3 Ιουλίου 2005

Τα κόλπα του Σιράκ και τα αντιβρετανικά μας ένστικτα

Γιατί απέτυχε η πρόσφατη σύνοδος κορυφής της ΕΕ; Η άποψη που υιοθετήθηκε στην Κύπρο χωρίς ουσιαστικά καμία αμφισβήτηση είναι ότι η αποτυχία οφείλεται εκ ολοκλήρου στη Βρετανία η οποία λειτούργησε (ως συνήθως) υπονομευτικά για να εξυπηρετήσει συμφέροντα ξένα προς αυτά των Ευρωπαίκών λαών. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξή της στην τότε ΕΟΚ η Βρετανία είχε την μεγαλύτερη καθαρή συνεισφορά στα ευρωπαϊκά ταμεία παρόλο που χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία είχαν τότε αρκετά ψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα. Ο λόγος ήταν ότι τα περισσότερα κονδύλια διοχετεύονταν σε αγροτικές επιδοτήσεις από τις οποίες η Βρετανία είχε σχετικά λίγο όφελος. Τη δεκαετία του 80 η Μάργκαρετ Θάτσερ πέτυχε μετά από αρκετές μάχες να εξασφαλίσει τη λεγόμενη Βρετανική "έκπτωση" (rebate) η οποία διόρθωνε αυτή την ιδιορρυθμία του συστήματος.

Έκτοτε τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το κατά κεφαλήν εισόδημα του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ξεπεράσει αυτό της Γαλλίας και της Γερμανίας (ας όψονται οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Θάτσερ και του Μπλερ). Ο Γάλλος πρόεδρος Σιράκ, ταπεινωμένος από το "όχι" των πολιτών της χώρας του στη συνταγματική συνθήκη, αναζητεί τρόπο να στρέψει την προσοχή αλλού. Ο καλύτερος τρόπος να το πετύχει είναι να στήσει καβγά με το ΗΒ, έτσι θέτει θέμα κατάργησης της Βρετανικής έκπτωσης. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπλερ δηλώνει ότι είναι διατεθειμένος να επαναδιαπραγματευθεί την έκπτωση μόνο αν τεθεί στο τραπέζι και η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Οι δύο πολιτικοί εμμένουν στις θέσεις τους, η ΕΕ διχάζεται, και η σύνοδος οδηγείται σε αποτυχία.

Ποιος φταίει; Τα αντιβρετανικά μας ένστικτα μας οδήγησαν αμέσως στο συμπέρασμα ότι ευθύνη βαρύνει εξ ολοκλήρου τον Τόνι Μπλερ. Όμως ακόμα και με την έκπτωση η Βρετανία συνεισφέρει περισσότερο στα κοινοτικά ταμεία από ότι η Γαλλία. Η ΚΑΠ απορροφά το 47% του κοινοτικού προϋπολογισμού. Ένα τέταρτο από αυτό το ποσό (πέραν των 10 δις ευρώ) καταλήγει στους Γάλλους αγρότες. Για αυτό άλλωστε η Βρετανία δεν ήταν η μόνη χώρα που απέρριψε τον τελικό συμβιβασμό. Μαζί της ήταν η Ολλανδία, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Ισπανία, ενώ και οι Γερμανοί χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι πολύ πιθανόν να είναι σύντομα εξουσία, είχαν ταχθεί εναντίον της πρότασης.

Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι χώρες; Με εξαίρεση την Ισπανία, αυτές είναι οι χώρες που συνεισφέρουν τα περισσότερα στα κοινοτικά ταμεία. Μαζί με αυτές τις χώρες θα έπρεπε να είχε ταχθεί και η Κύπρος. Γιατί κι εμείς βάζουμε στα κοινοτικά ταμεία περισσότερα από όσα παίρνουμε. Επιδοτούμε κι εμείς τους καλομαθημένους Γάλλους αγρότες. Αντί να δούμε το συμφέρον μας, αντιδράσαμε ως συνήθως παρορμητικά και πήραμε το μέρος όποιου αντιστρατεύεται τους Βρετανούς. Κάποτε θα πρέπει επιτέλους να μάθουμε να λειτουργούμε με βάση τη λογική και όχι το συναίσθημα.

Πολίτης, 3/7/2005

15 Μαΐου 2005

Υπουργείο Ρουσφετιού

Έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα του ρουσφετιού. Είναι βαζιά ριζωμένο στη ψυχολογία του Κύπριου. Όλοι το κατακρίνουν, όλοι το καταδικάζουν, αλλά ταυτόχρονα όλοι (ή τουλάχιστον η μεγάλη πλειοψηφία) το επιζητούν. Γεγονότα όπως αυτά που ζήσαμε το τελευταίο δεκαπενθήμερο θα μου προκαλούσαν οργή και αγανάκτηση πριν μερικά χρόνια. Τώρα, ήταν απλώς ένα κωμικό επεισόδιο που έσπασε τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Και δεν είμαι μόνος. Είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι Κύπριοι αντιμετωπίζεουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το θέατρο που παρακολουθούμε.

Παρόλα αυτά, ο οικονομολόγος μέσα μου δεν παύει να με ενοχλεί. Εμείς οι οικονομολόγοι έχουμε μανία με την αποτελεσματικότητα. Κι αυτό που με τρώει είναι ότι ο τρόπος που διεκπεραιώνεται το ρουσφέτι δεν είναι καθόλου αποτελεσματικός. Οι διαδικασίες είναι πολύκλοκες και αδιάφανες. Ο πολίτης είναι υπόχρεως να παίρνει σβάρνα τα τηλέφωνα για να μπορέσει να εξασφαλίσει μια απλή εξυπηρέτηση. Από την άλλη, ο κάθε υπουργός, βουλευτής, ή άλλος αξιωματούχος αναγκάζεται να ξοδεύει πολλές ώρες ακούγοντας παράπονα, αξιολογώντας αιτήματα και ζητώντας εξυπηρετήσεις. Αν δε είναι καλά οργανωμένος πρέπει να τηρεί αρχείο όλων των αιτημάτων που παίρνει για να μπορεί μετά να τα χρησιμοποιήσει εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων. (Όλα αυτά βέβαια γίνονται αυστηρά και μόνο για σκοπούς άσκησης διοικητικού ελέγχου και αποκατάσταση αδικιών.)

Αυτό που χρειάζεται πιστεύω είναι η θεσμοθέτηση της διαδικασίας μέσω ενός κεντρικού φορέα, ίσως και ενός Υπουργείου Ρουσφετιού. Το υπουργείο αυτό θα αναλάβει τη διεκπεραίωση του ρουσφετιού σε ολόκληρη την κρατική μηχανή. Ο πολίτης που ζητά εξυπηρέτηση θα παρουσιάζει στο εν λόγω υπουργείο το αίτημά του μαζί με τα απαραίτητα δικαιολογητικά όπως κομματικές ταυτότητες και συστατικές επιστολές από κομματικούς αξιωματούχους. Ανάλογα με το ποιος είναι στην εξουσία τα πιστοποιητικά αυτά θα αξιολογούνται δεόντως και θα λαμβάνεται απόφαση. Όμορφα και παστρικά, χωρίς άσκοπες ταλαιπωρίες.

Κυρίως, όμως, η δημιουργία Υπουργείου Ρουσφετιού θα απελευθερώσει το χρόνο των υπόλοιπων υπουργών της κυβέρνησης. Μπορούμε τότε να ελπίζουμε ότι οι υπουργοί μας θα έχουν περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους για να ασχοληθούν με τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν αυτόν τον δύσμοιρο τόπο.

Πολίτης, 15/5/2005

28 Μαρτίου 2005

Ο μπακάλης της γειτονιάς μου

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα μπακάλη - κυρ-Λάμπρο ας τον πούμε. Μπακάληδες όπως τον κυρ-Λάμπρο είναι είδος προς εξαφάνιση. Διεθύνει ένα μικρό συνοικιακό μπακάλικο και βγάζει τα προς το ζειν εξυπηρετώντας μερικές δεκάδες πελάτες που μένουν στα γύρω σπίτια και πολυκατοικίες. Κληρονόμησε το μπακάλικο από τον πατέρα του ο κυρ-Λάμπρος, αλλά είναι βέβαιο πως αυτός δεν θα το κληροδοτήσει στα παιδιά του. Θα το δουλέψει μέχρι να πάρει τη σύνταξή του και μετά το μπακάλικο θα κλείσει. Την εποχή μας, την εποχή των μεγάλων υπεραγορών και των πολυκαταστημάτων, τα συνοικιακά μπακάλικα δεν έχουν λόγο ύπαρξης.

Μέχρι τότε όμως ο κυρ-Λάμπρος θα συνεχίζει να κάνει το μόνο πράγμα που ξέρει να κάνει. Όπως κάθε μέρα εδώ και δεκαετίες, θα πηγαίνει κάθε πρωί στο παντοπωλείο για να προμηθευτεί τα φρούτα και ζαρζαβατικά για τις ανάγκες της ημέρας. Θα ανοίγει το μπακάλικο από τα χαράματα και θα κάθεται εκεί μέχρι το βράδυ, με κάποιο διάλειμμα το μεσημέρι για φαγητό. Κατά τη διάρκεια της ημέρας 2-3 φορές θα σκύψει το κεφάλι στον πάγκο του για να κλέψει μερικά λεπτά ύπνου. Θα παραδίδει κατ' οίκον τα ψώνια και τους κυλίνδρους του υγραερίου στις ηλικιωμένες κυρίες της γειτονιάς.

Χρυσός άνθρωπος ο κυρ-Λάμπρος, θα σκέφτεστε σίγουρα. Και είναι. Όμως λυπούμαι να πώ ότι ο κυρ-Λάμπρος είναι ένας παράνομος. Μάλιστα, ένας κοινός εγκληματίας. Όχι, δεν σκότωσε κανένα, μήτε έκανε καμία διάρρηξη. Παρέβηκε όμως ο κυρ-Λάμπρος τους νόμους αυτής της πολιτείας. Και δεν το έπραξε από άγνοια ή από παρόρμηση. Το έπραξε συνειδητά, συστηματικά και προμελετημένα. Και κατά πάσα πιθανότητα συνεχίζει να το κάνει επί καθημερινής βάσεως μέχρι σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές.

Θα διερωτάστε: τί είδους παρανομία μπορεί να διαπράττει ένας τέτοιος καλόκαρδος και καλοκάγαθος άνθρωπος; Θα σας το πώ, αλλά ας μείνει μεταξύ μας. Να μην τον μπλέξουμε κιόλας τον άνθρωπο. Σας πληροφορώ λοιπόν ότι ο κυρ-Λάμπρος δεν κλείνει το μπακάλικο στις 6:00 το απόγευμα όπως προβλέπει η σχετική νομοθεσία. Μένει ανοιχτός κάθε βράδυ - εκτός Τετάρτης - μέχρι τις 8:00 ή και 8:30! Οποίον ατόπημαν! Γιατί άραγε να κάνει κάτι τέτοιο ο κυρ-Λάμπρος; Ποιες είναι οι δόλιες επιδιώξεις του; Μήπως προσπαθεί να κλείσει τον μπακάλη της πέρα γειτονιάς; Μήπως προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους πελάτες του πετυχαίνοντάς τους την ώρα που είναι κουρασμένοι και ευάλωτοι και πουλώντας τους προϊόντα σε τιμές ψηλότερες από το κανονικό;

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει περάσει από το μυαλό αυτού του ανθρώπου. Ο κυρ-Λάμπρος είναι ένας βιοπαλαιστής που δεν θέλει να πλήξει κανένα αλλά ούτε ζητά προστασία από κανένα. Θέλει μόνο να έχει το δικαίωμα να επιλέγει τα προϊόντα που θα πουλά και τις ώρες που θα τα πουλά ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους πελάτες του. Για να μπορέσει να κρατήσει αυτό το μπακάλικο ακόμα μερικά χρόνια μέχρι να βγει στη σύνταξη.

* Αφιερωμένο στο Υπουργείο Εργασίας, το Σύνδεσμο Καταναλωτών και όποιους άλλους προσπαθούν να μας προστατέψουν από τον κάθε κυρ-Λάμπρο.

Πολίτης, 27/3/2005

6 Μαρτίου 2005

Ξέχασαν τους καταναλωτές

Υποτίθεται ότι ο ρόλος του κράτους είναι να διασφαλίζει την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών με απώτερο σκοπό την εξυπηρέτηση των καταναλωτών. Στην πράξη όμως πολλές - αν όχι οι περισσότερες - κρατικές παρεμβάσεις στις αγορές γίνονται προς όφελος όχι του συνόλου των καταναλωτών αλλά μεμονομένων επαγγελματικών ομάδων, είτε αυτές είναι βιομήχανοι, εμπορευόμενοι, αγρότες, ή άλλοι. Οι παρεμβάσεις αυτές αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση πελατειακών σχέσεων και αποβαίνουν εις βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών.

Το πάρε-δώσε που παρακολουθούμε αυτές τις μέρες σχετικά με τα ωράρια των καταστημάτων είναι ένα από τα πιο παραστατικά παραδείγματα αυτού του φαινομένου. Τα τελυταία χρόνια το λιανικό εμπόριο στην Κύπρο είχε μια εντυπωσιακή ανάπτυξη. Κτίστηκαν μεγάλες υπεραγορές, ξεφύτρωσαν οι φρουταρίες, αναβαθμίστηκαν και επεκτάθηκαν τα περίπτερα και τα αρτοποιεία. Ορισμένοι αποκάλεσαν αυτό το φαινόμενο αταξία και ασυδοσία. Εγώ το αποκαλώ ομορφιά της αγοράς. Δεν υπάρχει καλύτερο θέαμα για τον καταναλωτή από το να βλέπει τις επιχειρήσεις να σκοτώνονται να τον εξυπηρετήσουν. Ο καταναλωτής είναι χωρίς αμφιβολία ο μεγάλος κερδισμένος από αυτό τον ανταγωνισμό. Και καταναλωτές είμαστε όλοι μας.

Όμως οι επιχειρήσεις δεν θέλουν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Γι αυτό και προσέτρεξαν στην κυβέρνηση ζητώντας προστασία. Οι καταστηματάρχες ζήτησαν προστασία από τις υπεραγορές και τις φρουταρίες, οι υπεραγορές από τα περίπτερα και τα αρτοποιεία, τα περίπτερα και τα αρτοποιεία από τις υπεραγορές, και πάει λέγοντας. Το Υπουργείο Εργασίας είχε την ατυχία να αναλάβει το δύσκολο έργο της εξεύρεσης μαγικής φόρμουλας. (Αλήθεια, αυτό κι αν είναι αναχρονισμός: από που ως που το Υπουργείο Εργασίας να ρυθμίζει το εμπόριο;) Παρόλο που δεν ήμουν αισιόδοξος, ομολογώ ότι ποτέ δεν περίμενα ένα τόσο αναχρονιστικό νομοσχέδιο όσο αυτό στο οποίο κατέληξε το Υπουργείο. Ένα νομοσχέδιο που αντί να μας φέρει επιτέλους στον 21ο αιώνα μας παίρνει πίσω μερικές δεκαετίες. Όλα τα ζύγισαν οι υπεύθυνοι του Υπουργείου Εργασίας, όλα τα συμφέροντα τα έλαβαν υπόψιν, όλα εκτός από τα μόνα που έπρεπε να μετρήσουν: τα συμφέροντα του καταναλωτή. Κι αντί να αφήσουν το παζάρι να δουλέψει, το στραγγαλίζουν στην προσπάθειά τους να βολέψουν τα συμφέροντα των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων, κυρίως των υπεραγορών.

Βέβαια κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν παραδέχεται ότι ζητά προστασία. Όλοι υποστηρίζουν ότι θέλουν το καλό του καταναλωτή. Ακόμα και ο Σύνδεσμος Καταναλωτών τάχθηκε υπέρ του περιορισμού των προϊόντων που πωλούν τα περίπτερα. Γιατί; Για να να προστατέψει λέει τους καταναλωτές από τις ψηλές τιμές των περιπτέρων. Οι μεν θέλουν να μας προστατέψουν από τους δε, το υπουργείο θέλει να μας προστατέψει από την "ασυδοσία της αγοράς" και ο Σύνδεσμος Καταναλωτών θέλει να μας προστατέψει από τους εαυτούς μας.

Τελικά, για να παραφράσω τον Καζαντζάκη, εμάς τους καταναλωτές ποιος θα μας προστατέψει από όλους αυτούς τους προστάτες;

Πολίτης, 6/3/2005