19 Απριλίου 2004

Ποιο μέλλον θέλουμε;

Το ερχόμενο Σάββατο καλούμαστε να πάρουμε μια απόφαση η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα καθορίσει την πορεία της Κύπρου για τις επόμενες δεκαετίες. Θα πρέπει λοιπόν να αξιολογήσουμε τις δύο επιλογές που έχουμε μπροστά μας με βάση τις επιπτώσεις τους σε αυτό το βάθος χρόνου.

Η μια επιλογή είναι το σχέδιο Ανάν. Με όλη την πολυπλοκότητα, τις ασάφειες και τα κενά του, το σχέδιο του ΓΓ παρουσιάζει ένα σαφές όραμα για την Κύπρο. Αποτελεί ένα οδικό χάρτη ο οποίος θέτει την Κύπρο σε μια πορεία επανένωσης. Τα πρώτα βήματα θα είναι αναμφίβολα δύσκολα και θα χρειαστεί σκληρή δουλειά και καλή θέληση από όλους για να επιτευχθεί ο τελικός στόχος. Όμως το σχέδιο του ΓΓ μας δίνει το δικαίωμα να προσβλέπουμε σε μια Κύπρο ενωμένη, ειρηνική, χωρίς ξένους στρατούς, μια Κύπρο ευημερούσα και απαλλαγμένη από σύνδρομα καταδιώξεως και ιστορικά μίση.

Απορρίπτοντας το σχέδιο του ΓΓ διαφυλάττουμε - πιστεύουν πολλοί - την αξιοπρέπειά μας και διατηρούμε το δικαίωμα να ελπίζουμε σε μια καλύτερη λύση. Σίγουρα όλοι προτιμούμε μια καλύτερη λύση, όμως από αυτή την προσέγγιση φαίνεται να απουσιάζει το όραμα και η στρατηγική. Εδώ και δυο μήνες έχουμε όλοι αφιερώσει δεκάδες ώρες παρακολουθώντας τηλεοπτικές συζητήσεις και διαβάζοντας γραπτές αναλύσεις. Κι όμως εγώ προσωπικά δεν έχω ακόμα μπορέσει να σχηματίσω μια εικόνα του πώς ακριβώς βλέπουν οι υποστηρικτές της απόρριψης το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακόμα και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο διάγγελμά του δεν έκανε καμία αναφορά στο δικό του όραμα για την Κύπρο. Περιορίστηκε να μας διαβεβαιώσει ότι οι προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού θα συνεχιστούν, χωρίς να μας δώσει κανένα πειστικό επιχείρημα γιατί η διεθνής κοινότητα θα εξακολουθήσει να ενδιαφέρεται για τη λύση του Κυπριακού αν εμείς απορρίψουμε την λύση που μας προσφέρει σήμερα.

Περίμενα από τους υποστηρικτές του "όχι" να μας δώσουν τον δικό τους οδικό χάρτη για το πού βαδίζει η Κυπριακή Δημοκρατία. Ποια λύση οραματίζονται; Πότε θα επιτευχθεί αυτή η λύση; Πόσοι πρόσφυγες θα επιστρέψουν στα σπίτια τους; Πότε θα επιστρέψουν στα σπίτια τους; Σε πέντε χρόνια, σε δεκαπέντε χρόνια, ή σε πενήντα χρόνια; Πότε θα φύγουν τα Τουτκικά στρατεύματα; Πόσοι έποικοι θα παραμείνουν στην Κύπρο; Και κυρίως, ποια είναι η στρατηγική που θα επιφέρει αυτή τη λύση; Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Το μόνο που ακούμε είναι γενικές και αόριστες αναφορές για τη δυνατότητα επίτευξης καλύτερης λύσης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως η ΕΕ μας καλεί σήμερα να δεχτούμε αυτή τη λύση. Τί είναι εκείνο που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ξαφνικά από την άλλη βδομάδα η ΕΕ θα αλλάξει πολιτική και θα αρχίσει να υποστηρίζει μια άλλη, καλύτερη για μας, λύση;

Έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται οι πρώτες ενδείξεις της διεθνούς απομόνωσης στην οποία μάς οδηγεί η λογική της απόρριψης. Η ίδια λογική αναβιώνει στο εσωτερικό μέτωπο εθνικιστικές εξάρσεις και συντηρεί μια νοοτροπία μιζέριας, καχυποψίας και μισαλλοδοξίας. Από την άλλη, το σχέδιο Ανάν, με όλες του τις αδυναμίες, δείχνει το δρόμο για ένα καινούριο ξεκίνημα. Μας δίνει την ευκαιρία να ξεφύγουμε από τον κύκλο του φόβου και του μίσους που ζούμε τον τελευταίο μισό αιώνα και να αντικρύσουμε το μέλλον με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχει. Αξίζει όμως μια προσπάθεια.

Πολίτης, 18/4/2004

7 Απριλίου 2004

Τα οικονομικά της λύσης

Οι οικονομικές επιπτώσεις της λύσης αποτέλεσαν θέμα έντονης συζήτησης στο διάστημα που προηγήθηκε των συνομιλιών της Λουκέρνης. Τώρα έχουμε στα χέρια μας το τελικό σχέδιο Ανάν. Παρόλο που αρκετές λεπτομέρειες που περιλαμβάνονται στους διάφορους νόμους δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστές, πιστεύω ότι γνωρίζουμε αρκετά ώστε να μπορέσουμε να προβούμε σε μια συνολική αξιολόγηση των οικονομικών πτυχών της λύσης. Η ανάλυση που ακολουθεί επικεντρώνεται σε τρεις βασικές πτυχές: τις αποζημιώσεις, το κόστος της λύσης και τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.

Οι αποζημιώσεις

Από οικονομικής άποψης, η μεγαλύτερη αδυναμία του προηγούμενου σχεδίου Ανάν ήταν κατά γενική ομολογία οι πρόνοιες για τις αποζημιώσεις. Ήμουν ένας εξ αυτών που είχαν εκφράσει αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του Ταμείου Αποζημιώσεων όπως αυτό είχε σχεδιαστεί. Φαίνεται ότι σε αυτό το θέμα η επιχειρηματολογία της πλευράς μας ήταν πειστική και ώθησε τα Ηνωμένα Έθνη να προχωρήσουν σε μια σειρά αλλαγών που περιορίζουν στο ελάχιστο τον κίνδυνο χρεοκοπίας του Ταμείου. Οι αλλαγές αυτές συνοψίζονται ως εξής:

  • Στην κάθε προσφυγική οικογένεια επιστρέφεται το ένα τρίτο της περιουσίας της. Αυτό αυξάνει σημαντικά τις περιουσίες που θα επιστραφούν, και συνεπώς μειώνει την ανάγκη για αποζημιώσεις.
  • Ταυτόχρονα, η αλλαγή αυτή μειώνει την έκταση που θα περιέλθει στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου Περιουσιών. Αυτό περιορίζει την στρέβλωση που θα μπορούσε να δημιουργηθεί από τη λειτουργία του Συμβουλίου λόγω του ότι θα είναι ένας μεγάλος παίχτης στην κτηματαγορά.
  • Ο συνδυασμός ομολόγων και "πιστοποιητικών ανατίμησης γης" στην παροχή αποζημιώσεων μειώνει στο ελάχιστο το ρίσκο που αναλαμβάνει ο εγγυητής των ομολόγων, είτε αυτός είναι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είτε οποιοσδήποτε άλλος.
  • Τον τελικό λόγο για την αξία των περιουσιών θα τον έχει η αγορά και όχι οι όποιες εκτιμήσεις γίνουν σήμερα, οι οποίες βασίζονται κατ' ανάγκην σε υποθέσεις και έχουν μεγάλο περιθώριο λάθους.

Οι αλλαγές αυτές διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του Ταμείου Αποζημιώσεων και ικανοποιούν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δικές μου ανησυχίες για το θέμα αυτό.

Το κόστος της λύσης

Η έννοια του κόστους της λύσης κακοποιήθηκε βάναυσα τον τελευταίο καιρό. Υπάρχουν δύο είδη κόστους. Το ένα είναι το αρχικό κόστος, αυτό δηλαδή που σχετίζεται με την εφαρμογή της λύσης και το οποίο θα πληρώσουμε μόνο μια φορά. Το δεύτερο είναι το λειτουργικό κόστος, αυτό που αφορά στη λειτουργία της νέας κρατικής δομής και το οποίο θα πληρώνεται στο διηνεκές.

Τί πρέπει να περιλάβουμε στο αρχικό κόστος; Για αρκετές βδομάδες κυκλοφορούσε το νούμερο των 16 δισεκατομμυρίων το οποίο προκάλεσε πανικό στην κοινή γνώμη. Τελικά αποδείχτηκε ότι ο αριθμός αυτός περιελάμβανε κυρίως το κόστος των αποζημιώσεων και αναπτυξιακές δαπάνες. Οι αποζημιώσεις ουδέποτε θα έπρεπε να είχαν περιληφθεί σε αυτό τον αριθμό γιατί δεν αποτελούσαν κόστος για το κράτος. (Εν πάσει περιπτώσει, το πρόβλημα έχει εκλείψει με τις νέες πρόνοιες για τις περιουσίες.) Ούτε όμως και οι αναπτυξιακές δαπάνες είναι λογικό να θεωρούνται ως κόστος της λύσης. Μήπως αν η Τουρκία ερχόταν και μας έδινε πίσω εδάφη άνευ όρων εμείς θα λέγαμε "όχι ευχαριστώ, δεν θα τα πάρω γιατί υπάρχει κόστος εκμετάλλευσής τους;" Όχι βέβαια. Η ανάπτυξη των περιοχών που θα επιστραφούν είναι ευκαιρία, όχι κόστος.

Οι μόνες δαπάνες που είναι πραγματικά κόστος λύσης είναι αυτές που απαιτούνται για την επανεγκατάσταση των Τουρκοκυπρίων και για τις αποζημιώσεις των εποίκων που θα φύγουν. Κάποιες εκτιμήσεις ανεβάζουν την απαιτούμενη δαπάνη γύρω στα 700 εκ. λίρες. Πρόκειται για ένα σημαντικό ποσό, και είναι το ελάχιστο που θα πρέπει να προσπαθήσουμε να εξασφαλίσουμε από τη διάσκεψη δωρητών.

Το λειτουργικό κόστος της λύσης οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη επιπρόσθετων κρατικών οργάνων. Οι εκτιμήσεις που έγιναν για το κόστος λειτουργίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης μιλούν για 200-300 εκατομμύρια λίρες ετησίως. Δεδομένου ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα περιλαμβάνει πολλές υπηρεσίες που ήδη υπάρχουν και θα μεταφερθούν απλώς από την δημόσια υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι σαφές ότι το συνολικό επιπρόσθετο κόστος θα είναι αρκετά μικρότερο. Υπάρχει επίσης και το κόστος της έμμεσης επιδότησης της Τ/Κ πολιτείας από την Ε/Κ μέσω του συστήματος επιστροφής των έμμεσων φόρων. Αυτό συνεπάγεται μια μεταβίβαση της τάξης των μερικών δεκάδων εκατομμυρίων λιρών. Συνολικά, το λειτουργικό κόστος που θα επωμιστούν οι Ε/Κ θα είναι της τάξης των 100-200 εκατομμυρίων λιρών για το πρώτο έτος και θα μειώνεται χρόνο με το χρόνο λόγω της σύγκλισης στην αγοραστική δύναμη.

Μακροπρόθεσμες συνέπειες

Οι περισσότερες αναλύσεις που έγιναν τους τελευταίους μήνες περιορίστηκαν στο βραχυπρόθεσμο κόστος της λύσης, παραγνωρίζοντας τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις. Αμφιβάλλω αν υπάρχει οποιοσδήποτε που θα αμφισβητήσει ότι μια πετυχημένη λύση θα έχει ευεργετικές συνέπειες για την Κυπριακή οικονομία. Η επιστροφή εδαφών και οι αποζημιώσεις θα αυξήσει τα περιουσιακά στοιχεία σημαντικής μερίδας των Ελληνοκυπρίων. Η ανάγκη για ανοικοδόμηση των περιοχών που θα επιστραφούν θα οδηγήσει σε ένα οικοδομικό οργασμό ο οποίος θα διαρκέσει για πολλά χρόνια. Το άνοιγμα των κατεχομένων θα δημιουργήσει επιχειρηματικές ευκαιρίες τις οποίες οι Ε/Κ είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν. Η άρση της αβεβαιότητας θα προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Όλα αυτά θα δώσουν μεγάλη ώθηση στην οικονομία, με μόνο μειονέκτημα την πιθανότητα υπερθέρμανσης και δημιουργίας πληθωριστικών πιέσεων.

Συμπέρασμα

Η λύση του Κυπριακού μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ραγδαία οικονομική ανάπτυξη με σημαντικά οικονομικά οφέλη για όλους τους κατοίκους της Κύπρου. Όμως αυτά τα οφέλη δεν είναι δεδομένα. Το σχέδιο Ανάν έχει ακόμα αρκετά κενά όσον αφορά στα οικονομικά θέματα (όπως για παράδειγμα την ασάφεια στο θέμα των χρεών των πολιτειών). Θα εναπόκειται στους τους πολιτικούς και τεχνοκράτες των δύο πολιτειών να διασαφηνίσουν τα ζητήματα αυτά. Αν επικρατήσει θετικό κλίμα με γνώμονα το συμφέρον όλων, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι τα οφέλη θα είναι μεγάλα και θα υπερκαλύψουν το όποιο βραχυπρόθεσμο λειτουργικό κόστος. Αν από την άλλη επικρατήσει κλίμα αντιπαλότητας, πιθανόν να δημιουργηθούν προβλήματα. Σε τέτοια όμως περίπτωση, τα οικονομικά προβλήματα θα είναι το λιγότερο που θα πρέπει να μας ανησυχεί.

Το συμπέρασμα είναι απλό: οι ανησυχίες για τα οικονομικά ζητήματα δεν είναι λόγος απόρριψης της προτεινόμενης λύσης. Όσοι πιστεύουν ότι η λύση δεν θα λειτουργήσει στο πολιτικό επίπεδο καλά κάνουν να την καταψηφίσουν. Όσοι όμως πιστεύουν ότι το νέο κράτος είναι βιώσιμο δεν πρέπει να ανησυχούν για τις οικονομικές επιπτώσεις γιατί είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτές θα είναι θετικές.

Πολίτης, 6/4/2004