28 Απριλίου 2002

Ανοικτοί ουρανοί και Κυπριακές Αερογραμμές

Την 1η Ιανουαρίου του 2003 η Ευρώπη περνά στην εποχή των "ανοικτών ουρανών". Οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή εταιρεία θα έχει το δικαίωμα να δρομολογεί πτήσεις από και προς οποιοδήποτε αεροδρόμιο χώρας-μέλους ή υποψήφιας για ένταξη χώρας. Πρόκειται για μια ιστορική εξέλιξη που σηματοδοτεί το τέλος της εποχής των εθνικών αερομεταφορέων. Ώς υπό ένταξη χώρα η Κύπρος θα προχωρήσει και αυτή στην απελευθέρωση της σημαντικής αυτής αγοράς.

Ποιο είναι το μέλλον των Κυπριακών Αερογραμμών σε αυτή τη νέα κατάσταση πραγμάτων; Θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στο επερχόμενο ανταγωνισμό; Η απάντηση που έδωσε ο ίδιος ο πρόεδρος της εταιρείας σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Sunday Mail ήταν ένα πρωτοσέλιδο όχι. Ο κ. Λοϊζίδης απέδωσε την αδυναμία αυτή των ΚΑ στην κρατική κηδεμόνευση και κάλεσε την κυβέρνηση να καθυστερήσει την ελευθεροποίηση και να ιδιωτικοποιήσει τις ΚΑ για να τους δώσει τη δυνατότητα να προσαρμοστούν.

Όμως η δικαιολογία της κρατικής κηδεμόνευσης δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για τις ΚΑ. Η εταιρεία γνώριζε εδώ και πολύ καιρό για τις επερχόμενες αλλαγές. Οι αεροπορικές εταιρείες ανά το παγκόσμιο είναι σε κατάσταση συνεχούς αναδιάρθρωσης και προσπάθειας μείωσης των δαπανών. Οι ΚΑ δεν φαίνεται να έχουν τις δυαντότετες να αντιστρέψουν τη ζημιογόνα πορεία που ακολουθούν εδώ και αρκετά χρόνια. Μέχρι τώρα οι ζημιές από τις αεροπορικές δραστηριότητες καλύπτονταν από τα τεράστια κέρδη που απέφερε η λειτουργία των καταστημάτων αδασμολογήτων ειδών (6.6 εκ. πέρσι). Όμως, η διαχείριση των καταστημάτων αυτών δόθηκε στις ΚΑ χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού και κρίθηκε παράτυπη από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αργά ή γρήγορα η κυβέρνηση θα συμμορφωθεί με την απόφαση του Ανωτάτου και θα προκηρύξει διαγωνισμό για τα καταστήματα. Πως θα καλυφθούν τότε οι ζημιές των ΚΑ;

Όμως η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τις ΚΑ. Μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρουν και οι εκάστοτε κυβερνήσεις που επέτρεπαν την διαιώνιση αυτής της κατάστασης ικανοποιώντας τα παράλογα αιτήματα των εργαζομένων και κλείνοντας τα μάτια στις σπατάλες και την κακοδιαχείριση των διοικήσεων. Οι ΚΑ χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς για να εξυπηρετήσουν εθνικούς, πολιτικούς, κομματικούς και προσωπικούς σκοπούς. Σήμερα πρέπει να αφεθούν ελεύθερες όπως κάθε ιδιωτική εταιρεία, χωρίς ειδικά προνόμια αλλά και χωρίς παρεμβολές από το κράτος.

Σε τελική ανάλυση δεν έχει σημασία ποιος φταίει για τη σημερινή κατάσταση. Το σημαντικό είναι ότι διοίκηση και οι πολιτικοί προϊστάμενοι των ΚΑ είχαν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους για να προετοιμάσουν την εταιρεία για τον επερχόμενο ανταγωνισμό. Δεν τα κατάφεραν και ούτε πρόκειται να τα καταφέρουν, όσος χρόνος κι αν τους δοθεί. Ο Κύπριος πολίτης και η οικονομία του τόπου δεν μπορούν να συνεχίσουν να επωμίζονται το κόστος της αποτυχίας τους. Η απελευθέρωση της αγοράς πρέπει να συνεχιστεί με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό. Η πειθαρχία που επιβάλλουν οι δυνάμεις της αγοράς είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος να υποχρεωθούν οι ΚΑ να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, να μειώσουν τις δαπάνες και να βελτιώσουν τις προσφερόμενες υπηρεσίες.

Πολίτης, 28/4/2002

14 Απριλίου 2002

Η ήσυχη ζωή του Κύπριου εισαγωγέα καυσίμων

Η κατακόρυφη αύξηση της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές θα έχει αρνητικές επιδράσεις σε όλο το φάσμα της Κυπριακής οικονομίας. Καταναλωτές, βιομήχανοι, αγρότες, εμπορευόμενοι, αλλά και το ίδιο το κράτος θα επηρεαστούν από την αύξηση στην τιμή της ενέργειας και δικαίως όλοι ανησυχούν.

Παραδόξως οι εταιρείες εισαγωγής καυσίμων αποτελούν εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα. Λογικά οι εταιρείες αυτές θα έπρεπε να ήταν οι πρώτες που θα επηρεάζοντο αρνητικά από την αύξηση στην τιμή της πρώτης τους ύλης. Όμως, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, τα κέρδη των εισαγωγέων καυσίμων είναι εντελώς αποσυνδεδεμένα από τις διακυμάνσεις στην τιμή του πετρελαίου διεθνώς.

Αυτό συμβαίνει γιατί οι Κυπριακές εταιρείες πετρελαιοειδών λειτουργούν υπό καθεστώς ρύθμισης ποσοστού απόδοσης (ΡΠΑ). H μέθοδος αυτή επιτρέπει σε μια εταιρεία να έχει κέρδος που να μην υπερβαίνει κάποιο "δίκαιο" ποσοστό επί του κεφαλαίου της. Η ΡΠΑ έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές χώρες του κόσμου, κυρίως για σκοπούς ρύθμισης κρατικών μονοπωλίων. Σήμερα όμως έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί λόγω των προβλημάτων που δημιουργεί η εφαρμογή της. Σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι σε αγορές που υπόκεινται σε ΡΠΑ παρατηρείται το φαινόμενο των υπερβολικών κεφαλαιουχικών επενδύσεων. Εταιρείες που φτάνουν το ανώτατο επιτρεπτό ποσοστό απόδοσης δεν μπορούν να αυξήσουν περαιτέρω τα κέρδη τους εκτός αν αυξήσουν το κεφάλαιό τους. Για να υπερπηδήσουν αυτό το εμπόδιο προχωρούν σε αχρείαστες κεφαλαιουχικές επενδύσεις που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ασύμφορες.

Το πρόβλημα των υπερβολικών επενδύσεων γίνεται εύκολα αντιληπτό όταν κοιτάξει κανείς τι συμβαίνει στην Κυπριακή αγορά καυσίμων. Οι εταιρείες πετρελαιοειδών ξοδεύουν τεράστια ποσά για να κτίσουν υπερπολυτελή πρατήρια βενζίνης που προσφέρουν κάθε λογής υπηρεσίες και καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση σε ακριβές περιοχές. Με αυτό τον τρόπο αυξάνουν την κεφαλαιουχική τους βάση και κατ' επέκταση το επιτρεπόμενο επίπεδο κερδών. Όμως η αγορά θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί πολύ πιο οικονομικά με μικρότερα πρατήρια σε λιγότερο κεντρικές περιοχές.

Πέραν αυτού, ο τρόπος εφαρμογής της ΡΠΑ στην Κύπρο είναι ιδιαίτερα ευνοϊκός για τις ρυθμιζόμενες εταιρείες. Αφ' ενός το επιτρεπόμενο ποσοστό απόδοσης έχει καθοριστεί στο πολύ γενναιόδωρο 12%, σε σύγκριση με 6-8% που χρησιμοποιείται συνήθως διεθνώς. Αφ' ετέρου η Κυπριακή κυβέρνηση δεν επιτρέπει απλώς το 12%, αλλά το ΕΓΓΥΑΤΑΙ. Με άλλα λόγια το κράτος αναλαμβάνει ολόκληρο το ρίσκο ενώ οι εταιρείες λειτουργούν με μηδαμινό επιχειρηματικό κίνδυνο και με εγγυημένο ένα ποσοστό απόδοσης που θα ζήλευαν πολλές εταιρείες που λειτουργούν σε συνθήκες ανταγωνισμού.

Η Κυπριακή πολιτεία φέρει τεράστια ευθύνη για την κατάσταση αυτή. Ευτυχώς η ενταξιακή πορεία έχει αναγκάσει την κυβέρνηση να ασχοληθεί με αυτό το θέμα και σύντομα το Υπουργείο Εμπορίου θα δημοσιοποιήσει σχέδιο απελευθέρωσης της αγοράς καυσίμων. Αναμένουμε να δούμε πως το σχέδιο αυτό θα εισαγάγει τον ανταγωνισμό σε αυτή τη σημαντική αγορά και θα θέσει τέρμα στην προνομιακή μεταχείριση των εταιρειών πετρελαιοειδών που θησαυρίζουν εδώ και δεκαετίες εις βάρος των πολιτών και της οικονομίας.

Πολίτης, 14/4/2002