωθείται αυτή τη στιγμή, και κυρίως κανένας φόρος που θα επιβαρύνει τις επιχειρήσεις. Αντιθέτως, πριν μερικές μέρες ο πρόεδρος Ομπάμα εξήγγειλε μια σειρά νέων μέτρων που στοχεύουν στην αναζωογόνηση της Αμερικανικής οικονομίας. Προτείνει φορολογικές ελαφρύνσεις ύψους για επιχειρήσεις που επενδύουν σε καινούρια εργοστάσια και εξοπλισμό, φορολογικές πιστώσεις σε επιχειρήσεις που κάνουν έρευνα και ανάπτυξη, πιστώσεις για δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις, και επενδύσεις σε έργα υποδομής.
Οι προτάσεις της κυβέρνησης Ομπάμα αντανακλούν την φιλοσοφία ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι η μηχανή της οικονομικής ανάπτυξης και ότι σε συνθήκες στασιμότητας το κράτος μπορεί και πρέπει να δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις ώστε να προχωρήσουν σε επενδύσεις και να δώσουν ώθηση στην οικονομία. Το αν τα μέτρα αυτά είναι τα κατάλληλα είναι κάτι που θα φανεί αν τελικά υιοθετηθούν, όμως υπάρχει πίσω τους μια ισχυρή λογική.
Η λογική αυτή είναι πολύ διαφορετική από αυτή που κυριαρχεί στην Κύπρο, τόσο στους κόλπους της κυβέρνησης όσο και σε άλλους χώρους. Σε μια δύσκολη οικονομική περίοδο η κυβέρνηση επιζητεί να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις προτείνοντας αυξημένες φορολογίες. Αυτό θα είχε ίσως κάποια λογική αν τα επιπλέον έσοδα επρόκειτο να διοχετευτούν σε παραγωγικές επενδύσεις που θα έθεταν τις βάσεις για αυξημένη οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον. Όμως μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, αφού οι παραγωγικές επενδύσεις μειώνονται και αυτές. Ουσιαστικά η οικονομία επιβαρύνεται και η ανάπτυξη τίθεται σε κίνδυνο γιατί το κράτος αδυνατεί να συγκρατήσει τα έξοδά του και φορτώνει το βάρος στον ιδιωτικό τομέα.
Η διαφορά στις δύο προσεγγίσεις είναι έκδηλη και στο πολιτικό ύφος με το οποίο εκφράζονται. Όταν ο Μπαράκ Ομπάμα υποστηρίζει την αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τους υψηλά αμειβόμενους δεν μιλά με δηκτικό τρόπο για τους "έχοντες και κατέχοντες", έως αν να ήταν ηθικά επιλήψιμο να ανήκει κάποιος σε αυτή την κατηγορία. Απευθύνεται με σεβασμό στους συμπατριώτες του μιλώντας για την ανάγκη οι πιο επιτυχημένοι από αυτούς να συνεισφέρουν περισσότερο στη συλλογική προσπάθεια για οικονομική ορθοπόδηση. Να μια προσέγγιση που αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε.
Πολίτης, 19/9/2010
Κατ' αρχάς να επισημάνουμε ότι η αύξηση που εισηγείται ο Αμερικανός πρόεδρος αφορά τους φορολογικούς συντελεστές για εισοδήματα πέραν των $250.000 ετησίως. Δηλαδή μόνο οι πλουσιότεροι Αμερικανοί θα έχουν να πληρώσουν αυξημένους φόρους. Κανένας άλλος φόρος δεν προωθείται αυτή τη στιγμή, και κυρίως κανένας φόρος που θα επιβαρύνει τις επιχειρήσεις. Αντιθέτως, πριν μερικές μέρες ο πρόεδρος Ομπάμα εξήγγειλε μια σειρά νέων μέτρων που στοχεύουν στην αναζωογόνηση της Αμερικανικής οικονομίας. Προτείνει φορολογικές ελαφρύνσεις ύψους για επιχειρήσεις που επενδύουν σε καινούρια εργοστάσια και εξοπλισμό, φορολογικές πιστώσεις σε επιχειρήσεις που κάνουν έρευνα και ανάπτυξη, πιστώσεις για δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις, και επενδύσεις σε έργα υποδομής.
Οι προτάσεις της κυβέρνησης Ομπάμα αντανακλούν την φιλοσοφία ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι η μηχανή της οικονομικής ανάπτυξης και ότι σε συνθήκες στασιμότητας το κράτος μπορεί και πρέπει να δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις ώστε να προχωρήσουν σε επενδύσεις και να δώσουν ώθηση στην οικονομία. Το αν τα μέτρα αυτά είναι τα κατάλληλα είναι κάτι που θα φανεί αν τελικά υιοθετηθούν, όμως υπάρχει πίσω τους μια ισχυρή λογική.
Η λογική αυτή είναι πολύ διαφορετική από αυτή που κυριαρχεί στην Κύπρο, τόσο στους κόλπους της κυβέρνησης όσο και σε άλλους χώρους. Σε μια δύσκολη οικονομική περίοδο η κυβέρνηση επιζητεί να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις προτείνοντας αυξημένες φορολογίες. Αυτό θα είχε ίσως κάποια λογική αν τα επιπλέον έσοδα επρόκειτο να διοχετευτούν σε παραγωγικές επενδύσεις που θα έθεταν τις βάσεις για αυξημένη οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον. Όμως μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, αφού οι παραγωγικές επενδύσεις μειώνονται και αυτές. Ουσιαστικά η οικονομία επιβαρύνεται και η ανάπτυξη τίθεται σε κίνδυνο γιατί το κράτος αδυνατεί να συγκρατήσει τα έξοδά του και φορτώνει το βάρος στον ιδιωτικό τομέα.
Η διαφορά στις δύο προσεγγίσεις είναι έκδηλη και στο πολιτικό ύφος με το οποίο εκφράζονται. Όταν ο Μπαράκ Ομπάμα υποστηρίζει την αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τους υψηλά αμειβόμενους δεν μιλά με δηκτικό τρόπο για τους "έχοντες και κατέχοντες", έως αν να ήταν ηθικά επιλήψιμο να ανήκει κάποιος σε αυτή την κατηγορία. Απευθύνεται με σεβασμό στους συμπατριώτες του μιλώντας για την ανάγκη οι πιο επιτυχημένοι από αυτούς να συνεισφέρουν περισσότερο στη συλλογική προσπάθεια για οικονομική ορθοπόδηση. Να μια προσέγγιση που αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε.
Πολίτης, 19/9/2010
12 Σεπτεμβρίου 2010
Ξεγράψαμε την έρευνα
Ένας από τους κύριους πυλώνες της στρατηγικής της Λισαβώνας είναι η αύξηση των επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη, ένα τομέα στον οποίο η Ευρώπη υστερεί πολύ σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Είναι γνωστό ότι η Κύπρος είναι τελευταία στην ΕΕ όσον αφορά τις δαπάνες για έρευνα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό που δεν ξέραμε είναι ότι η Κυπριακή κυβέρνηση θεωρεί αυτή την κατάσταση εντελώς φυσιολογική και δεν έχει καμία πρόθεση να λάβει μέτρα για ανατροπή της.
Το πιο πάνω συμπέρασμα εξάγεται αβίαστα από την επιστολή που ο αρμόδιος Υπουργός (ο των Οικονομικών) απέστειλε στη Βουλή τον περασμένο μήνα εις απάντηση ερωτήματος βουλευτή. Συγκεκριμένα, στην επιστολή αναφέρεται ότι ο στόχος του 3% είναι για την ΕΕ ως σύνολο και όχι για την κάθε χώρα ξεχωριστά, ότι η Κύπρος "θα επανατοποθετηθεί σε ό,τι αφορά το δικό της εθνικό στόχο, λαμβάνοντας υπόψη τους φυσικούς περιοριστικούς παράγοντες που χαρακτηρίζουν τον τομέα, καθώς και τις γενικότερες δημοσιονομικές συνθήκες", ότι "στην Κύπρο δεν υπάρχουν οι μεγάλες βιομηχανίες, για να επενδύσουν μεγάλα ποσά σε έρευνα", και ότι η Κύπρος δεν μπορεί να στηρίξει την έρευνα με φοροαπαλλαγές γιατί ο συντελεστής εταιρικού φόρου είναι ήδη πολύ χαμηλός.
Με άλλα λόγια, η Κύπρος είναι πολύ μικρή για να ασχολείται με την έρευνα, μόνο μεγάλες βιομηχανίες επενδύουν σε έρευνα, και δεν υπάρχουν εργαλεία αλλά ούτε και λεφτά για να δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις. Τα πιο πάνω αποτυπώνουν μια πολύ εσφαλμένη αντίληψη του ρόλου της έρευνας στην οικονομική ανάπτυξη και των δυνατοτήτων που ακόμα και μια μικρή χώρα μπορεί να έχει σε αυτό τον τομέα. Κι όμως, δύο από τις πρωτοπόρες χώρες στον κόσμο στον τομέα της τεχνολογίας είναι το Ισραήλ (πληθυσμός 7 εκ.) και η Φινλανδία (πληθυσμός 5 εκ.). Πολλές (ίσως οι περισσότερες) μεγάλες καινοτομίες γίνονται από μικρές επιχειρήσεις. Υπάρχουν δε πολλοί τρόποι να στηριχθεί η έρευνα, όπως με μερική επιδότηση, παραχώρηση χαμηλότοκων δανείων, κ.λπ. (Μια βόλτα στην ιστοσελίδα του Tekes, του Φινλανδικού Ιδρύματος Χρηματοδότησης Τεχνολογίας και Καινοτομίας, είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική.(2))
Από την κυβερνητική θέση για την έρευνα απουσιάζει το όραμα. Η οικονομία μας δεν μπορεί να στηρίζεται επ' άπειρον στον τουρισμό και τα πρόσκαιρα έσοδα από διάφορες συγκυρίες. Το γεγονός ότι το πρώτο εξαγωγικό προϊόν της Κύπρου δεν είναι πλέον οι πατάτες αλλά τα φαρμακευτικά είδη δείχνει ότι οι δυνατότητες υπάρχουν. Μια καλά σχεδιασμένη πολιτική στήριξης της έρευνας και καλλιέργειας καινοτομικής κουλτούρας θα αποτελούσε μιας πρώτης τάξης επένδυση για το μέλλον του τόπου.
Πολίτης, 15/9/2010
5 Σεπτεμβρίου 2010
Η συγχώνευση δεν θα λύσει το πρόβλημα
Η ανακοίνωση των εξαμηνιαίων αποτελεσμάτων των Κυπριακών Αερογραμμών με τις ζημιές των €26 εκ. έγινε αφορμή για μια νέα κόντρα μεταξύ ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ. Τα δύο κόμματα κονταροχτυπιούνται για το ποιος φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την δυσχερή οικονομική κατάσταση των δύο κρατικών αεροπορικών εταιρειών. Η πραγματικότητα είναι ότι η ευθύνη βαραίνει όλους και είναι τεράστια. Τραγικά λάθη έγιναν και επί κυβέρνησης Κληρίδη, και επί κυβέρνησης Παπαδόπουλου, και γίνονται και σήμερα επί κυβέρνησης Χριστόφια. Η αποτυχημένη διαχείριση των κρατικών αεροπορικών εταιρειών δεν είναι αποτυχία ενός κόμματος ή μερικών ανθρώπων. Είναι αποτυχία του Κυπριακού κράτους και του πολιτικού μας συστήματος.
Η λύση που όλοι προκρίνουν είναι η συγχώνευση. Η συγχώνευση θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση αν το βασικό πρόβλημα ήταν η ύπαρξη δύο εταιρειών. Όμως το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι το γεγονός ότι οι ΚΑ είναι φορτωμένες με ένα υπέρογκο μισθολόγιο και το ότι διευθύνονται από Διοικητικά Συμβούλια τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούνται από κομματικούς εκπροσώπους που δεν έχουν καμία εξειδικευμένη γνώση για τον τομέα των αερομεταφορών. Η συγχώνευση δεν θα αλλάξει τίποτα από όλα αυτά.
Ο Υπουργός Οικονομικών έχει αναγνωρίσει ότι η συγχώνευση δεν θα είναι αρκετή, δηλώνοντας ότι "το νέο σχήμα θα πρέπει να κάνει κι άλλες περικοπές και να διαμορφώσει ένα νέο επιχειρησιακό σχέδιο στην προσπάθεια να δημιουργηθεί μια νέα βιώσιμη κυπριακή αεροπορική εταιρεία". Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: μπορούν η κυβέρνηση, το πολιτικό μας σύστημα και οι ΚΑ να διαμορφώσουν ένα τέτοιο σχέδιο; Μόλις πριν τέσσερα χρόνια οι ΚΑ ήταν και πάλι στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Είχε καταρτιστεί τότε σχέδιο διάσωσης, τα αποτελέσματα του οποίου έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα. Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Ο τομέας των αερομεταφορών είναι φοβερά ανταγωνιστικός. Είναι φανερό ότι το Κυπριακό κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να διαχειριστεί επιτυχώς μια αεροπορική εταιρεία σε αυτό το περιβάλλον. Χωρίς την εμπλοκή στρατηγικού επενδυτή, το μέλλον της εταιρείας είναι ζοφερό.
Τα προβλήματα των ΚΑ δεν διαφέρουν από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ολόκληρος ο δημόσιος τομέας. Έχουν υπεράριθμο προσωπικό που αμείβεται με μισθούς που ουδεμία σχέση έχουν με την παραγωγικότητα. Όσο η εταιρεία ήταν μονοπώλιο, μπορούσε να περνά αυτό το κόστος στους καταναλωτές. Το άνοιγμα της αγοράς και η έκθεση της στον ανταγωνισμό έβγαλε στην επιφάνεια όλες τις αδυναμίες της. Η επιτυχής διαχείριση αυτών των προβλημάτων θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο για αντιμετώπιση παρόμοιων προβλημάτων σε όλο το δημόσιο τομέα.
Πολίτης, 5/9/2010
Η λύση που όλοι προκρίνουν είναι η συγχώνευση. Η συγχώνευση θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση αν το βασικό πρόβλημα ήταν η ύπαρξη δύο εταιρειών. Όμως το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι το γεγονός ότι οι ΚΑ είναι φορτωμένες με ένα υπέρογκο μισθολόγιο και το ότι διευθύνονται από Διοικητικά Συμβούλια τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούνται από κομματικούς εκπροσώπους που δεν έχουν καμία εξειδικευμένη γνώση για τον τομέα των αερομεταφορών. Η συγχώνευση δεν θα αλλάξει τίποτα από όλα αυτά.
Ο Υπουργός Οικονομικών έχει αναγνωρίσει ότι η συγχώνευση δεν θα είναι αρκετή, δηλώνοντας ότι "το νέο σχήμα θα πρέπει να κάνει κι άλλες περικοπές και να διαμορφώσει ένα νέο επιχειρησιακό σχέδιο στην προσπάθεια να δημιουργηθεί μια νέα βιώσιμη κυπριακή αεροπορική εταιρεία". Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: μπορούν η κυβέρνηση, το πολιτικό μας σύστημα και οι ΚΑ να διαμορφώσουν ένα τέτοιο σχέδιο; Μόλις πριν τέσσερα χρόνια οι ΚΑ ήταν και πάλι στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Είχε καταρτιστεί τότε σχέδιο διάσωσης, τα αποτελέσματα του οποίου έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα. Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Ο τομέας των αερομεταφορών είναι φοβερά ανταγωνιστικός. Είναι φανερό ότι το Κυπριακό κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να διαχειριστεί επιτυχώς μια αεροπορική εταιρεία σε αυτό το περιβάλλον. Χωρίς την εμπλοκή στρατηγικού επενδυτή, το μέλλον της εταιρείας είναι ζοφερό.
Τα προβλήματα των ΚΑ δεν διαφέρουν από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ολόκληρος ο δημόσιος τομέας. Έχουν υπεράριθμο προσωπικό που αμείβεται με μισθούς που ουδεμία σχέση έχουν με την παραγωγικότητα. Όσο η εταιρεία ήταν μονοπώλιο, μπορούσε να περνά αυτό το κόστος στους καταναλωτές. Το άνοιγμα της αγοράς και η έκθεση της στον ανταγωνισμό έβγαλε στην επιφάνεια όλες τις αδυναμίες της. Η επιτυχής διαχείριση αυτών των προβλημάτων θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο για αντιμετώπιση παρόμοιων προβλημάτων σε όλο το δημόσιο τομέα.
Πολίτης, 5/9/2010
1 Αυγούστου 2010
Υπουργείο Ρουσφετιού
Έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα του ρουσφετιού. Είναι βαζιά ριζωμένο στη ψυχολογία του Κύπριου. Όλοι το κατακρίνουν, όλοι το καταδικάζουν, αλλά ταυτόχρονα όλοι (ή τουλάχιστον η μεγάλη πλειοψηφία) το επιζητούν. Γεγονότα όπως αυτά που ζήσαμε το τελευταίο δεκαπενθήμερο θα μου προκαλούσαν οργή και αγανάκτηση πριν μερικά χρόνια. Τώρα, ήταν απλώς ένα κωμικό επεισόδιο που έσπασε τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Και δεν είμαι μόνος. Είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι Κύπριοι αντιμετωπίζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το θέατρο που παρακολουθούμε.
Παρόλα αυτά, ο οικονομολόγος μέσα μου δεν παύει να με ενοχλεί. Εμείς οι οικονομολόγοι έχουμε μανία με την αποτελεσματικότητα. Κι αυτό που με τρώει είναι ότι ο τρόπος που διεκπεραιώνεται το ρουσφέτι δεν είναι καθόλου αποτελεσματικός. Οι διαδικασίες είναι πολύκλοκες και αδιάφανες. Ο πολίτης είναι υπόχρεως να παίρνει σβάρνα τα τηλέφωνα για να μπορέσει να εξασφαλίσει μια απλή εξυπηρέτηση. Από την άλλη, ο κάθε υπουργός, βουλευτής, ή άλλος αξιωματούχος αναγκάζεται να ξοδεύει πολλές ώρες ακούγοντας παράπονα, αξιολογώντας αιτήματα και ζητώντας εξυπηρετήσεις. Αν δε είναι καλά οργανωμένος πρέπει να τηρεί αρχείο όλων των αιτημάτων που παίρνει για να μπορεί μετά να τα χρησιμοποιήσει εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων. (Όλα αυτά βέβαια γίνονται αυστηρά και μόνο για σκοπούς άσκησης διοικητικού ελέγχου και αποκατάσταση αδικιών.)
Αυτό που χρειάζεται πιστεύω είναι η θεσμοθέτηση της διαδικασίας μέσω ενός κεντρικού φορέα, ίσως και ενός Υπουργείου Ρουσφετιού. Το υπουργείο αυτό θα αναλάβει τη διεκπεραίωση του ρουσφετιού σε ολόκληρη την κρατική μηχανή. Ο πολίτης που ζητά εξυπηρέτηση θα παρουσιάζει στο εν λόγω υπουργείο το αίτημά του μαζί με τα απαραίτητα δικαιολογητικά όπως κομματικές ταυτότητες και συστατικές επιστολές από κομματικούς αξιωματούχους. Ανάλογα με το ποιος είναι στην εξουσία τα πιστοποιητικά αυτά θα αξιολογούνται δεόντως και θα λαμβάνεται απόφαση. Όμορφα και παστρικά, χωρίς άσκοπες ταλαιπωρίες.
Κυρίως, όμως, η δημιουργία Υπουργείου Ρουσφετιού θα απελευθερώσει το χρόνο των υπόλοιπων υπουργών της κυβέρνησης. Μπορούμε τότε να ελπίζουμε ότι οι υπουργοί μας θα έχουν περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους για να ασχοληθούν με τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν αυτόν τον δύσμοιρο τόπο.
Πολίτης, 1/8/2010
Σημείωση: το πιο κάτω κείμενο είχε πρωτοδημοσιευτεί στον "Πολίτη" στις 15/5/2005 με αφορμή κάποια άλλα φαξ κάποιων άλλων στελεχών κάποιας άλλης κυβέρνησης...
Παρόλα αυτά, ο οικονομολόγος μέσα μου δεν παύει να με ενοχλεί. Εμείς οι οικονομολόγοι έχουμε μανία με την αποτελεσματικότητα. Κι αυτό που με τρώει είναι ότι ο τρόπος που διεκπεραιώνεται το ρουσφέτι δεν είναι καθόλου αποτελεσματικός. Οι διαδικασίες είναι πολύκλοκες και αδιάφανες. Ο πολίτης είναι υπόχρεως να παίρνει σβάρνα τα τηλέφωνα για να μπορέσει να εξασφαλίσει μια απλή εξυπηρέτηση. Από την άλλη, ο κάθε υπουργός, βουλευτής, ή άλλος αξιωματούχος αναγκάζεται να ξοδεύει πολλές ώρες ακούγοντας παράπονα, αξιολογώντας αιτήματα και ζητώντας εξυπηρετήσεις. Αν δε είναι καλά οργανωμένος πρέπει να τηρεί αρχείο όλων των αιτημάτων που παίρνει για να μπορεί μετά να τα χρησιμοποιήσει εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων. (Όλα αυτά βέβαια γίνονται αυστηρά και μόνο για σκοπούς άσκησης διοικητικού ελέγχου και αποκατάσταση αδικιών.)
Αυτό που χρειάζεται πιστεύω είναι η θεσμοθέτηση της διαδικασίας μέσω ενός κεντρικού φορέα, ίσως και ενός Υπουργείου Ρουσφετιού. Το υπουργείο αυτό θα αναλάβει τη διεκπεραίωση του ρουσφετιού σε ολόκληρη την κρατική μηχανή. Ο πολίτης που ζητά εξυπηρέτηση θα παρουσιάζει στο εν λόγω υπουργείο το αίτημά του μαζί με τα απαραίτητα δικαιολογητικά όπως κομματικές ταυτότητες και συστατικές επιστολές από κομματικούς αξιωματούχους. Ανάλογα με το ποιος είναι στην εξουσία τα πιστοποιητικά αυτά θα αξιολογούνται δεόντως και θα λαμβάνεται απόφαση. Όμορφα και παστρικά, χωρίς άσκοπες ταλαιπωρίες.
Κυρίως, όμως, η δημιουργία Υπουργείου Ρουσφετιού θα απελευθερώσει το χρόνο των υπόλοιπων υπουργών της κυβέρνησης. Μπορούμε τότε να ελπίζουμε ότι οι υπουργοί μας θα έχουν περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους για να ασχοληθούν με τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν αυτόν τον δύσμοιρο τόπο.
Πολίτης, 1/8/2010
Σημείωση: το πιο κάτω κείμενο είχε πρωτοδημοσιευτεί στον "Πολίτη" στις 15/5/2005 με αφορμή κάποια άλλα φαξ κάποιων άλλων στελεχών κάποιας άλλης κυβέρνησης...
25 Ιουλίου 2010
Αυγουστιάτικη ενδοσκόπηση
Αύγουστος μπαίνει, όλη η Κύπρος ετοιμάζεται για διακοπές και η στήλη δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Επειδή όμως η κατάσταση της οικονομίας δεν αφήνει πολλά περιθώρια για χαλάρωση, οι σημερινές μας ευχές για καλές διακοπές συνοδεύονται από μερικές επισημάνσεις με την ελπίδα ότι αυτές θα αποτελέσουν τροφή για προβληματισμό για κάποιους από τους πολιτικούς μας.
1. Αντιμετωπίζουμε σημαντικές οικονομικές προκλήσεις. Το κόστος του δημόσιου τομέα ανεβαίνει με ρυθμούς τους οποίους η οικονομία δεν μπορεί να αντέξει. Οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις του κράτους και των ημικρατικών οργανισμών προς τους υπαλλήλους τους είναι ασήκωτες. Το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν είναι βιώσιμο: έχουμε υποσχεθεί στους Κύπριους εργαζόμενους περισσότερα από όσα μπορούμε να τους προσφέρουμε. Τα πιο πάνω δεν αποτελούν κάποιο απίθανο εφιαλτικό σενάριο αλλά μια καταγραφή της πραγματικότητας όπως αυτή προκύπτει μέσα από μια απλή ανάλυση των δεδομένων. Κάποιοι πολιτικοί πρέπει να βρουν το θάρρος να πουν στους πολίτες ότι θα πρέπει να δουλέψουν περισσότερο για να πάρουν τα ίδια ή και λιγότερα. Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο.
2. Η επιζήτηση συναίνεσης μέσω της διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους δεν είναι αποτελεσματική. Καλό είναι να μιλάμε και με τους κοινωνικούς εταίρους, όμως ξέρουμε ότι ο καθένας από αυτούς έχει ως πρώτη προτεραιότητα την υπεράπιση των συμφερόντων της ομάδας που εκπροσωπεί. Επιτέλους, κάποτε θα πρέπει να αρχίσουμε να αξιοποιούμε την εμπειρογνωμοσύνη που υπάρχει σε αυτό τον τόπο. Διαθέτουμε αξιολογότατους οικονομολόγους, λογιστές, αναλογιστές κι ένα σωρό άλλους ειδικούς με προσόντα και περγαμηνές. Καιρός να ζητήσουμε τη συμβολή τους αντί να προσπαθούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο των συντεχνιακών και βιομηχάνων.
3. Η οικονομική συγκυρία που διανύουμε δεν αφήνει πολλά περιθώρια αύξησης φόρων, έτσι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα πρέπει να προέλθει κυρίως από την μείωση των δαπανών και δη του κρατικού μισθολογίου. Αύξηση των φορολογικών εσόδων μπορεί να προέλθει από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Είναι όμως σημαντικό η προσπάθεια αυτή να κινηθεί μέσα στα πλαίσια του ισχύοντος φορολογικού συστήματος χωρίς την καταφυγή σε περιστασιακές φορολογίες ή μέτρα τα οποία ξεκάθαρα στοχεύουν συγκεκριμένα άτομα και επιχειρήσεις. Η στόχευση των κοινωνικών παροχών είναι θεμιτή, όμως η σύνδεσή της με τις φορολογικές δηλώσεις επιβραβεύει τη φοροδιαφυγή.
4. Οι θέσεις του τυπικά συγκυβερνώντος ΔΗΚΟ σε θέματα οικονομίας συμπίπτουν σχεδόν απόλυτα με αυτές του ΔΗΣΥ, ενώ και οι θέσεις της ΕΔΕΚ δεν είναι μακριά. Με αυτά τα δεδομένα, η επιδίωξη συναίνεσης μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων φαίνεται να είναι ο μόνος τρόπος να ληφθούν αποφάσεις για μη δημοφιλή μέτρα. Δύσκολο εγκείρημα για προεκλογική περίοδο. Ευκαιρία όμως για τον καθένα να δείξει την υπευθυνότητά του.
Πολίτης, 25/7/2010
1. Αντιμετωπίζουμε σημαντικές οικονομικές προκλήσεις. Το κόστος του δημόσιου τομέα ανεβαίνει με ρυθμούς τους οποίους η οικονομία δεν μπορεί να αντέξει. Οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις του κράτους και των ημικρατικών οργανισμών προς τους υπαλλήλους τους είναι ασήκωτες. Το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν είναι βιώσιμο: έχουμε υποσχεθεί στους Κύπριους εργαζόμενους περισσότερα από όσα μπορούμε να τους προσφέρουμε. Τα πιο πάνω δεν αποτελούν κάποιο απίθανο εφιαλτικό σενάριο αλλά μια καταγραφή της πραγματικότητας όπως αυτή προκύπτει μέσα από μια απλή ανάλυση των δεδομένων. Κάποιοι πολιτικοί πρέπει να βρουν το θάρρος να πουν στους πολίτες ότι θα πρέπει να δουλέψουν περισσότερο για να πάρουν τα ίδια ή και λιγότερα. Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο.
2. Η επιζήτηση συναίνεσης μέσω της διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους δεν είναι αποτελεσματική. Καλό είναι να μιλάμε και με τους κοινωνικούς εταίρους, όμως ξέρουμε ότι ο καθένας από αυτούς έχει ως πρώτη προτεραιότητα την υπεράπιση των συμφερόντων της ομάδας που εκπροσωπεί. Επιτέλους, κάποτε θα πρέπει να αρχίσουμε να αξιοποιούμε την εμπειρογνωμοσύνη που υπάρχει σε αυτό τον τόπο. Διαθέτουμε αξιολογότατους οικονομολόγους, λογιστές, αναλογιστές κι ένα σωρό άλλους ειδικούς με προσόντα και περγαμηνές. Καιρός να ζητήσουμε τη συμβολή τους αντί να προσπαθούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο των συντεχνιακών και βιομηχάνων.
3. Η οικονομική συγκυρία που διανύουμε δεν αφήνει πολλά περιθώρια αύξησης φόρων, έτσι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα πρέπει να προέλθει κυρίως από την μείωση των δαπανών και δη του κρατικού μισθολογίου. Αύξηση των φορολογικών εσόδων μπορεί να προέλθει από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Είναι όμως σημαντικό η προσπάθεια αυτή να κινηθεί μέσα στα πλαίσια του ισχύοντος φορολογικού συστήματος χωρίς την καταφυγή σε περιστασιακές φορολογίες ή μέτρα τα οποία ξεκάθαρα στοχεύουν συγκεκριμένα άτομα και επιχειρήσεις. Η στόχευση των κοινωνικών παροχών είναι θεμιτή, όμως η σύνδεσή της με τις φορολογικές δηλώσεις επιβραβεύει τη φοροδιαφυγή.
4. Οι θέσεις του τυπικά συγκυβερνώντος ΔΗΚΟ σε θέματα οικονομίας συμπίπτουν σχεδόν απόλυτα με αυτές του ΔΗΣΥ, ενώ και οι θέσεις της ΕΔΕΚ δεν είναι μακριά. Με αυτά τα δεδομένα, η επιδίωξη συναίνεσης μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων φαίνεται να είναι ο μόνος τρόπος να ληφθούν αποφάσεις για μη δημοφιλή μέτρα. Δύσκολο εγκείρημα για προεκλογική περίοδο. Ευκαιρία όμως για τον καθένα να δείξει την υπευθυνότητά του.
Πολίτης, 25/7/2010
18 Ιουλίου 2010
Οι φορολογίες απειλούν την ανάκαμψη
Έξι πρώην Υπουργοί Οικονομικών της Δημοκρατίας συναντήθηκαν τη βδομάδα που πέρασε με τον Πρόεδρο Χριστόφια και κατέθεσαν τις εισηγήσεις τους για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού ελλείμματος και τη στήριξη της ανάπτυξης. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του "Π", τα μέτρα περιλαμβάνουν "την ανάγκη περαιτέρω μείωσης των κρατικών δαπανών, αντιμετώπισης του συνταξιοδοτικού, με αύξηση μάλιστα των εισφορών των δημοσίων υπαλλήλων, και άρση των γραφειοκρατικών διαδικασιών προκειμένου να προωθηθούν αναπτυξιακά έργα," ενώ παράλληλα γίνεται αναφορά σε "ιεράρχηση των κυβερνητικών έργων προκειμένου να υπάρξουν εξοικονομήσεις, αλλαγές στο συνταξιοδοτικό και στις κλίμακες νεοεισερχομένων, και στόχευση των κοινωνικών παροχών".
Τα μέτρα που εισηγούνται οι πρώην υπουργοί ακούγονται πολύ λογικά - άλλωστε είναι παρόμοια με αυτά που προτείνει και η στήλη από το περασμένο φθινόπωρο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το τι δεν προτείνουν οι πρώην υπουργοί: δεν προτείνουν καμιά αύξηση φόρων. Το περίεργο είναι ότι την ίδια μέρα κύριο θέμα σε όλες τις οικονομικές σελίδες ήταν τα σενάρια για νέες φορολογίες: αύξηση ΦΠΑ, αύξηση φορολογίας στις καταθέσεις, διάφορα σενάρια φορολόγησης των επιχειρήσεων, κ.λπ.
Η Κυπριακή οικονομία δεν έχει εξέλθει ακόμα από την ύφεση. Η ανεργία το πρώτο τρίμηνο του έτους σκαρφάλωσε στο 7,2%, το ψηλότερο ποσοστό από τον καιρό της εισβολής. Ανάμεσα στους νέους 15-24 ετών η ανεργία έφτασε το 20,4%. Η οικοδομική βιομηχανία είναι ακόμα καθηλωμένη ενώ η ανάκαμψη του ευρώ τις τελευταίες βδομάδες δεν θα βοηθήσει τον τουρισμό. Αυτά τα δεδομένα, σε συνάρτηση και με το πάγωμα των προσλήψεων από πλευράς δημοσίου, συνθέτουν ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό σκηνικό στην αγορά εργασίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα παρατηρούμε την κυβέρνηση να έχει βάλει στο στόχαστρο τις επιχειρήσεις θεωρώντας ότι αυτός είναι ο πιο ανώδυνος τρόπος να λύσει τα οικονομικά της προβλήματα. Η στάση αυτή υποστηρίζεται από πολλούς που παρασύρονται από το εύηχο σύνθημα "να πάρουμε από τους έχοντες." Όμως οι επιχειρήσεις έχουν και αυτές επηρεαστεί από την οικονομική κρίση και κάνουν τον δικό τους αγώνα να αντεπεξέλθουν. Το τελευταίο που χρειάζονται είναι να έρχεται το κράτος και να τις πιέζει ακόμα περισσότερο. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι η κινητήριος δύναμη της οικονομίας και από αυτές περιμένουμε να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να δώσουν διέξοδο στις χιλιάδες των ανέργων.
Η αύξηση των φόρων σε αυτή τη συγκυρία ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις προοπτικές εξόδου από την ύφεση. Όπως εισηγούνται και οι πρώην υπουργοί, είναι καλύτερα οι προσπάθειες για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος να επικεντρωθούν σε μειώσεις δαπανών, οι οποίες αν γίνουν σωστά θα έχουν λιγότερες αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη.
Πολίτης, 18/7/2010
11 Ιουλίου 2010
Ώρα για αναζήτηση συγκλίσεων
Το ξέσπασμα του Προέδρου Χριστόφια κατά της Βουλής των Αντιπροσώπων αποτυπώνει με τον πιο παραστατικό τρόπο το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η πολιτική ηγεσία του τόπου. Κυβέρνηση και Βουλή βρίσκονται εδώ και καιρό σε μια συγκρουσιακή πορεία από την οποία κανείς δεν μπορεί να βγει κερδισμένος. Από τη μια η κυβέρνηση προσπαθεί να εφαρμόσει την δική της πολιτική χωρίς να διαβουλεύεται με τα κόμματα, ενώ από την άλλη η Βουλή προχωρεί μονομερώς σε αποφάσεις που ανατρέπουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς και φέρνουν την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση.
Με αυτά τα δεδομένα, η αγανάκτηση του Προέδρου είναι σε κάποιο βαθμό κατανοητή. Βλέπω μάλιστα με συμπάθεια τις θέσεις της κυβέρνησης στα περισσότερα από τα ζητήματα στα οποία συγκρούστηκε με τη Βουλή (εκ μητρογονίας πρόσφυγες, μείωση ΦΠΑ σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, ψηφιακή πλατφόρμα). Όμως η αναφορά του Προέδρου σε "κυβερνώσα βουλή" ήταν ιδιαίτερα ατυχής. Η Βουλή έχει κάθε δικαίωμα να νομοθετεί όπως θεωρεί σωστό, είτε αυτό αρέσει στην κυβέρνηση (και σε μένα) είτε όχι. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που Βουλή και κυβέρνηση είχαν διαφορετικές απόψεις. Το 2002 η τότε κυβέρνηση πίεζε για μια εισοδηματικά ουδέτερη φορολογική μεταρρύθμιση, όμως η Βουλή ψήφισε μια πιο "φιλολαϊκή" μεταρρύθμιση η οποία συνέβαλε στα μεγάλα ελλείμματα της περιόδου 2002-2004. Ο Πρόεδρος Χριστόφιας και το κόμμα του βρίσκονταν τότε στην αντίπερα όχθη. Ήταν και τότε "κυβερνώσα" η Βουλή;
Οι συγκρούσεις αυτές αποτελούν παθογένεια του προεδρικού συστήματος και του τρόπου που έχει λειτουργήσει στην Κύπρο. Στις τέσσερις από τις πέντε τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις η εκλογή Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε στη βάση κάποιας ευκαιριακής συμμαχίας που στήθηκε άρον-άρον μετά την πρώτη Κυριακή των εκλογών. Οι συμμαχίες αυτές εδράζονται σε μια λογική συναλλαγής. Τα μικρά κόμματα λαμβάνουν υπουργεία, θέσεις σε συμβούλια και ημικρατικούς οργανισμούς και διάφορα άλλα δώρα ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα δώσουν στον ισχυρό εταίρο να κερδίσει την προεδρία και να ασκήσει την πολιτική του.
Οι ισορροπίες είναι όμως λεπτές και οι συμμαχίες συχνά καταρρέουν. Παρόλο που το ΔΗΚΟ είναι τυπικά ακόμα στην κυβέρνηση, η κυβέρνηση Χριστόφια βρίσκεται σήμερα στην ίδια πολιτική απομόνωση στην οποία βρέθηκε η κυβέρνηση Κληρίδη το 2000, έχοντας όμως να αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα στον τομέα της οικονομίας. Δεν είναι καιρός για θεσμικές συγκρούσεις αλλά για διάλογο προς αναζήτηση συγκλίσεων. Η κυβέρνηση, ως εκτελεστική εξουσία, έχει πρώτιστα την ευθύνη να επιζητήσει το διάλογο και να πετύχει τις συγκλίσεις. Αν προσπαθήσει και δεν τα καταφέρει, τότε θα μπορεί να ρίξει το φταίξιμο στα κόμματα και τη Βουλή. Αν όμως δεν προσπαθήσει, τότε η ευθύνη θα είναι όλη δική της.
Πολίτης, 11/7/2010
Με αυτά τα δεδομένα, η αγανάκτηση του Προέδρου είναι σε κάποιο βαθμό κατανοητή. Βλέπω μάλιστα με συμπάθεια τις θέσεις της κυβέρνησης στα περισσότερα από τα ζητήματα στα οποία συγκρούστηκε με τη Βουλή (εκ μητρογονίας πρόσφυγες, μείωση ΦΠΑ σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, ψηφιακή πλατφόρμα). Όμως η αναφορά του Προέδρου σε "κυβερνώσα βουλή" ήταν ιδιαίτερα ατυχής. Η Βουλή έχει κάθε δικαίωμα να νομοθετεί όπως θεωρεί σωστό, είτε αυτό αρέσει στην κυβέρνηση (και σε μένα) είτε όχι. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που Βουλή και κυβέρνηση είχαν διαφορετικές απόψεις. Το 2002 η τότε κυβέρνηση πίεζε για μια εισοδηματικά ουδέτερη φορολογική μεταρρύθμιση, όμως η Βουλή ψήφισε μια πιο "φιλολαϊκή" μεταρρύθμιση η οποία συνέβαλε στα μεγάλα ελλείμματα της περιόδου 2002-2004. Ο Πρόεδρος Χριστόφιας και το κόμμα του βρίσκονταν τότε στην αντίπερα όχθη. Ήταν και τότε "κυβερνώσα" η Βουλή;
Οι συγκρούσεις αυτές αποτελούν παθογένεια του προεδρικού συστήματος και του τρόπου που έχει λειτουργήσει στην Κύπρο. Στις τέσσερις από τις πέντε τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις η εκλογή Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε στη βάση κάποιας ευκαιριακής συμμαχίας που στήθηκε άρον-άρον μετά την πρώτη Κυριακή των εκλογών. Οι συμμαχίες αυτές εδράζονται σε μια λογική συναλλαγής. Τα μικρά κόμματα λαμβάνουν υπουργεία, θέσεις σε συμβούλια και ημικρατικούς οργανισμούς και διάφορα άλλα δώρα ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα δώσουν στον ισχυρό εταίρο να κερδίσει την προεδρία και να ασκήσει την πολιτική του.
Οι ισορροπίες είναι όμως λεπτές και οι συμμαχίες συχνά καταρρέουν. Παρόλο που το ΔΗΚΟ είναι τυπικά ακόμα στην κυβέρνηση, η κυβέρνηση Χριστόφια βρίσκεται σήμερα στην ίδια πολιτική απομόνωση στην οποία βρέθηκε η κυβέρνηση Κληρίδη το 2000, έχοντας όμως να αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα στον τομέα της οικονομίας. Δεν είναι καιρός για θεσμικές συγκρούσεις αλλά για διάλογο προς αναζήτηση συγκλίσεων. Η κυβέρνηση, ως εκτελεστική εξουσία, έχει πρώτιστα την ευθύνη να επιζητήσει το διάλογο και να πετύχει τις συγκλίσεις. Αν προσπαθήσει και δεν τα καταφέρει, τότε θα μπορεί να ρίξει το φταίξιμο στα κόμματα και τη Βουλή. Αν όμως δεν προσπαθήσει, τότε η ευθύνη θα είναι όλη δική της.
Πολίτης, 11/7/2010
4 Ιουλίου 2010
Αεροπορικές μαύρες τρύπες
Οι εμπειρογνώμονες στους οποίους αποτάθηκε η κυβέρνηση αποφάνθηκαν ότι τυχόν συγχώνευση των Κυπριακών Αερογραμμών και της Eurocypria θα αποφέρει εξοικονομήσεις της τάξης των €10 εκ. ετησίως. Δυστυχώς δεν ξέρουμε πόσα πληρώσαμε τους συμβούλους της KPMG για να μας πουν αυτό που γνωρίζει κάθε φοιτητής οικονομικών ή διοίκησης επιχειρήσεων, ότι δηλαδή η συγχώνευση δύο εταιρειών μειώνει τις λειτουργικές τους δαπάνες. Δεν φταίνε βέβαια οι σύμβουλοι. Αυτό τους ρωτήσαμε, σε αυτό μας απάντησαν. Και αφού πήραμε την απάντηση που θέλαμε, φαίνεται τώρα ότι οδεύουμε προς συγχώνευση των δύο εταιρειών, κάτι που αν τελικά γίνει θα σηματοδοτεί το κλείσιμο (ακόμα) ενός κεφαλαίου τραγικής κακοδιαχείρισης των κρατικών αερομεταφορέων.
Το 2006 το Κυπριακό κράτος αγόρασε τη Eurocypria - η οποία ήταν μέχρι τότε θυγατρική των Κυπριακών Αερογραμμών - από τη μητρική εταιρεία έναντι του ποσού των €23 εκ.. Η συναλλαγή είχε γίνει στα πλαίσια του σχεδίου αναδιάρθρωσης (και διάσωσης) των Κυπριακών Αερογραμμών. Λιγότερο από τέσσερα χρόνια αργότερα, τον περασμένο Φεβρουάριο, το κράτος κατέβαλε ποσό €35 εκ. ευρώ για να σώσει τη Eurocypria από τη χρεωκοπία. Αν η συγχώνευση της Eurocypria με τις ΚΑ πραγματοποιηθεί, σημαίνει ότι θα επανέλθουμε στο καθεστώς που επικρατούσε μέχρι το 2006 με μόνη διαφορά το ότι συνολικά €58 εκ. θα έχουν στο μεταξύ κάνει φτερά. Υποθέτω θα ήταν αφέλεια να περιμένουμε να δοθούν εξηγήσεις ή - αν είναι δυνατόν - να καταλογιστούν ευθύνες για αυτή την τεράστια διασπάθιση δημόσιου χρήματος.
Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί το κράτος θέτει το συμφέρον των Κυπριακών αερομεταφορέων πιο ψηλά από το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον. Η λύση είναι απλή και ονομάζεται ιδιωτικοποίηση. Δεν υπάρχει σήμερα κανένας οικονομικός λόγος για το κράτος να είναι ιδιοκτήτης αεροπορικών εταιρειών. Η κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να δικαιολογηθεί εκεί όπου ο ιδιωτικός τομέας αδυνατεί να προσφέρει ικανοποιητικές υπηρεσίες ή όπου δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στις αερομεταφορές, όπου ο διεθνής αναγωνισμός είναι έντονος και οι επιλογές πάμπολλες. Για αυτό και όλες σχεδόν οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν ιδιωτικοποιήσει τους πρώην εθνικούς αερομεταφορείς. Το επιχείρημα ότι η Κύπρος είναι ειδική περίπτωση λόγω του εθνικού προβλήματος δεν πείθει γιατί υπάρχουν πολλοί τρόποι να αντιμετωπιστούν οι όποιες ανησυχίες (π.χ. με τη "χρυσή μετοχή).
Εγκαταλείποντας την ιδιοκτησία αεροπορικών εταιρειών, το κράτος θα μπορέσει να επικεντρωθεί στο στόχο της διαμόρφωσης των συνθηκών που να διασφαλίζουν ασφαλείς αεροπορικές συγκοινωνίες με πολλές επιλογές και χαμηλές τιμές. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να καταστήσει αξιόπιστο το ταλαιπωρημένο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας και να ανοίξει τα Κυπριακά αεροδρόμια σε ξένες εταιρείες. Η αγορά θα φροντίσει για τα υπόλοιπα.
Πολίτης, 4/7/2010
Το 2006 το Κυπριακό κράτος αγόρασε τη Eurocypria - η οποία ήταν μέχρι τότε θυγατρική των Κυπριακών Αερογραμμών - από τη μητρική εταιρεία έναντι του ποσού των €23 εκ.. Η συναλλαγή είχε γίνει στα πλαίσια του σχεδίου αναδιάρθρωσης (και διάσωσης) των Κυπριακών Αερογραμμών. Λιγότερο από τέσσερα χρόνια αργότερα, τον περασμένο Φεβρουάριο, το κράτος κατέβαλε ποσό €35 εκ. ευρώ για να σώσει τη Eurocypria από τη χρεωκοπία. Αν η συγχώνευση της Eurocypria με τις ΚΑ πραγματοποιηθεί, σημαίνει ότι θα επανέλθουμε στο καθεστώς που επικρατούσε μέχρι το 2006 με μόνη διαφορά το ότι συνολικά €58 εκ. θα έχουν στο μεταξύ κάνει φτερά. Υποθέτω θα ήταν αφέλεια να περιμένουμε να δοθούν εξηγήσεις ή - αν είναι δυνατόν - να καταλογιστούν ευθύνες για αυτή την τεράστια διασπάθιση δημόσιου χρήματος.
Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί το κράτος θέτει το συμφέρον των Κυπριακών αερομεταφορέων πιο ψηλά από το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον. Η λύση είναι απλή και ονομάζεται ιδιωτικοποίηση. Δεν υπάρχει σήμερα κανένας οικονομικός λόγος για το κράτος να είναι ιδιοκτήτης αεροπορικών εταιρειών. Η κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να δικαιολογηθεί εκεί όπου ο ιδιωτικός τομέας αδυνατεί να προσφέρει ικανοποιητικές υπηρεσίες ή όπου δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στις αερομεταφορές, όπου ο διεθνής αναγωνισμός είναι έντονος και οι επιλογές πάμπολλες. Για αυτό και όλες σχεδόν οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν ιδιωτικοποιήσει τους πρώην εθνικούς αερομεταφορείς. Το επιχείρημα ότι η Κύπρος είναι ειδική περίπτωση λόγω του εθνικού προβλήματος δεν πείθει γιατί υπάρχουν πολλοί τρόποι να αντιμετωπιστούν οι όποιες ανησυχίες (π.χ. με τη "χρυσή μετοχή).
Εγκαταλείποντας την ιδιοκτησία αεροπορικών εταιρειών, το κράτος θα μπορέσει να επικεντρωθεί στο στόχο της διαμόρφωσης των συνθηκών που να διασφαλίζουν ασφαλείς αεροπορικές συγκοινωνίες με πολλές επιλογές και χαμηλές τιμές. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να καταστήσει αξιόπιστο το ταλαιπωρημένο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας και να ανοίξει τα Κυπριακά αεροδρόμια σε ξένες εταιρείες. Η αγορά θα φροντίσει για τα υπόλοιπα.
Πολίτης, 4/7/2010
27 Ιουνίου 2010
Κακή πολιτική το πάγωμα των προσλήψεων
Το πάγωμα των προσλήψεων είναι το πρώτο μέτρο που υιοθετούν όλες οι κυβερνήσεις σε περιόδους δημοσιονομικής στενότητας. Πρόκειται για μια πολιτικά εύκολη λύση γιατί δεν υπάρχουν συγκεκριμένα θύματα για να διαμαρτυρηθούν. Αυτοί που ζημιώνουν είναι κυρίως αυτοί που θα προσλαμβάνονταν, οι οποίος όμως είναι άγνωστοι. Έτσι βολεύεται τόσο η κυβέρνηση, γιατί δεν αντιμετωπίζει αντιδράσεις, όσο και η αντιπολίτευση, η οποία ευελπιστεί ότι θα έχει αυτή την ευκαιρία να πληρώσει τις θέσεις όταν πάρει την εξουσία.
Η παρούσα κυβέρνηση δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή η συχνότητα με την οποία ενημερωνόμαστε για τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων: μείωση κατά 490 από την αρχή του έτους μέχρι τέλος Απριλίου, μείωση κατά 530 μέχρι τέλος Μαϊου. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι κάτι τέτοιο παρατηρείται για πρώτη φορά στα χρονικά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αν πράγματι διαθέτει στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτό τον ισχυρισμό, είμαι βέβαιος ότι πολλοί θα ήθελαν να τα δούν.
Το πρόβλημα με το πάγωμα των προσλήψεων είναι ότι αποτελεί προσωρινό μέτρο το οποίο δεν λύνει το διαρθρωτικό πρόβλημα της διόγκωσης του κρατικού μισθολογίου. Εξ όσων γνωρίζουμε καμιά θέση στο δημόσιο δεν έχει καταργηθεί και κανένα κυβερνητικό τμήμα δεν έχει κλείσει. Το πάγωμα των προσλήψεων απλώς μεταθέτει τις ανάγκες για μικρό χρονικό διάστημα και μόλις τα δημόσια ταμεία ανασάνουν γίνονται σωρηδόν νέες προσλήψεις και το πρόβλημα διαιωνίζεται. Αυτό τον κύκλο τον έχουμε διαγράψει αρκετές φορές. Η προεδρία Παπαδόπουλου είχε ξεκινήσει με πάγωμα προσλήψεων, και μόλις έξι χρόνια αργότερα βρισκόμαστε πάλι στο ίδιο σημείο.
Πέραν του ότι δεν προσφέρει μόνιμες λύσεις, το πάγωμα των προσλήψεων δημουργεί και επιπρόσθετα προβλήματα. Η δημόσια υπηρεσία έχει μεγάλη ανάγκη από εκσυγχρονισμό. Χρειάζεται νέους ανθρώπους με νέες ιδέες και σύγχρονες αντιλήψεις, ανθρώπους που να είναι εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες. Το πάγωμα των προσλήψεων καθυστερεί την ανανέωση της δημόσιας υπηρεσίας και αδικεί τους νέους. Σε μια περίοδο που η ανεργία των νέων βρίσκεται στο 18%, το κράτος κλείνει μια σημαντική προοπτική εργοδότησης, κυρίως για τους πτυχιούχους νέους.
Το πρόβλημα της συνεχούς διόγκωσης του κρατικού μισθολογίου δεν μπορεί να λυθεί με προσωρινά μέτρα. Αν υπάρχει υπερβολικός αριθμός δημοσίων υπαλλήλων, ας γίνουν οι απαραίτητες μελέτες και να καταργηθούν οι θέσεις που δεν χρειάζονται. Όμως υποψιάζομαι ότι τα περιθώρια κατάργησης θέσεων είναι μικρά. Οι μόνες μόνιμες λύσεις είναι η κατάργηση των αυτόματων αυξήσεων στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και η μείωση των κλιμάκων εισδοχής για τους νεοπροσληφθέντες. Είμαι βέβαιος ότι οι χιλιάδες νέοι που προσδοκούν σε εργοδότηση στο δημόσιο θα προτιμούσαν μια θέση με 15% χαμηλότερες απολαβές από τον εφιάλτη της ανεργίας.
Πολίτης, 27/6/2010
Η παρούσα κυβέρνηση δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή η συχνότητα με την οποία ενημερωνόμαστε για τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων: μείωση κατά 490 από την αρχή του έτους μέχρι τέλος Απριλίου, μείωση κατά 530 μέχρι τέλος Μαϊου. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι κάτι τέτοιο παρατηρείται για πρώτη φορά στα χρονικά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αν πράγματι διαθέτει στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτό τον ισχυρισμό, είμαι βέβαιος ότι πολλοί θα ήθελαν να τα δούν.
Το πρόβλημα με το πάγωμα των προσλήψεων είναι ότι αποτελεί προσωρινό μέτρο το οποίο δεν λύνει το διαρθρωτικό πρόβλημα της διόγκωσης του κρατικού μισθολογίου. Εξ όσων γνωρίζουμε καμιά θέση στο δημόσιο δεν έχει καταργηθεί και κανένα κυβερνητικό τμήμα δεν έχει κλείσει. Το πάγωμα των προσλήψεων απλώς μεταθέτει τις ανάγκες για μικρό χρονικό διάστημα και μόλις τα δημόσια ταμεία ανασάνουν γίνονται σωρηδόν νέες προσλήψεις και το πρόβλημα διαιωνίζεται. Αυτό τον κύκλο τον έχουμε διαγράψει αρκετές φορές. Η προεδρία Παπαδόπουλου είχε ξεκινήσει με πάγωμα προσλήψεων, και μόλις έξι χρόνια αργότερα βρισκόμαστε πάλι στο ίδιο σημείο.
Πέραν του ότι δεν προσφέρει μόνιμες λύσεις, το πάγωμα των προσλήψεων δημουργεί και επιπρόσθετα προβλήματα. Η δημόσια υπηρεσία έχει μεγάλη ανάγκη από εκσυγχρονισμό. Χρειάζεται νέους ανθρώπους με νέες ιδέες και σύγχρονες αντιλήψεις, ανθρώπους που να είναι εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες. Το πάγωμα των προσλήψεων καθυστερεί την ανανέωση της δημόσιας υπηρεσίας και αδικεί τους νέους. Σε μια περίοδο που η ανεργία των νέων βρίσκεται στο 18%, το κράτος κλείνει μια σημαντική προοπτική εργοδότησης, κυρίως για τους πτυχιούχους νέους.
Το πρόβλημα της συνεχούς διόγκωσης του κρατικού μισθολογίου δεν μπορεί να λυθεί με προσωρινά μέτρα. Αν υπάρχει υπερβολικός αριθμός δημοσίων υπαλλήλων, ας γίνουν οι απαραίτητες μελέτες και να καταργηθούν οι θέσεις που δεν χρειάζονται. Όμως υποψιάζομαι ότι τα περιθώρια κατάργησης θέσεων είναι μικρά. Οι μόνες μόνιμες λύσεις είναι η κατάργηση των αυτόματων αυξήσεων στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και η μείωση των κλιμάκων εισδοχής για τους νεοπροσληφθέντες. Είμαι βέβαιος ότι οι χιλιάδες νέοι που προσδοκούν σε εργοδότηση στο δημόσιο θα προτιμούσαν μια θέση με 15% χαμηλότερες απολαβές από τον εφιάλτη της ανεργίας.
Πολίτης, 27/6/2010
20 Ιουνίου 2010
Επικίνδυνος συγκεντρωτισμός
Η μεταβίβαση της αρμοδιότητας της διαχείρισης του δημόσιου χρέους από την Κεντρική Τράπεζα στο Υπουργείο Οικονομικών είναι μια από τις πιο ανησυχητικές οικονομικές αποφάσεις της κυβέρνησης Χριστόφια. Όχι τόσο λόγω της ουσίας της απόφασης (παρόλο που και εκεί υπάρχει σοβαρό πρόβλημα) αλλά κυρίως γιατί προδίδει τάσεις αυταρχισμού και συγκεντρωτισμού που δεν συμβαδίζουν με την εικόνα μιας σύγχρονης Ευρωπαϊκής χώρας.
Δεν υπάρχει μία και μοναδική διεθνώς αποδεκτή πρακτική διαχείρισης του δημόσιου χρέους. Κάθε χώρα διαθέτει κάποιας μορφής υπηρεσία που αναλαμβάνει αυτή την αποστολή. Σε πολλές χώρες η υπηρεσία αυτή υπάγεται στο Υπουργείο Οικονομικών, σε άλλες στην Κεντρική Τράπεζα, ενώ σε άλλες αποτελεί ανεξάρτητη αρχή. Το πλεονέκτημα της ύπαρξης ανεξάρτητης αρχής είναι ότι επιτρέπει τη διαχείριση στη βάση τεχνοκρατικών κριτηρίων και όχι για σκοπούς εξυπηρέτησης της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης. Όμως η δημιουργία ξεχωριστής αρχής σε μια μικρή χώρα με περιορισμένη εμπειρογνωμοσύνη όπως η Κύπρος ίσως είναι πολυτέλεια. Από καθαρά τεχνοκρατική σκοπιά, αυτό που έχει σημασία είναι η υπηρεσία αυτή να είναι καλά στελεχωμένη, να έχει σαφείς αρμοδιότητες, να λειτουργεί με διαφάνεια, να ενημερώνει και να λογοδοτεί για τα πεπραγμένα της, και κυρίως να λειτουργεί ανεξάρτητα από πολιτικές πιέσεις, όπου κι αν υπάγεται.
Το ερώτημα λοιπόν είναι απλό: ποια διευθέτηση προσφέρει τις καλύτερες συνθήκες ώστε η διαχείριση του δημόσιου χρέους να γίνεται ανεξάρτητα και μακριά από πολιτικές πιέσεις; Η απάντηση είναι εξίσου απλή και προφανής. Οι πιέσεις θα είναι πολύ μεγαλύτερες στο ΥΠΟΙΚ, όπου η εκάστοτε κυβέρνηση θα θέλει να παρέμβει με στόχο να αποκομίσει εκλογικό όφελος. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι διαφωτιστικό και θα πρέπει να μας προβληματίσει. Το ΥΠΟΙΚ της Κύπρου έχει μια μακρά και καθόλου τιμητική προϊστορία παραγωγής αριθμών και εκτιμήσεων που βολεύουν την εκάστοτε κυβέρνηση. Το πρόβλημα ήταν ιδιαίτερα έντονο την τελευταία διετία και έχει συμβάλει στην κακή διαχείριση της οικονομικής κρίσης.
Είναι πολύ δύκολο να δικαιολογήσει κανείς την κίνηση αυτή της κυβέρνησης με βάση οικονομικά κριτήρια. Είναι ξεκάθαρο ότι η απόφαση έχει τις ρίζες της στην αντιπαράθεση που ξέσπασε από τις πρώτες βδομάδες μετά την εκλογή Χριστόφια με την άρνηση του Διοικητή της ΚΤ να συμμορφωθεί με την υπόδειξη της κυβέρνησης για πώληση των αποθεμάτων χρυσού. Η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω είναι ότι η κυβέρνηση δεν σέβεται τους θεσμούς και συγκεντρώνει εξουσίες για να ελέγχει τόσο τις αποφάσεις όσο και την πληροφόρηση. Αν η εικόνα αυτή εμπεδωθεί, η Κύπρος κινδυνεύει να χάσει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών, με όποιες αρνητικές συνέπειες αυτό συνεπάγεται.
Πολίτης, 20/6/2010
* Περισσότερες πληροφορίες για θέματα διαχείρισης δημόσιου χρέους:
1. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμια Τράπεζα, "Guidelines for Public Debt Management," 2003.
2. Stephanou C. and D. Vittas, "Public debt management and debt market development in Cyprus: Evolution, current challenges and policy options", December 2006, Δοκίμιο Οικονομικής Πολιτικής 12-06, Κέντρο Οικονομικών Ερευνών, Πανεπιστήμιο Κύπρου.
13 Ιουνίου 2010
Στο ίδιο έργο θεατές
Για μια ακόμα φορά η κυβέρνηση κατάφερε να δημιουργήσει αναστάτωση στις αγορές, αφήνοντας να αιωρούνται φήμες και εικασίες για επιβολή έκτακτου εταιρικού φόρου. Το έργο το έχουμε ξαναδεί. Τους τελευταίους εννέα μήνες η κυβέρνηση έχει ρίξει στο τραπέζι σωρεία προτάσεων για αύξηση των κρατικών εσόδων. Ανάμεσα σε αυτές τις προτάσεις υπήρχαν και πολλές καλές ιδέες. Όμως σε κάθε περίπτωση τα προτεινόμενα μέτρα ήταν ανεπαρκώς επεξεργασμένα και αιτιολογημένα, με αποτέλεσμα με το πρώτο κύμα (αναμενόμενων) αντιδράσεων η κυβέρνηση να αναγκάζεται κάθε φορά να υποχωρεί ατάκτως.
Ασφαλώς καμιά εταιρεία δεν πρόκειται να βουλιάξει αν κληθεί να πληρώσει ένα επιπρόσθετο φόρο της τάξης του 1% επί των κερδών. Το πρόβλημα είναι η αβεβαιότητα που δημιουργείται, κυρίως όσον αφορά τις ξένες εταιρείες και το καθεστώς της Κύπρου ως χώρας με ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Το 1% είναι μικρό ποσοστό, όμως η ζημιά που μπορεί να προκαλέσει είναι δυσανάλογα μεγάλη. Όσο κι αν η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι το μέτρο είναι προσωρινό, κάποιοι πιθανόν να ανησυχήσουν ότι είναι απλώς το πρώτο βήμα και ότι έπονται κι άλλες αυξήσεις. Η ανησυχία αυτή ενισχύεται από την απροθυμία της κυβέρνησης να λάβει μόνιμα μέτρα μείωσης του ελλείμματος. Η αβεβαιότητα που δημιουργείται πλήττει την ικανότητα της Κύπρου να προσελκύσεις ξένες εταιρείες.
Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που η οικονομία έξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση. Η Κεντρική Τράπεζα μόλις έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη το 2010, προβλέποντας αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης (-0,5%) και για αυτή τη χρονιά. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της ΚΤ, η ύφεση στη ζώνη του ευρώ διήρκησε τέσσερα τρίμηνα ενώ η κυπριακή οικονομία ήδη καταγράφει ύφεση τα τελευταία πέντε τρίμηνα. Σε τέτοιες συνθήκες οι κυβερνήσεις μπορούν να ενισχύσουν τις οικονομίες τους αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες. Η δημοσιονομική κατάσταση της Κύπρου δεν αφήνει πολλά περιθώρια κινήσεων προς αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσε όμως να αποφευχθεί η επιβολή νέων φορολογιών και η δημιουργία αρνητικού κλίματος στην αγορά μέχρι η οικονομία να ανακάμψει.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να διαχειρίζεται το δημοσιονομικό έλλειμμα ως προσωρινό πρόβλημα. Επιεκντρώνεται σε μέτρα που στοχεύουν να αποφέρουν άμεσα αλλά προσωρινής φύσεως έσοδα για το κράτος και δεν κάνει καμία προσπάθεια μόνιμης συγκράτησης των δαπανών. Η πολιτική αυτή τελικά θα βλάψει - εκτός από την οικονομία - και την ίδια την κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα. Αν ληφθούν μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης τώρα, μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές οι αντιδράσεις θα έχουν κοπάσει και η κυβέρνηση θα έχει κάποια αποτελέσματα να δείξει. Αν συνεχίσει να κωλυσιεργεί, το 2012 θα έχει πολύ δύσκολο έργο.
Πολίτης, 13/6/2010
Ασφαλώς καμιά εταιρεία δεν πρόκειται να βουλιάξει αν κληθεί να πληρώσει ένα επιπρόσθετο φόρο της τάξης του 1% επί των κερδών. Το πρόβλημα είναι η αβεβαιότητα που δημιουργείται, κυρίως όσον αφορά τις ξένες εταιρείες και το καθεστώς της Κύπρου ως χώρας με ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Το 1% είναι μικρό ποσοστό, όμως η ζημιά που μπορεί να προκαλέσει είναι δυσανάλογα μεγάλη. Όσο κι αν η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι το μέτρο είναι προσωρινό, κάποιοι πιθανόν να ανησυχήσουν ότι είναι απλώς το πρώτο βήμα και ότι έπονται κι άλλες αυξήσεις. Η ανησυχία αυτή ενισχύεται από την απροθυμία της κυβέρνησης να λάβει μόνιμα μέτρα μείωσης του ελλείμματος. Η αβεβαιότητα που δημιουργείται πλήττει την ικανότητα της Κύπρου να προσελκύσεις ξένες εταιρείες.
Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που η οικονομία έξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση. Η Κεντρική Τράπεζα μόλις έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη το 2010, προβλέποντας αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης (-0,5%) και για αυτή τη χρονιά. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της ΚΤ, η ύφεση στη ζώνη του ευρώ διήρκησε τέσσερα τρίμηνα ενώ η κυπριακή οικονομία ήδη καταγράφει ύφεση τα τελευταία πέντε τρίμηνα. Σε τέτοιες συνθήκες οι κυβερνήσεις μπορούν να ενισχύσουν τις οικονομίες τους αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες. Η δημοσιονομική κατάσταση της Κύπρου δεν αφήνει πολλά περιθώρια κινήσεων προς αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσε όμως να αποφευχθεί η επιβολή νέων φορολογιών και η δημιουργία αρνητικού κλίματος στην αγορά μέχρι η οικονομία να ανακάμψει.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να διαχειρίζεται το δημοσιονομικό έλλειμμα ως προσωρινό πρόβλημα. Επιεκντρώνεται σε μέτρα που στοχεύουν να αποφέρουν άμεσα αλλά προσωρινής φύσεως έσοδα για το κράτος και δεν κάνει καμία προσπάθεια μόνιμης συγκράτησης των δαπανών. Η πολιτική αυτή τελικά θα βλάψει - εκτός από την οικονομία - και την ίδια την κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα. Αν ληφθούν μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης τώρα, μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές οι αντιδράσεις θα έχουν κοπάσει και η κυβέρνηση θα έχει κάποια αποτελέσματα να δείξει. Αν συνεχίσει να κωλυσιεργεί, το 2012 θα έχει πολύ δύσκολο έργο.
Πολίτης, 13/6/2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)