31 Ιανουαρίου 2010

Κοινωνικές νόρμες και κάπνισμα

Τον τελευταίο καιρό έχουν δημοσιευτεί πολλά άρθρα που καταφέρονται με μεγάλο πάθος κατά της απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους. Η συγκεκριμένη νομοθεσία έχει χαρακτηριστεί μεταξύ άλλων ως φασιστική (!) και ως κοινωνικός ρατσισμός, και έχει συγκριθεί με τα κέρφιου της Αγγλοκρατίας και την απαγόρευση των συναθροίσεων στην Ελλάδα της δικτατορίας. Ακραίοι χαρακτηρισμοί και άστοχες συγκρίσεις που προσβάλλουν μόνο αυτούς που τις εκφέρουν.

Όλοι σχεδόν όσοι αρθρογραφούν για το θέμα δηλώνουν σεβασμό στην αρχή ότι η ελευθερία του ενός τελειώνει εκεί που αρχίζει να περιορίζει την ελευθερία του άλλου. Η αρχή αυτή είναι πολύ σημαντική, όμως αφήνει ανοικτό ένα καίριο ερώτημα: πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή; Όταν δύο ελευθερίες συγκρούονται, ποια υπερτερεί; Την απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα τη δίνει η ίδια η κοινωνία, η οποία μέσα από το χρόνο διαμορφώνει κανόνες - κοινωνικές νόρμες - που ιεραρχούν τις διάφορες ελευθερίες και δικαιώματα. Έτσι, το δικαίωμα κάποιου να απολαμβάνει ήσυχος τον βραδινό του ύπνο στο σπίτι του υπερτερεί του δικαιώματος του γείτονά του να βάζει μουσική στη διαπασών στις τέσσερις το πρωί. Το δικαίωμα ενός πολίτη να διακινείται στο οδικό δίκτυο με σχετική ασφάλεια υπερτερεί του δικαιώματος κάποιου άλλου να μιμείται τον Μίκαελ Σούμαχερ στους δημόσιους δρόμους.

Στην περίπτωση του καπνίσματος η κοινωνική νόρμα για πολλές δεκαετίες έδινε το πάνω χέρι στους καπνιστές. Το κάπνισμα ήταν κοινωνικά αποδεκτό και ο καθένας μπορούσε να ανάβει στο σπίτι του, στο γραφείο, στο αυτοκίνητο, σε χώρους εργασίας και αναψυχής, χωρίς κανένα περιορισμό. Σιγά-σιγά όμως η κοινωνική νόρμα ανατράπηκε. Το δικαίωμα των μη καπνιστών να αναπνέουν καθαρό αέρα υπερτερεί πλέον του δικαιώματος των καπνιστών να κάνουν το κέφι τους.

Η ανατροπή των κοινωνικών ισορροπιών στο θέμα του καπνίσματος είναι μέρος μιας γενικότερης τάσης η οποία έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο που οι σύγχρονες κοινωνίες αντιμετωπίζουν κάποια θέματα, κυρίως αυτά που αφορούν το περιβάλλον. Παλαιότερα, τα εργοστάσια είχαν το ελεύθερο να μολύνουν την ατμόσφαιρα, τα ποτάμια και τις θάλασσες. Συμπεριφέρονταν ουσιαστικά ως το περιβάλλον να ήταν δική τους ιδιοκτησία. Όμως η κοινωνία διεκδίκησε και τελικά κέρδισε την ιδιοκτησία του περιβάλλοντος. Σήμερα το κοινωνικό σύνολο αποφασίζει πόση ρύπανση είναι διατεθειμένο να δεχτεί και απαιτεί να αποζημιώνεται από όσους μολύνουν το περιβάλλον.

Η ευρεία αποδοχή του καπνίσματος ως κοινωνικής δραστηριότητας είναι ένα ενδιαφέρον θέμα το οποίο είμαι βέβαιος έχει απασχολήσει τους κοινωνιολόγους. Το ρόλο της έπαιξε σίγουρα και η ιδιοφυής διαφημιστική εκστρατεία που συνέδεσε το κάπνισμα με τον σκληρό άντρα (τον καουμπόυ της Μάρλμπορο) και την απελευθερωμένη γυναίκα (You've come a long way, baby). Όμως οι καιροί έχουν αλλάξει, και μαζί τους και τα πρότυπα. Οι καπνιστές θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν. Ας κάνουν υπομονή. Ποιος ξέρει, κάποια μέρα οι κοινωνικές νόρμες μπορεί να τους ευνοήσουν και πάλι.

Πολίτης, 31/1/2010

24 Ιανουαρίου 2010

Ημικρατικοί: προσαρμογή ή παρακμή

Σε ένα κόσμο που αλλάζει με γοργούς ρυθμούς, ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας οργανισμός είναι η δυνατότητα να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και να μετεξελίσσεται όταν αυτό είναι αναγκαίο. Αυτό το χαρακτηριστικό λείπει συνήθως από δημόσιους οργανισμούς, ειδικά αυτοί λειτουργούν με μονοπωλιακό καθεστώς και δεν αντιμετωπίζουν την πίεση της αγοράς. Οι ιδιωτικοί οργανισμοί που δεν προσαρμόζονται φθίνουν σταδιακά και τελικά κλείνουν. Οι δημόσιοι οργανισμοί πολύ δύκολα κλείνουν, ακόμα και όταν οι συνθήκες οι οποίες κατέστησαν τη δημιουργία τους αναγκαία έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. Όπως εύστοχα διερωτήθηκε πριν μερικές μέρες η Γενική Ελέγκτρια, ποιος είναι ο ρόλος στη σύγχρονη εποχή του Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων, του Συμβουλίου Σιτηρών και του Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης; Θα μπορούσε επίσης κάποιος εύλογα να διερωτηθεί ποια είναι η αποστολή σήμερα του ΡΙΚ, του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων και του ΚΟΤ, καθώς και σε ποιο βαθμό οι οργανισμοί αυτοί φέρνουν εις πέρας την αποστολή τους.

Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται οργανισμοί όπως η ΣΥΤΑ και η ΑΗΚ οι οποίοι παρέχουν ουσιώδεις υπηρεσίες και ασφαλώς δεν πρόκειται να κλείσουν. Εδώ και πολλά χρόνια όμως γίνεται λόγος για την ανάγκη εκσυγχρονισμού του τρόπου λειτουργίας τους ώστε να μπορούν να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά στο σύγχρονο περιβάλλον. Η ανάγκη αυτή είναι ιδιαίτερα επιτακτική για τη ΣΥΤΑ, η οποία αντιμετωπίζει πλέον ανταγωνισμό στις περισσότερες αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται. Όμως καμιά απόφαση δεν έχει παρθεί, με αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα του οργανισμού να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Η προσέλκυση ενός στρατηγικού επενδυτή θα μπορούσε να δώσει στη ΣΥΤΑ άμεση πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες και σύγχρονες μεθόδους διοίκησης και θα της έδινε την δυνατότητα να αναπτυχθεί και να επεκταθεί, προς όφελος όλων.

Το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης δημοσίων οργανισμών εγείρεται συχνά σε περιόδους δημοσιονομικής στενότητας και παρουσιάζεται ως ένας εύκολος τρόπος να γεμίσουν τα δημόσια ταμεία. Αυτό είναι ατυχές. Η πώληση περιουσιακών στοιχείων απλώς για να συντηρείται μια σπάταλη και υδροκέφαλη κρατική μηχανή δεν είναι σοφή ενέργεια. Αλλά ούτε και η δογματική αντίθεση σε πώληση δημόσιας περιουσίας είναι σοφή. Σοφό θα ήταν τα όποια έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις να διατεθούν για μεγάλες επενδύσεις που θα αναβαθμίσουν τις δημόσιες υποδομές, θα ενισχύσουν την οικονομική δραστηριότητα και θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των πολιτών. Για παράδειγμα, με τη διάθεση ενός ποσοστού της τάξης του 30% της ΣΥΤΑ σε στρατηγικό επενδυτή το κράτος μπορεί να εισπράξει μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ τα οποία θα μπορούσαν να επενδυθούν για τη δημιουργία δημόσιων συγκοινωνιών στις μεγάλες πόλεις. Με αυτό τον τρόπο και η ΣΥΤΑ ενδυναμώνεται, και η δημόσια υποδομή αναβαθμίζεται.

Πολίτης, 24/1/2010

17 Ιανουαρίου 2010

Τα μέτρα για το κόστος της κρατικής μηχανής

Η δημόσια συζήτηση αναφορικά με τα δημοσιονομικά μέτρα που παρουσιάστηκαν από τον Υπουργό Οικονομικών στις 29 Δεκεμβρίου επικεντρώθηκε δυστυχώς στο θέμα της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας. Λέω δυστυχώς γιατί οι κυβερνητικές προτάσεις για το θέμα δεν είναι καθόλου συγκεκριμένες με αποτέλεσμα ο δημόσιος διάλογος να διεξάγεται στη βάση εικασιών για σκοπούς δημιουργίας εντυπώσεων.

Αντίθετα, ελάχιστος σχολιασμός έγινε για τις κυβερνητικές προτάσεις για τη μείωση του κόστους της κρατικής μηχανής, οι οποίες ήταν αρκετά συγκεκριμένες. Τα προτεινόμενα μέτρα κινούνται σε τρεις άξονες: την απασχόληση, το μισθολόγιο και τις συντάξεις. Πέρα από την πρόθεση της κυβέρνησης για έναρξη διαλόγου με στόχο τη μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους, οι προτάσεις δεν περιέχουν τίποτα το καινούριο και ριζοσπαστικό. Απλώς επαναφέρονται μέτρα που είχαν υιοθετηθεί και στο παρελθόν και προσέφεραν κάποια προσωρινή ανακούφιση αλλά δεν έδωσαν μόνιμες λύσεις.

Το κύριο μέτρο για τη μείωση της απασχόλησης είναι η αναστολή δημιουργίας νέων θέσεων για δύο χρόνια. Εκτός από προσωρινό, το μέτρο είναι και ισοπεδωτικό γιατί μεταχειρίζεται με τον ίδιο τρόπο όλα τα τμήματα του δημοσίου ανεξάρτητα από τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις τους. Το μορατόριουμ απλώς θα μεταθέσει όλα τα αιτήματα για νέες θέσεις (τόσο από τις υπηρεσίες όσο και από την κοινωνία) κατά μια διετία. Θα βρεθούμε τότε στο 2012, έτος εκλογών, και ο καθένας μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει τότε. Μια καλύτερη λύση είναι να γίνει μια λεπτομερής καταγραφή των αναγκών σε όλο το εύρος της δημόσιας υπηρεσίας ώστε να εντοπιστούν οι υπηρεσίες που χρειάζεται να συρρικνωθούν ή ακόμα και να καταργηθούν και να γίνει ανακατανομή του προσωπικού - κάτι βέβαια που απατεί και την εισαγωγή της εναλλαξιμότητας.

Τα μέτρα για τη μείωση του μισθολογίου είναι ακόμα πιο ανεπαρκή, αφού ουσιαστικά το μόνο που προτείνεται είναι η "συγκράτηση" των μισθολογικών αυξήσεων. Όμως ακόμα και με μηδενικές αυξήσεις οι μισθοί αυξάνονται κατά 5-6% ετησίως λόγω προσαυξήσεων και ΑΤΑ. Η κυβέρνηση απορρίπτει χωρίς συζήτηση τα δύο μέτρα που μπορούν να δώσουν μόνιμες λύσεις στο πρόβλημα του μισθολογίου: την κατάργηση ή μείωση των αυτόματων αυξήσεων και τη μείωση των μισθολογικών κλιμάκων για τους νεοεισερχόμενους δημόσιους υπάλληλους.

Ο Υπουργός στην παρουσίασή του χαρακτήρισε - ορθά - το δημοσιονομικό πρόβλημα ως "διαχρονικό και διαρθρωτικό" και την κρατική μηχανή ως "μεγάλη κι ανελαστική". Όμως τα μέτρα που προτείνει είναι προσωρινής φύσεως και δεν θεραπεύουν τις βασικές αιτίες των διαρθρωτικών προβλημάτων. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι το έλλειμμα θα περιοριστεί κάπως μέχρι το 2012, θα εκτοξευτεί ως αποτέλεσμα της εκλογικής παροχολογίας, και ο επόμενος ΥΠΟΙΚ θα έχει ακόμα μεγαλύτερους πονοκεφάλους.

Πολίτης, 17/1/2010