18 Δεκεμβρίου 2009

Το ελληνικό μοντέλο

Το Ελληνικό δημόσιο βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Το δημοσιονομικό έλλειμμα φέτος θα φτάσει το 12.7%, ενώ οι συνεχείς αναθεωρήσεις των εκτιμήσεων προς τα κάτω έχουν πλήξει την εικόνα της χώρας στα μάτια των εταίρων της και των διεθνών πιστωτών. Ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι "σήμερα το μεγαλύτερο έλλειμμά μας είναι αυτό της αξιοπιστίας" και ότι "για τον λόγο αυτόν οι διεθνείς αγορές θέλουν να δουν πράξεις, όχι λόγια".

Ο κος Παπανδρέου φαίνεται να είναι αποφασισμένος να προχωρήσει σε πράξεις. Έχει προτείνει ένα τολμηρό και φιλόδοξο σχέδιο που αποσκοπεί μεταξύ άλλων στην πάταξη της διαφθοράς, τη σταδιακή συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και την αύξηση των κρατικών εσόδων μέσω της μείωσης της φοροδιαφυγής. Εξίσου σημαντικό είναι αυτό που δεν προβλέπεται από το σχέδιο του κου Παπανδρέου. Οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι διεθνείς πιστωτές προέτρεπαν την Ελλάδα να προχωρήσει σε μειώσεις μισθών και παροχών του δημοσίου κατά το πρότυπο της Ιρλανδίας. Ο κος Παπανδρέου αγνόησε αυτές τις προτροπές κάνοντας αναφορά σε "ελληνικό μοντέλο" εξόδου από τη δημοσιονομική κρίση.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να έχουν δώσει περίοδο χάριτος ενός έτους στον κο Παπανδρέου για να μπορέσει να αποδείξει ότι το σχέδιό του θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Όμως οι δηλώσεις διάφορων Ευρωπαίων αξιωματούχων δεν δείχνουν ιδιαίτερη αισιοδοξία. Ούτε και οι διεθνείς αγορές έχουν πειστεί, αφού η Standard & Poor's ακολούθησε τη Fitch υποβαθμίζοντας την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδος και χαρακτηρίζοντας τα μέτρα της κυβέρνησης ως ανεπαρκή.

Οι επιλογές του κου Παπανδρέου έχουν προσδώσει και πολιτικο-ιδεολογικό χρώμα στο θέμα. Το σχέδιο της Ελληνικής κυβέρνησης δεν υιοθετεί πλήρως τις διεθνώς αποδεκτές "νεοφιλελεύθερες" πρακτικές αντιμετώπισης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων αλλά επιχειρεί μια διαφορετική, λιγότερο σκληρή προσέγγιση. Αν τα μέτρα της κυβέρνησης Παπανδρέου αποδώσουν, πολλοί θα μιλούν για τη σοσιαλιστική απάντηση στις νεοφιλελεύθερες συνταγές λιτότητας.

Ανεξάρτητα όμως από την πολιτική πτυχή του θέματος, η ουσία είναι ότι ο κος Παπανδρέου έχει αναλάβει ένα μεγάλο ρίσκο. Οι στόχοι της πάταξης της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής είναι ασφαλώς σωστοί, όμως είναι πολύ δύσκολο να υπάρχξουν απτά αποτελέσματα μέσα στο πλαίσιο των πιεστικών (για να μην πω ασφυκτικών) χρονοδιαγραμμάτων που έχουν τεθεί. Η φοροδιαφυγή δεν είναι απλώς θέμα επιβολής νόμων. Οι πολίτες μιας χώρας πολύ πιο εύκολα θα δεχτούν να καταβάλουν φόρους όταν γνωρίζουν ότι τα λεφτά τους χρησιμοποιούνται σωστά και όταν το κράτους τους προσφέρει ποιοτικές υπηρεσίες. Ο καλύτερος τρόπος μείωσης της φοροδιαφυγής είναι η χρηστή διοίκηση και η πάταξη της διαφθοράς. Δυστυχώς ο δρόμος που πρέπει να διανύσει η Ελλάδα (και σε κάπως μικρότερο βαθμό και η Κύπρος) είναι πολύ μακρύς.

Πολίτης, 20/12/2009

13 Δεκεμβρίου 2009

Είναι βιώσιμο το ΤΚΑ;

Απαριθμώντας τα επιτεύγματα της κυβέρνησης την περασμένη Τρίτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έκανε αναφορά στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων μέχρι το 2048. Την ίδια μέρα η Υπουργός Εργασίας είπε σε ομιλία της ότι "έχουμε πετύχει να διατηρήσουμε την οικονομική ευρωστία του Ταμείου και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του". Αξίζουν εύσημα στην κυβέρνηση γιατί ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα του ΤΚΑ και πέτυχε να ψηφιστεί ένα νομοσχέδιο το οποίο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι όμως το ΤΚΑ πράγματι βιώσιμο;

Αυτό που εννοεί η κυβέρνηση όταν λέει ότι το ταμείο είναι βιώσιμο μέχρι το 2048 είναι ότι θα υπάρχει αποθεματικό που να μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις του ταμείου μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Ας αφήσουμε κατά μέρος το γεγονός ότι η οικονομική κρίση μας έχει ήδη βγάλει εκτός προγραμματισμού (κάτι για το οποίο αρκετοί είχαν προειδοποιήσει έγκαιρα) και ας θεωρήσουμε ότι το 2048 θα είναι πράγματι η κρίσιμη χρονιά. Πού θα στεκόμαστε τότε; Θα έχουμε ένα άδειο ταμείο το οποίο θα έχει πολύ μεγαλύτερες υποχρεώσεις προς τους συνταξιούχους από ότι θα έχει να εισπράττει σε εισφορές από τους εργαζόμενους. Άρα η μεταρρύθμιση δεν εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος. Απλώς μεταθέτει χρονικά τη χρεωκοπία του κατά μία εικοσαετία, φορτώνοντας ταυτόχρονα με μεγάλο κόστος τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις και το κράτος.

Με άλλα λόγια, ένας 25χρονος που εισέρχεται σήμερα στην αγορά εργασίας θα λογαριάζει να αφυπηρετήσει το 2049 έχοντας εργαστεί και συνεισφέρει στο ΤΚΑ για 40 χρόνια. Όμως το ταμείο δεν θα μπορεί να καλύψει τη σύνταξή του. Τα πράγματα βέβαια δεν θα φτάσουν ως εκεί. Το πρόβλημα θα γίνει αντιληπτό αρκετά χρόνια πιο πριν και θα προκύψει μια νέα μεταρρύθμιση του συστήματος. Μια μεταρρύθμιση όμως που θα είναι πολύ πιο οδυνηρή από τη φετινή γιατί η "εύκολη" λύση της αύξησης των εισφορών δεν θα είναι εφικτή. Με τις εισφορές να είναι ήδη στο 25.7% του μισθού, η επέκταση του ορίου συνταξιοδότησης θα είναι αναπόφευκτη. Ο σημερινός 25χρονος δεν θα αφυπηρετήσει το 2049 αλλά αρκετά χρόνια αργότερα. Θα πληρώσει το μεγαλύτερο τίμημα για την αδυναμία της σημερινής πολιτικής και συνδικαλιστικής ηγεσίας να δουν μακριά.

Τα πράγματα είναι πραγματικά πολύ απλά. Αν θέλουμε ένα πραγματικά βιώσιμο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων που θα εξασφαλίζει όχι μόνο αυτούς που θα αφυπηρετήσουν μέσα στα επόμενα 5 ή 10 χρόνια αλλά και τα παιδιά και τα εγγόνια τους, θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να προχωρήσουμε σε μια νέα μεταρρύθμιση. Κάθε έτος που περνά απλώς μεταθέτει μεγαλύτερο βάρος από τους δικούς μας ώμους σε αυτούς των παιδιών μας.

Πολίτης, 13/12/2009

6 Δεκεμβρίου 2009

Και ξαφνικά, ΑΤΑ

Μιλώντας στη Βουλή πριν μερικές μέρες ο εκπρόσωπος τύπου του ΑΚΕΛ Σταύρος Ευαγόρου άνοιξε για πρώτη φορά εκ μέρους του κόμματός του την πόρτα στο διάλογο με σκοπό "τη βελτίωση της λειτουργίας του θεσμού" της ΑΤΑ. Ο κος Ευαγόρου αναφέρθηκε σε βελτίωση που να προσφέρει δικαιότερη αποζημίωση για τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Πράγματι, τη δεκαετία 1997-2007 οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών που καταναλώνεται από το φτωχότερο 20% του πληθυσμού αυξήθηκαν κατά 45%, σε σύγκριση με 29% για τα προϊόντα που καταναλώνονται από το πλουσιότερο 20%.* Αυτό σημαίνει ότι τα χαμηλότερα στρώματα δεν αποζημιώνονται πλήρως για τη διάβρωση της αγοραστικής τους δύναμης ενώ τα πλουσιότερα στρώματα αποζημιώνονται υπέρ του δέοντος.

Ένα άλλο θέμα που θα πρέπει να απασχολήσει ένα διάλογο για την ΑΤΑ - αν ποτέ ξεκινήσει - είναι το πόσους και ποιους ακριβώς προστατεύει. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, επίσημα στοιχεία δεν φαίνεται να υπάρχουν για αυτό το τόσο σημαντικό ερώτημα. Κάποια συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από τις Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών, όπου οι εργαζόμενοι καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα αν εισπράττουν τιμαριθμικό επίδομα. Το 2003 μόνο 43.5% των ερωτηθέντων απάντησαν θετικά, ενώ για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα το ποσοστό ήταν μόλις 30.5%. Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι για το φτωχότερο 10% των εργαζομένων το ποσοστό κάλυψης από την ΑΤΑ είναι μόλις 6%. Το ποσοστό κάλυψης αυξάνεται προοδευτικά με το εισόδημα για να ξεπεράσει το 70% για τα άτομα που ανήκουν στο ψηλότερο 10%.

Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η ΑΤΑ έχει ξεπεραστεί από την εξέλιξη της οικονομίας και βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία. Γιατί λοιπόν τόση φασαρία για ένα θεσμό που σταδιακά διαβρώνεται και αυτοκαταργείται;

Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την ΑΤΑ σήμερα είναι ότι αποτελεί την κύρια αιτία πίσω από την ανεξέλεγκτη αύξηση του κρατικού μισθολογίου. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπει μια τάξη στα δημοσιονομικά του κράτους όταν το κρατικό μισθολόγιο αυξάνεται με ρυθμό 7-8% ετησίως. Η κατάργηση ή δραστική αναπροσαρμογή της ΑΤΑ στο δημόσιο είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος συγκράτησης του κρατικού μισθολογίου σε πιο λογικούς ρυθμούς αύξησης. Άλλα μέτρα όπως η πάταξη της φοροδιαφυγής είναι επίσης απαραίτητα αλλά αυτά θα χρειαστούν χρόνο για να αποδώσουν. Το κράτος βρίσκεται σε δυσχερή δημοσιονομική κατάσταση σε μια περίοδο που η οικονομία χρειάζεται στήριξη. Έργα υποδομής που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη αναστέλλονται λόγω οικονομικής στενότητας. Η κατάσταση απαιτεί άμεσες και τολμηρές λύσεις.

* "Μερικές αλήθειες για την ΑΤΑ," Σχόλιο Οικονομικής Πολιτικής Τεύχος 16, Κέντρο Οικονομικών Ερευνών Πανεπιστημίου Κύπρου, Ιούνιος 2008.

Πολίτης, 6/12/2009

30 Νοεμβρίου 2009

Κρατική "σφραγίδα ποιότητας"

Ο Υπουργός Παιδείας προκάλεσε αντιδράσεις πριν μερικές βδομάδες όταν αναφέρθηκε στην προοπτική καθιέρωσης της Κύπρου ως περιφερειακού κέντρου εκπαίδευσης ως φαντασίωση. Στο τελευταίο τεύχος του ενημερωτικού δελτίου του ΥΠΠ ο Υπουργός καταθέτει τις σκέψεις του για το θέμα. Εξηγεί ότι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να καταστεί μια χώρα εκπαιδευτικό κέντρο δεν ικανοποιούνται στην Κύπρο και διατυπώνει κάποιες εισηγήσεις για το τι δέον γενέσθαι.

Το κύριο πρόβλημα που εντοπίζει ο Υπουργός είναι ότι η Κύπρος δεν διαθέτει εκπαιδευτική παράδοση ούτε και ιδρύματα πολύ υψηλού γοήτρου που θα προσελκύσουν ξένους φοιτητές. Τα δημόσια πανεπιστήμια αδυνατούν λόγω γλώσσας ενώ τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν έχουν ακόμα το απαιτούμενο κύρος και αναγνώριση. Ο κος Δημητρίου προτείνει τη δημιουργία ενός νέου κρατικού ιδρύματος που να αξιοποιεί τις υποδομές και προσωπικό όλων των υπαρχόντων ιδρυμάτων και να προσφέρει προγράμματα σπουδών στην αγγλική γλώσσα.

Το όλο σκεπτικό του Υπουργού στηρίζεται στην πεποίθησή του ότι τα δημόσια πανεπιστήμια έχουν "τη σφραγίδα ποιότητας και αναγνώρισης που προσφέρει η κρατική τους υπόσταση". Όμως η κρατική υπόσταση από μόνη της δεν εξασφαλίζει την ποιότητα. Ο πλανήτης είναι γεμάτος με κρατικά πανεπιστήμια που ούτε κύρος διαθέτουν, ούτε αναγνώριση. Απεναντίας, όλα τα πανεπιστήμια που ο Υπουργός παρέθεσε ως παραδείγματα ιδρυμάτων πολύ υψηλού γοήτρου (Οξφόρδη, Cambridge, Harvard, Yale, Stanford) είτε είναι ιδιωτικά (τα Αμερικανικά) είτε λειτουργούν ως τέτοια (τα Βρετανικά). Τα ιδρύματα αυτά δεν έχουν ανάγκη από κάποια σφραγίδα ποιότητας από την Αμερικανική ή τη Βρετανική κυβέρνηση για να θεωρούνται ως τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου.

Το κύρος δεν αποδίδεται μέσα από άνωθεν ντιρεκτίβες και γραφειοκρατικές διαδικασίες. Το κύρος κερδίζεται με τη παραγωγή έργου που τυγχάνει αναγνώρισης τόσο από την επιστημονική κοινότητα όσο και από την ευρύτερη κοινωνία. Ένα καινούριο ίδρυμα πρέπει να δουλέψει σκληρά και συστηματικά για πολλά χρόνια για να πετύχει την αναγνώριση. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου έχει κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι απόφοιτοί του γίνονται δεκτοί για μεταπτυχιακές σπουδές σε ξένα πανεπιστήμια, όχι επειδή το Πανεπιστήμιο Κύπρου είναι κρατικό αλλά επειδή οι απόφοιτοί του έχουν το απαιτούμενο επίπεδο.

Όμως η αναγνώριση που τόσο δύσκολα κερδίζεται, πολύ πιο εύκολα χάνεται. Αν τα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου επαναπαυθούν στη "σφραγίδα ποιότητας και αναγνώρισης που προσφέρει η κρατική τους υπόσταση", η πορεία τους δεν θα είναι διαφορετική από αυτήν της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αν όμως παραμείνουν προσηλωμένα στο στόχο της διεθνούς καταξίωσης, και αν το κράτος τους δώσει την ελευθερία κινήσεων για να ξανοιχτούν προς τα έξω, τότε μπορούν να πετύχουν πολλά.

Πολίτης, 29/11/2009

22 Νοεμβρίου 2009

Στοχευμένη κοινωνική πολιτική

Όλοι συμφωνούν ότι τα μέτρα κοινωνικής στήριξης του κράτους πρέπει να απευθύνονται σε όσους έχουν πραγματική ανάγκη. Πώς όμως εντοπίζουμε αυτούς τους ανθρώπους; Το κύριο κριτήριο που χρησιμοποιείται σήμερα είναι το εισόδημα, μια τακτική που είναι προβληματική για δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος είναι το γνωστό πρόβλημα των αδήλωτων εισοδημάτων: το κράτος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τα πραγματικά εισοδήματα μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Υπό αυτές τις συνθήκες η στόχευση της κοινωνικής πολιτικής στη βάση του εισοδήματος είναι λανθασμένη όχι μόνο γιατί δεν εστιάζεται σε όσους έχουν ανάγκη αλλά και διότι επιτείνει την κοινωνική αδικία που δημιουργείται από τη φοροδιαφυγή. Αυτοί που δεν δηλώνουν τα εισοδήματά τους όχι μόνο δεν πληρώνουν φόρους αλλά επιβραβεύονται κιόλας με κοινωνικές παροχές.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το εισόδημα δεν αποτελεί τη μοναδική ένδειξη της οικονομικής κατάστασης μιας οικογένειας. Κάποιες οικογένειες μπορεί να έχουν χαμηλά εισοδήματα αλλά την ίδια στιγμή να διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία μεγάλης αξίας. Για παράδειγμα, στην κατηγορία αυτή πιθανότατα ανήκουν πολλοί συνταξιούχοι. Οι περισσότεροι από τους συνταξιοδοτημένους αυτοεργοδοτούμενους λαμβάνουν την ελάχιστη σύνταξη λόγω χαμηλών εισφορών στο ΤΚΑ. Όμως πολλοί από αυτούς ήταν επιτυχημένοι επαγγελματίες που προνόησαν για τα υστερινά τους και μπορούν να ζουν αρκετά άνετα αντλώντας από τις αποταμιεύσεις τους. Ασφαλώς λίγη κρατική ενίσχυση δεν βλάφτει κανένα, όμως το σωστό είναι να δοθεί προσοχή εκεί που υπάρχει μεγάλη ανάγκη. Χρειάζεται επίσης προσοχή ώστε να μην δημιουργούνται κοινωνικές αδικίες αλλά ούτε και να δίνονται αντικίνητρα για την την εργασία και την αποταμίευση, όπως επισημαίνεται και στην πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Η παρούσα κυβέρνηση περηφανεύεται για τις κοινωνικές της ευαισθησίες. Όμως στην προσπάθειά της να δείξει το κοινωνικό της πρόσωπο έχει ξοδέψει δημόσιο χρήμα - και μάλιστα σε δύσκολους καιρούς για τα κρατικά ταμεία - σε παροχές που είτε δεν είναι στοχευμένες είτε στοχεύουν με βάση λανθασμένα κριτήρια. Η άσκηση σωστής κοινωνικής πολιτικής θα καταστεί πολύ πιο αποτελεσματική αν δημιουργηθούν μηχανισμοί οι οποίοι να εντοπίζουν τα άτομα και τις οικογένειες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη και να κατευθύνουν σε αυτούς την κρατική αρωγή. Κάτι τέτοιο είναι μια δύσκολη πρόκληση, αλλά δεν είναι ακατόρθωτο. Η Κύπρος είναι μικρή και η σύγχρονη τεχνολογία προσφέρει τις δυνατότητες συλλογής και επεξεργασίας των απαραίτητων πληροφοριών. Αν η κυβέρνηση το θέσει ως πρωταρχικό στόχο, μπορεί να αφήσει το στίγμα της στην κοινωνική πολιτική του κράτους για τις επόμενες γενεές.

Πολίτης, 22/11/2009

16 Νοεμβρίου 2009

Παραπαιδεία

Οι συζητήσεις που γίνονται κάθε τόσο για το ζήτημα της παραπαιδείας δείχνουν ένα μεγάλο χάσμα απόψεων. Από τη μια βρίσκεται η πλειοψηφία της πολιτικής ηγεσίας και των εμπλεκόμενων στο χώρο της παιδείας, οι οποίοι κατηγορούν τους ιδιώτες φροντιστές για εκμετάλλευση των γονιών και των μαθητών. Από την άλλη είναι η ευρύτερη κοινωνία, η οποία προσφεύγει μαζικά στα φροντιστήρια, θεωρώντας προφανώς ότι εξασφαλίζουν κάτι που το δημόσιο σχολείο δεν μπορεί να δώσει.

Η ύπαρξη της παραπαιδείας είναι μια καθόλα φυσιολογική αντίδραση της κοινωνίας σε μια σειρά λανθασμένων κρατικών πολιτικών. Οι πολιτικές αυτές δημιουργούν τόσο την ανάγκη για φροντιστηριακές υπηρεσίες όσο και τις στρατιές των εκπαιδευτικών που είναι πρόθυμοι να τις προσφέρουν. Η ανάγκη προκύπτει από το γεγονός ότι η πολιτεία έχει καταστήσει τις εισαγωγικές εξετάσεις ως το μοναδικό κριτήριο εισδοχής στα δημόσια πανεπιστήμια. Η κοινωνία μας δίνει μεγάλη αξία στο πανεπιστημιακό πτυχίο γιατί το θεωρεί κλειδί για την επαγγελματική αποκατάσταση. Φυσιολογικά λοιπόν γονείς και μαθητές έχουν θέσει την επιτυχία στις εισαγωγικές εξετάσεις ως τον απόλυτο στόχο, αφήνοντας το αναλυτικό πρόγραμμα του λυκείου σε δεύτερη μοίρα. Κανείς δεν θα πρέπει να ανέμενε οτιδήποτε διαφορετικό.

Η μεγάλη προσφορά φροντιστηριακών υπηρεσιών είναι κι αυτή προϊόν κακής κρατικής πολιτικής. Στο χώρο της εκπαίδευσης το πτυχίο δεν είναι απλώς κλειδί για την επαγγελματική αποκατάσταση· είναι εχέγγυο. Η προσδοκία της βέβαιης θέσης στο δημόσιο προσελκύει πολλούς νέους στο χώρο της εκπαίδευσης. Όλοι αυτοί κάπως θα πρέπει να απασχολούνται κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της αποφοίτησής τους και του πολυπόθητου διορισμού. Τα φροντιστήρια είναι μια φυσιολογική επιλογή, όπου εκτός των άλλων αποκτούν και εμπειρίες που θα τους είναι ιδιαίτερα χρήσιμες όταν τελικά διοριστούν.

Η ύπαρξη της παραπαιδείας ενοχλεί πολλούς γιατί αντακατοπτρίζει το μέγεθος της αποτυχίας της εκπαιδευτικής μας πολιτικής. Όμως η παραπαιδεία είναι το σύμπτωμα, δεν είναι η ασθένεια. Η ασθένεια είναι η καθοδική πορεία του δημόσιου σχολείου. Οι λόγοι για αυτή την κατάσταση είναι πολλοί, αλλά ένας από τους κυριότερους είναι η παντελής έλλειψη μηχανισμών αξιολόγησης στη δημόσια εκπαίδευση. Το δημόσιο λύκειο αδυνατεί να αξιολογήσει τους μαθητές του και να τους δώσει ένα αξιόπιστο απολυτήριο. Το Υπουργείο Παιδείας αδυνατεί να αξιολογήσει τους υποψήφιους εκπαιδευτικούς (τους προσλαμβάνει όλους με τη σειρά), τους εν ενεργεία εκπαιδευτικούς, τη σχολική μονάδα, και γενικά το εκπαιδευτικό έργο που επιτελούν τα σχολεία μας. Όσο η δημόσια παιδεία νοσεί, τόσο η ιδιωτική παιδεία (πρωινή και απογευματινή) θα εξαπλώνεται για να αναπληρώσει το κενό, προσφέροντας στην κοινωνία αυτό που η πολιτεία δεν μπορεί να προσφέρει.

Πολίτης, 15/11/2009

8 Νοεμβρίου 2009

Η πλάνη της ελεύθερης πρόσβασης

Ο Υπουργός Παιδείας δήλωσε πριν μερικές μέρες ότι η ελεύθερη πρόσβαση στα δημόσια πανεπιστήμια αποτελεί πολιτική της κυβέρνησης. Η πολιτική αυτή έχει πολλούς υποστηρικτές, πολλοί εκ των οποίων τη θεωρούν ως κοινωνικό μέτρο που θα εξαλείψει την παραπαιδεία και θα δώσει σε όλους την ευκαιρία να διεκδικήσουν την απόκτηση πτυχίου επί ίσοις όροις.

Το πρόβλημα με αυτή τη λογική είναι ότι δεν λαμβάνει υπόψιν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες από την υιοθέτηση μιας τέτοιας πολιτικής. Η ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια θα εξαλείψει μεν την παραπαιδεία, ταυτόχρονα όμως θα πλήξει ανεπανόρθωτα τη δημόσια παιδεία σε όλα της τα επίπεδα. Χωρίς καμιά πρακτική χρησιμότητα, το δημόσιο λύκειο θα καταντήσει πάρεργο για μαθητές και εκπαιδευτικούς. Οι μαθητές θα αποφοιτούν και θα μπαίνουν στα δημόσια πανεπιστήμια χωρίς να έχουν τα απαραίτητα εφόδια. Τα πανεπιστήμια θα αναγκαστούν να διδάσκουν την ύλη των λυκείων, υποβαθμίζοντας το γενικό επίπεδο σπουδών. Οι γονείς που έχουν την οικονομική δυνατότητα θα εγκαταλείψουν το υποβαθμισμένο δημόσιο σχολείο και θα στραφούν προς τα ιδιωτικά σχολεία και τα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Τα παιδιά τους θα επιστρέψουν στην Κύπρο με καλύτερα προσόντα και θα έχουν πλεονέκτημα στην αγορά εργασίας έναντι αυτών που μένουν στη δημόσια παιδεία. Η ελεύθερη πρόσβαση θα έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από ότι οραματίζονται όσοι τη θεωρούν ως κοινωνικό μέτρο.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τα πράγματα έχουν πάρει αυτή την καταστροφική πορεία εδώ και πολύ καιρό. Τα φροντιστήρια έχουν υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό το δημόσιο σχολείο, ειδικά για όσους ενδιαφέρονται για σπουδές, και τα ιδιωτικά σχολεία αυξάνονται και επεκτείνονται συνεχώς. Το απολυτήριο του λυκείου έχει ελάχιστη αξιοπιστία στην αγορά. Πολλά πανεπιστήμια της Αγγλίας αποδέχονται τα απολυτήρια άλλων χωρών ως κριτήρια εισδοχής αλλά από τους Κύπριους ζητούν και GCE. Και γιατί να αποδεχτούν οι ξένοι το Κυπριακό απολυτήριο, τη στιγμή που το ίδιο το Κυπριακό κράτος δεν το αποδέχεται και θέλει να το παραμερίσει;

Αυτό που θα σώσει το δημόσιο σχολείο δεν είναι η εξασφάλιση θέσεων στα δημόσια πανεπιστήμια για όλους τους αποφοίτους του. Το δημόσιο σχολείο θα σωθεί όταν μπορέσει να εκπαιδεύει μαθητές τους οποίους τα πανεπιστήμια - ιδιωτικά και δημόσια, Κυπριακά και ξένα - θα θέλουν να έχουν. Το δημόσιο σχολείο θα αποκτήσει κύρος όταν μπορέσει να παραδίδει στους αποφοίτους του ένα απολυτήριο το οποίο θα έχει αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας και στο διεθνή πανεπιστημιακό χώρο. Η ελεύθερη πρόσβαση για όλους είναι ένα εύηχο σύνθημα και μια εύκολη λύση που θα απαλλάξει πολλούς από τις ευθύνες τους, θα έχει όμως καταστροφικές συνέπειες για τη δημόσια εκπαίδευση.

Πολίτης, 8/11/2009

1 Νοεμβρίου 2009

Το "σωστό" επίπεδο μισθών

Σε προηγούμενο άρθρο μου είχα διατυπώσει την άποψη ότι ο ρυθμός αύξησης των μισθών στο δημόσιο τομέα θα πρέπει να μειωθεί αισθητά ώστε να γεφυρωθεί σταδιακά το μισθολογικό χάσμα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Κάποιος αναγνώστης διερωτήθηκε γιατί να θεωρείται ως δεδομένο ότι οι μισθοί στο δημόσιο είναι υπερβολικά ψηλοί. Μήπως, ρωτά ο αναγνώστης, το σωστό επίπεδο μισθών είναι αυτό που προσφέρει ο δημόσιος τομέας και είναι ο ιδιωτικός τομέας που πρέπει να προσαρμοστεί;

Η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από το τι αντιλαμβανόμαστε ως σωστό επίπεδο μισθών. Αν σωστό επίπεδο μισθών είναι αυτό που πιστεύουμε ότι μας αξίζει ή που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε μια σχετικά άνετη ζωή, τότε ασφαλώς οι ψηλότερες απολαβές του δημοσίου είναι πιο σωστές. Αν όμως σωστό επίπεδο μισθών είναι αυτό που αντικατοπτρίζει τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, τότε ο ιδιωτικός τομέας αποτελεί καλύτερη ένδειξη. Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση και δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο παρέκκλισης. Μόνο επιχειρήσεις που διαθέτουν σημαντική ισχύ αγοράς (όπως μονοπώλια) έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν ψηλότερους μισθούς. Το κράτος είναι μια ακραία τέτοια περίπτωση αφού έχει το μονοπώλιο εξουσίας και μπορεί να επιβάλλει τέλη και φορολογίες χωρίς κανένα περιορισμό από τις δυνάμεις της αγοράς.

Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συνέπειες. Η γενναιοδωρία του κράτους αφαιρεί από την οικονομία πόρους οι οποίοι θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε άλλες, πιο παραγωγικές δραστηριότητες. Το πρόβλημα φαίνεται πολύ καθαρά αυτή την περίοδο. Η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, η ανεργία αυξάνεται συνεχώς, η κυβέρνηση κάνει περικοπές στην παιδεία, τον πολιτισμό, την έρευνα και τις υποδομές, όμως οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ανάμεσά τους και ο γράφων) θα εισπράξουν κανονικά τις αυξήσεις τους ως αν να μην συμβαίνει τίποτα.

Όμως ακόμα πιο ζημιογόνα είναι τα μηνύματα που στέλλουμε ως κοινωνία στους νέους μας. Όλοι μιλούν για την ανάγκη καλλιέργειας της δημιουργικότητας, της κριτικής σκέψης, της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας. Όμως έχουμε ένα σύστημα κινήτρων που σπρώχνει προς ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι νέοι βλέπουν τα δεδομένα στην αγορά εργασίας και αναγνωρίζουν τα πλεονεκτήματα που παρέχει ο δημόσιος τομέας. Επιλέγουν (πολλοί, όχι όλοι) σπουδές με κύριο κριτήριο την δυνατότητα εργοδότησης στο δημόσιο. Επενδύουν μερικά από τα καλύτερά τους χρόνια για να ενταχθούν σε μια λίστα αναμονής η οποία σε 5, 10, ή 20 χρόνια θα εξαργυρωθεί με ένα κυβερνητικό πόστο. Αυτό οραματίζεται η κοινωνία μας για τους νέους της;

Πολίτης, 1/11/2009

25 Οκτωβρίου 2009

Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων

Η διαχείριση της οικονομίας κατά το τελευταίο έτος ανέδειξε δύο σημαντικά συστημικά προβλήματα: την παραγωγή υπεραισιόδοξων προβλέψεων από το Υπουργείο Οικονομικών και την αδυναμία διαμόρφωσης μιας μακρόπνοης οικονομικής στρατηγικής. Τα προβλήματα αυτά δεν είναι καινούρια και δεν αφορούν μόνο την παρούσα κυβέρνηση. Η άσκηση πιέσεων στους τεχνοκράτες για να βγάζουν αριθμούς που να βολεύουν την εκάστοτε κυβέρνηση είναι συνηθισμένη τακτική (την είχα επικρίνει ξανά από τις στήλες του "Π" το 2002). Η έλλειψη συντονισμού και συνέπειας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής είναι επίσης ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Οι πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας εκλέγονται για να διαχειριστούν το Κυπριακό και όχι την οικονομία. Η οικονομική πολιτική που παρουσιάζεται στα εκλογικά τους προγράμματα είναι κατά κανόνα επιφανειακή και η εφαρμογή της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το δυναμισμό και την πρωτοβουλία των αρμόδιων υπουργών. Οι συχνές αλλαγές υπουργών οδηγούν και σε συχνές αλλαγές πολιτικών και προτεραιοτήτων και παρατηρείται δυσχέρεια στη λήψη σημαντικών αποφάσεων.

Τα προβλήματα αυτά αναδεικνύουν την ανάγκη δημιουργίας ενός καινούριου και ανεξάρτητου φορέα ο οποίος να είναι σε θέση να παρακολουθεί την πορεία της οικονομίας, να παράγει προτάσεις πολιτικής και να υποστηρίζει με αξιόπιστες μελέτες και στοιχεία το δημόσιο διάλογο πάνω στα μεγάλα θέματα που απασχολούν τον τόπο. Τέτοιας μορφής συμβουλευτικά όργανα υπάρχουν σε πολλές χώρες, όπως για παράδειγμα τα Συμβούλια Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) που υπάρχουν στην Ελλάδα, τη Γερμανία, τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και αλλού. Οι ακριβείς αρμοδιότητες, η δομή, η στελέχωση και ο τρόπος αξιοποίησης αυτών των Συμβουλίων διαφέρουν από χώρα σε χώρα και οι εμπειρίες των άλλων χωρών μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για τη δημιουργία ενός Συμβουλίου που να ταιριάζει στα δεδομένα της Κύπρου. Είναι όμως απαραίτητο ένα τέτοιο Συμβούλιο να είναι σωστά στελεχωμένο και να έχει τους απαραίτητους πόρους ώστε να είναι οικονομικά και πολιτικά ανεξάρτητο.

Το προσφερόμενο πεδίο δράσης ενός ΣΟΕ είναι ευρύ. Εκτός από την παρακολούθηση της γενικής πορείας της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών, το ΣΟΕ θα μπορεί να συμβάλει στο δημόσιο διάλογο σε μεγάλα ζητήματα όπως την κοινωνική ασφάλιση, την ενεργειακή πολιτική, το σύστημα υγείας, τη φορολογική πολιτική, την απασχόληση, την έρευνα και καινοτομία. Ο υποτονικός δημόσιος διάλογος πάνω σε αυτά τα θέματα μπορεί να αναβαθμιστεί με περισσότερη και ποιοτικότερη πληροφόρηση και με μια πιο επιστημονική προσέγγιση. Η διαφάνεια και η ανοιχτή διαβούλευση οδηγούν σε ορθότερες αποφάσεις και συνάμα αποτελούν απαραίτητα στοιχεία μιας υγιούς και ζωντανής δημοκρατίας.

Πολίτης, 25/10/2009

19 Οκτωβρίου 2009

ΑΗΚ Παντοκράτειρα

Ανακοινώθηκε αυτή τη βδομάδα μετά από πολύμηνη καθυστέρηση η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΕΦΑ, της δημόσιας εταιρείας που θα αναλάβει την εισαγωγή και διάθεση φυσικού αερίου στην Κύπρο. Από μια ανάγνωση των ονομάτων που αποτελούν το Δ.Σ της ΔΕΦΑ εξάγεται μάλλον αβίαστα το συμπέρασμα ότι η εταιρεία θα αποτελεί ουσιαστικά προέκταση της ΑΗΚ. Τέσσερα από τα εννέα μέλη του Δ.Σ. της ΔΕΦΑ προέρχονται από την ΑΗΚ, ενώ ο πρόεδρος του Δ.Σ. είναι πρώην διευθυντής της ΑΗΚ (και νυν πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου). Δεδομένου και του ότι τα προερχόμενα από την ΑΗΚ μέλη είναι άριστοι γνώστες του θέματος, είναι φυσιολογικό να αναμένουμε ότι θα κυριαρχήσουν στο Δ.Σ.

Και γιατί όχι, θα πει κανείς. Αν η ΑΗΚ είναι η μόνη που διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία, είναι λογικό να έχει το πάνω χέρι σε αυτή τη διαδικασία. Άλλωστε αυτό είναι κάτι που ο οργανισμός επίμονα ζητά εδώ και χρόνια. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αν το έργο της εισαγωγής φυσικού αερίου ανατίθετο στην ΑΗΚ από την πρώτη στιγμή, πολύ πιθανόν σήμερα να είχαμε στην Κύπρο παραγωγή ενέργειας με φυσικό αέριο. Καλώς ή κακώς αυτό δεν έγινε και επιλέγηκε η εναλλακτική μέθοδος της ανάθεσης του έργου σε μια νέα δημόσια εταιρεία. Δεν γνωρίζω τους ακριβείς λόγους πίσω από αυτή την απόφαση, υποθέτω όμως ότι σημαντικό ρόλο πρέπει να διαδραμάτισε η προσδοκία ότι μια ανεξάρτηση εταιρεία θα ήταν σε θέση να πάρει αποφάσεις χωρίς να δεσμεύεται από επιλογές της ΑΗΚ και θα μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα την ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην παραγωγή ενέργειας.

Αν υπήρχε τέτοια προσδοκία, προφανώς εγκαταλείφθηκε στην πορεία. Το Δεκέμβριο του 2007 η Βουλή ψήηφισε ομόφωνα νομοσχέδιο με το οποίο έδινε στη ΔΕΦΑ αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής φυσικού αερίου στην Κύπρο (παρόλο που αυτό πιθανότατα αντίκειται στο κοινοτικό κεκτημένο). Λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 2008, η κυβέρνηση παραχώρησε ουσιαστικά τη ΔΕΦΑ στην ΑΗΚ, δίνοντάς της ποσοστό 44% στην υπό σύσταση εταιρεία. Οι εξελίξεις αυτές εξασφαλίζουν στην ΑΗΚ τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εξελίξεων στο νευραλγικό τομέα της ενέργειας για τις επόμενες δεκαετίες. Και αν - όπως πιθανολογείται - η προεδρία της ΡΑΕΚ δοθεί σε άτομο προερχόμενο από την ΑΗΚ, τότε θα μπορούμε να μιλάμε πλέον για απόλυτη κυριαρχία και για καίριο και μάλλον μοιραίο πλήγμα κατά της προοπτικής για ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην αγορά ενέργειας.

Πολίτης, 18/10/2009

11 Οκτωβρίου 2009

Η κρίσιμη απόφαση της ΕΠΑ

Το πόρισμα της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού για παράνομες πρακτικές στην αγορά πετρελαιοειδών είναι μια απόφαση με σημαντικές προεκτάσεις. Πρόκειται για μια δύσκολη υπόθεση που απασχόλησε έντονα την κοινή γνώμη και κατέληξε στο μεγαλύτερο συνολικό πρόστιμο που έχει εκδικαστεί ποτέ για περίπτωση εναρμονισμένης πρακτικής (άτυπου καρτέλ). Το θετικό είναι ότι η ΕΠΑ δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από τις πολλές πιέσεις που δέχτηκε, τουλάχιστον αν κρίνουμε από το γεγονός ότι δεν έκανε βεβιασμένες ενέργειες. Θα αναμένουμε την δημοσίευση της πλήρους έκθεσης για να δούμε το σκεπτικό με βάση το οποίο έφτασε σε αυτή την απόφαση. Αυτό που είναι μάλλον βέβαιο είναι ότι η συνέχεια της υπόθεσης θα διαδραματιστεί ενώπιον της δικαιοσύνης και η έκβασή της θα είναι καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της πολιτικής ανταγωνισμού στην Κύπρο. Αν η απόφαση της ΕΠΑ ανατραπεί από το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρόκειται για ένα σημαντικό πλήγμα για αυτόν τον καταταλαιπωρημένο θεσμό.

Η ανακοίνωση της ΕΠΑ για επιβολή προστίμου στις εταιρείες πετρελαιοειδών έγινε δεκτή με μεγάλη ικανοποίηση, όπως ήταν αναμενόμενο. Ταυτόχρονα έδωσε και το έναυσμα για διάφορες δηλώσεις που δείχνουν πόση άγνοια εξακολουθεί να υπάρχει για το ρόλο αυτού του σημαντικού θεσμού. Αμφισβητήθηκε η αξία της απόφασης γιατί οι καταναλωτές δεν θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω (ναι αλλά έχει μεγάλη αποτρεπτική σημασία). Εκφράστηκε η ανησυχία ότι οι εταιρείες θα αυξήσουν τις τιμές τους για να καλύψουν το πρόστιμο (δεν αποκλείεται, αλλά δύσκολο). Έγιναν υποδείξεις προς την ΕΠΑ να κυνηγήσει το υποτιθέμενο καρτέλ των πρατηριούχων (καρτέλ με 200 μέλη δεν υπάρχουν πουθενά). Και το χειρότερο, αφέθηκαν υπαινιγμοί από την αντιπολίτευση ότι η απόφαση λήφθηκε στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο για να ενισχύσει τα κρατικά ταμεία. Τέτοια πράγματα δεν λέγονται, εκτός αν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία, γιατί το μόνο που πετυχαίνουν είναι να πλήξουν την αξιοπιστία των θεσμών του κράτους.

Η ΕΠΑ δεν είναι αγορανομία. Είναι εντεταλμένη να κινείται μέσα στα πλαίσια συγκεκριμένης νομοθεσίας που θεσπίστηκε από την Κυπριακή βουλή. Αποτελεί οιονεί δικαστήριο, και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Έχει περάσει από πολλές τρικυμίες τα τελευταία χρόνια, κυρίως γιατί η πολιτεία ποτέ δεν αντιλήφθηκε τη σημασία αυτού του θεσμού και απέτυχε να τον στελεχώσει σωστά και να τον στηρίξει εκεί που έπρεπε. Πολλές φορές έκανε το αντίθετο, όπως στην περίπτωση της καταδικαστικής απόφασης εναντίον της ΑΤΗΚ πριν μερικά χρόνια. Οι ανεξάρτητοι θεσμοί είναι πολύ σημαντικοί για τη σωστή λειτουργία τους κράτους και της οικονομίας. Ας τους δώσουμε τα εφόδια που χρειάζονται για να κάνουν τη δουλειά τους σωστά, και όταν έρθει η ώρα να τους κρίνουμε με βάση τους όρους εντολής τους.

Πολίτης, 11/10/2009

5 Οκτωβρίου 2009

Η οικονομία χρειάζεται τόνωση, όχι αφαίμαξη

Το 2009 η Κυπριακή οικονομία θα καταγράψει αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης για πρώτη φορά μετά την Τουρκική εισβολή. Η συρρίκνωση δεν θα είναι μεγάλη (οι εκτιμήσεις του ΥΠΟΙΚ μιλούν για -0,5%), όμως για μια οικονομία που είναι ασυνήθιστη σε τέτοια θα αποτελέσει ένα αισθητό σοκ. Πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι - σε αντίθεση με άλλες κρίσεις του παρελθόντος - η επιβράδυνση της οικονομίας θα έχει διάρκεια. Αυτό σημαίνει αυξημένη ανεργία, καθήλωση μισθών, μειωμένα κέρδη ή ζημιές για τις επιχειρήσεις. Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας κρίσης μπορούν να περιοριστούν με τη λήψη προσωρινών και στοχευμένων μέτρων για τόνωση της οικονομίας.

Όταν πρωτοξέσπασε η κρίση πριν ένα χρόνο η κυβέρνηση αντέδρασε - σωστά κατά τη γνώμη μου - με μετρημένες κινήσεις. Η κρίση θα επηρέαζε την Κύπρο σταδιακά και δεν υπήρχε λόγος για βεβιασμένες ενέργειες. Εκτός από κάποιες δαπάνες για τον τουρισμό, το κύριο μέτρο που ανακοινώθηκε ήταν η αύξηση του βαθμού υλοποίησης των αναπτυξιακών δαπανών. Γρήγορα όμως διαφάνηκε ότι η κυβέρνηση δεν είχε εκτιμήσει σωστά την κατάσταση. Υποτίμησε τόσο το βάθος της κρίσης όσο και τη δυσκολία υλοποίησης των αναπτυξιακών έργων. Ενέκρινε δαπάνες που δεν είχαν θετικό αντίκτυπο στην οικονομία αλλά συνέτειναν - μαζί με την κατακόρυφη μείωση των κρατικών εσόδων - στη μετατροπή ενός πλεονασματικού προϋπολογισμού σε δημοσιονομικό εφιάλτη. Συναγερμός στο κυβερνητικό επιτελείο φαίνεται να σήμανε μόνο όταν έγινε αντιληπτό ότι το έλλειμμα για το 2009 θα ξεπερνούσε το 3% με αποτέλεσμα η Κύπρος να κινδυνεύει να τεθεί σε επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κυβέρνηση προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει αυτή την κατάληξη, φοβούμενη το κατσιάδασμα από την ΕΕ και τους περιορισμούς που θα της επιβληθούν.

Στα πλαίσια αυτά κινείται η πρόθεση της κυβέρνησης να επισπεύσει την είσπραξη του ΦΠΑ από τους 81 μεγαλύτερους πληρωτές. Επί της αρχής η κυβερνητική πρόταση ακούγεται λογική και σε άλλες περιστάσεις πιθανόν να αντιμετωπιζόταν θετικά. Όμως τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή μόνο ζημιά μπορεί να προκαλέσει στην Κυπριακή οικονομία. Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα χρηματοδότησης αφού οι τράπεζες δεν δανείζουν και τα επιτόκια είναι ψηλά. Σε αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση έπρεπε να λαμβάνει μέτρα τόνωσης της αγοράς και όχι να αφαιρεί πολύτιμη ρευστότητα από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του τόπου, αυτές στις οποίες προσβλέπουμε για επιχειρηματικά ανοίγματα και επενδύσεις που θα μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε την κρίση. Και όλα αυτά με μόνο ουσιαστικό όφελος την αποφυγή της επιτήρησης. Όπως και στην περίπτωση των χρεογράφων, έτσι και σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση δίνει δυστυχώς την εντύπωση ότι βάζει την περηφάνεια της σε πρώτη μοίρα και την υγεία της οικονομίας σε δεύτερη.

Πολίτης, 4/10/2009

27 Σεπτεμβρίου 2009

Το κρατικό μισθολόγιο


  • Το 2008 το κρατικό μισθολόγιο αντιστοιχούσε στο 14.3% του Κυπριακού ΑΕΠ. Ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν 10.5%.
  • Το 32.5% των δαπανών του Κυπριακού κράτους την ίδια χρονιά πήγε σε μισθούς. Ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 22.4%.
  • Την περίοδο 1998-2008 το κρατικό μισθολόγιο αυξήθηκε κατά μέσο όρο με ρυθμό 7.7% ετησίως ενώ το εθνικό εισόδημα κατά 7.1% (σε ονομαστικούς όρους).
  • Μελέτες δείχνουν ότι ένας δημόσιος υπάλληλος απολαμβάνει μισθολογικό πλεονέκτημα της τάξης του 30-40% σε σχέση με ένα άτομο με τα ίδια προσόντα που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν τα επιπρόσθετα οφελήματα του δημόσιου τομέα (ωράριο, συντάξεις, άδειες, κ.λπ.)
Τα πιο πάνω στοιχεία αποτυπώνουν στατιστικά αυτό που όλοι γνωρίζουν: ότι το κρατικό μισθολόγιο της Κύπρου είναι υπέρμετρα μεγάλο λόγω των ψηλών απολαβών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Κατ' ακρίβεια, τα πράγματα είναι μάλλον χειρότερα γιατί οι αριθμοί δείχνουν μόνο το κόστος της κρατικής μηχανής αλλά όχι την αξία των υπηρεσιών τι προσφέρει. Οι περισσότερες άλλες χώρες με συγκριτικά μεγάλο κρατικό μισθολόγιο (π.χ. οι Σκανδιναβικές) προσφέρουν στους πολίτες τους πολύ περισσότερες και πιο ποιοτικές υπηρεσίες από ότι η Κύπρος. Ο Κύπριος φορολογούμενος πληρώνει πολλά για να συντηρεί τη δημόσια υπηρεσία αλλά παίρνει πολύ λίγα υπό μορφή αγαθών και υπηρεσιών.

Εκτός από την πίεση στα κρατικά ταμεία, η μεγάλη διαφορά μισθών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα δημιουργεί και άλλα προβλήματα. Αποτελεί κοινωνική αδικία, γιατί άτομα με τα ίδια προσόντα έχουν πολύ διαφορετικές απολαβές. Προσελκύει τους νέους στον χαμηλής παραγωγικότητας δημόσιο τομέα με αποτέλεσμα να αποστερεί τον ιδιωτικό τομέα από ικανά στελέχη και να συντηρεί την παραγωγικότητα σε χαμηλά επίπεδα. Δημιουργεί ακόμα πρόσφορο έδαφος για ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων, αφού οι προνομιούχες θέσεις στο δημόσιο τομέα χρησιμοποιούνται ως λάφυρα εξουσίας από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Για όλους αυτούς τους λόγους η μείωση (σε σχετικούς όρους) του κρατικού μισθολογίου αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί αλλά ούτε και πρέπει να επιτευχθεί με μέτρα όπως το πάγωμα των προσλήψεων, το οποίο απλώς μεταθέτει χρονικά τις δαπάνες, καθυστερεί την ανανέωση της δημόσιας υπηρεσίας και αδικεί τους νέους. Χρειάζονται μέτρα που θα μειώσουν το μισθολόγιο σταδιακά αλλά δραστικά και συστηματικά σε βάθος χρόνου. Δύο τέτοια μέτρα θα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Το ένα είναι ο δραστικός περιορισμός των μισθολογικών αυξήσεων, είτε μέσω μιας δέσμευσης για μηδενικές αυξήσεις επ' αόριστο ή (πιο αποτελεσματικά) με την κατάργηση της ΑΤΑ. Το δεύτερο μέτρο είναι η μείωση των κλιμάκων εισδοχής σε όλο το φάσμα της δημόσιας υπηρεσίας.

Τολμά η πολιτική μας ηγεσία;

Πολίτης, 27/9/2009

20 Σεπτεμβρίου 2009

Η (αναμενόμενη) επιστροφή στα ελλείμματα

Το 2003 το δημοσιονομικό έλλειμα είχε ανέλθει στο 6.5% ενώ το δημόσιο χρέος σκαρφάλωσε το 2004 στο 70.2% του ΑΕΠ. Δεδομένου και του στόχου της ένταξης στην ευρωζώνη, η δύσκολη αυτή κατάσταση υποχρέωσε και τους τρεις Υπουργούς Οικονομικών της πενταετίας Παπαδόπουλου να αναλώσουν τον περισσότερο χρόνο τους στην προσπάθεια βελτίωσης των οικονομικών του κράτους. Έγιναν περικοπές δαπανών, περιορίστηκαν οι αυξήσεις στο κρατικό μισθολόγιο, ενώ παράλληλα καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια για αύξηση των εσόδων, με αιχμή του δόρατος την φορολογική αμνηστία. Την παρτίδα όμως ουσιαστικά έσωσε η έντονη δραστηριότητα στην αγορά ακινήτων, η οποία απέφερε τεράστια έσοδα από φόρους κεφαλαιουχικών κερδών και μεταβιβαστικά τέλη. Το 2007 τα κρατικά ταμεία παρουσίασαν πλεόνασμα 3.5%, το δημόσιο χρέος έπεσε κάτω από το 60% του ΑΕΠ, και ο μεγάλος στόχος της ένταξης στην ευρωζώνη επιτεύχθηκε.

Όμως η επιστροφή στα ελλείμματα ήταν θέμα χρόνου. Τα αυξημένα έσοδα κατά την περίοδο 2004-2007 ήταν συγκυριακά και μη επαναλαμβανόμενα, έτσι φυσιολογικά η ροή εσόδων στα κρατικά ταμεία σταθεροποιήθηκε. Παράλληλα το πλεόνασμα του 2007 δημιούρησε πιέσεις για αύξηση των δαπανών, πιέσεις που ενισχύθηκαν από το ζημιογόνο κλίμα παροχολογίας που επικράτησε κατά την προεκλογική εκστρατεία και μετουσιώθηκαν σε πράξη με την εκλογή μιας φύσει απλόχερης κυβέρνησης. Η διεθνής οικονομική κρίση ήταν απλώς το κερασάκι στην τούρτα. Το 2009 το έλλειμμα θα ξεπεράσει το 3% ενώ οι (κατά κανόνα αισιόδοξες) εκτιμήσεις του ΥΠΟΙΚ το ανεβάζουν στο 4.5% για το 2010.

Τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το δημοσιονομικό πρόβλημα είναι πανομοιότυπα με αυτά του 2003: αναστολή μεγάλων έργων ή αγορών, πάγωμα των προσλήψεων στο δημόσιο, κυνήγι φορολογικών εσόδων. Δυστυχώς το πάθημα δεν έγινε μάθημα. Η έλλειψη προγραμματισμού μας υποχρεώνει για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια να καταφεύγουμε σε μέτρα απελπισίας. Και αυτή τη φορά δύσκολα θα βρεθεί μια άλλη περιστασιακή πηγή εσόδων, όπως η αγορά ακινήτων την προηγούμενη πενταετία, για να σώσει την κατάσταση.

Τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται σε μια πορεία που οδηγεί σε όλο και αυξανόμενα ελλείμματα. Η πορεία αυτή δεν μπορεί να αντιστραφεί με προσωρινές λύσεις. Η μόνη μόνιμη λύση στα χρόνια ελλείμματα είναι η συγκράτηση του ρυθμού αύξησης του κρατικού μισθολογίου. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί αλλά ούτε και πρέπει να επιτευχθεί μόνο με το πάγωμα των προσλήψεων. Χρειάζονται τολμηρά μέτρα για περιορισμό των μισθολογικών αυξήσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το γιατί θα το δούμε στη στήλη της επόμενης βδομάδας.

Πολίτης, 20/9/09

13 Σεπτεμβρίου 2009

Γιατί καθυστέρησαν ένα χρόνο τα χρεόγραφα;

Σε μια εντυπωσιακή αλλαγή γραμμής, ο Υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε την περασμένη βδομάδα την έκδοση ειδικών κυβερνητικών χρεογράφων ως μέτρο ενίσχυσης της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ένα χρόνο μετά την έναρξη της κρίσης η κυβέρνηση προχωρεί στη λήψη ενός μέτρου το οποίο πολλοί - προεξάρχοντος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας - ζητούσαν από το περασμένο φθινόπωρο. Η εξέλιξη είναι θετική, γεννά όμως και ένα ερώτημα: γιατί η κυβέρνηση καθυστέρησε ένα ολόκληρο χρόνο να υιοθετήσει αυτό το μέτρο;

Η ανάγκη για ενίσχυση της ρευστότητας προέκυψε επιτακτικά τον περασμένο Σεπτέμβριο. Το πάγωμα των διεθνών αγορών ενέτεινε τον ήδη έντονο καταθετικό ανταγωνισμό μεταξύ των Κυπριακών τραπεζών με αποτέλεσμα τα επιτόκια στην Κύπρο να παραμένουν σε ψηλά επίπεδα παρά τις συνεχείς μειώσεις του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Το προτεινόμενο μέτρο - που τύγχανε στήριξης και από την ΕΕ - ήταν να δοθούν κυβερνητικά χρεόγραφα στις τράπεζες τα οποία να χρησιμοποιηθούν ως εξασφάλιση για άντληση φτηνής ρευστότητας από την ΕΚΤ. Αυτό θα μείωνε την ανάγκη για προσέλκυση καταθέσεων και κατά συνέπεια θα ωθούσε τα επιτόκια σε καθοδική πορεία.

Η κυβέρνηση αρνήθηκε να υιοθετήσει αυτό το μέτρο προτάσσοντας σε κατά καιρούς δηλώσεις του Υπουργού δύο δικαιολογίες: ότι το μέτρο δεν θα απέδιδε και ότι θα οδηγούσε σε αύξηση του δημόσιου χρέους. Και οι δύο δικαιολογίες έχουν αναιρεθεί από τα ίδια τα γεγονότα. Η κυβέρνηση όχι μόνο υιοθετεί σήμερα το μέτρο αλλά ασπάζεται κιόλας την εκτίμηση του Διοικητή της ΚΤ ότι αυτό μπορεί να μειώσει τα επιτόκια μέχρι και 1%. Παράλληλα, η ΕΕ έχει ανακοινώσει ότι η έκδοση χρεογράφων δεν θα υπολογιστεί στο δημόσιο χρέος. Αυτό βέβαια δεν ήταν γνωστό από την αρχή. Όμως οι ενδείξεις υπήρχαν, η ΕΕ προωθούσε το μέτρο, και οι περισσότερες χώρες προχωρούσαν στην υιοθέτησή του. Η επίκληση μιας πιθανής προσωρινής αύξησης του δημόσιου χρέους ως δικαιολογία για τη μη υιοθέτηση ενός μέτρου το οποίο η οικονομία είχε ανάγκη φαινόταν περίεργη, ιδίως όταν τη ίδια στιγμή η κυβέρνηση προχωρούσε σε απανωτές αυξήσεις στις κοινωνικές παροχές και στην δημιουργία 1.080 νέων θέσεων στο δημόσιο, με μεγάλο μακροπρόθεσμο κόστος για τα δημόσια ταμεία.

Η κατάληξη αυτού του σήριαλ αφήνει εκτεθειμένη την κυβέρνηση και - κυρίως - τον Υπουργό Οικονομικών. Η απόρριψη της έκδοσης χρεογράφων αποδείχτηκε λανθασμένη και η κυβερνητική στρατηγική για μείωση των επιτοκίων με τις "ενέσεις ρευστότητας" και με παραινέσεις και υποδείξεις προς τις τράπεζες απέτυχε. Στην καλύτερη περίπτωση, το Υπουργείο Οικονομικών έπεσε πολύ έξω στις εκτιμήσεις του. Στη δε χειρότερη περίπτωση, θα πρέπει να διερωτώμαστε μήπως η υγεία της οικονομίας έπεσε θύμα της απροθυμίας της κυβέρνησης και του Υπουργού να υιοθετήσουν μια θετική εισήγηση λόγω της προέλευσής της.

Πολίτης, 13/9/2009

24 Μαΐου 2009

Μαρφίν, Κυβέρνηση και εποπτικές αρχές

Η απόφαση της Μαρφίν να μεταφέρει την έδρα του ομίλου στην Ελλάδα πυροδότησε έντονες συζητήσεις και αντεγκλήσεις. Εκφράστηκαν ανησυχίες για σοβαρές επιπτώσεις στην κυπριακή οικονομία και αμφισβητήθηκε το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο στην Κύπρο. Η μετακίνηση της έδρας της Μαρφίν είναι βέβαια μια αρνητική εξέλιξη, όμως οι ανησυχίες που ακούστηκαν είναι εν πολλοίς υπερβολικές. Δεν αναμένεται να υπάρξει καμία δραματική αλλαγή στον τραπεζικό τομέα αφού η Μαρφίν διαβεβαιώνει ότι θα συνεχίσει να δραστηριοποιείται πλήρως στην Κύπρο (και έχει κάθε συμφέρον να το κάνει). Οι αποφάσεις της Μαρφίν λαμβάνονται στην Αθήνα εδώ και χρόνια, συνεπώς ούτε εδώ υπάρχει κάτι το καινούριο. Αυτό που αλλάζει είναι ότι η Μαρφίν θα μπορεί να κάνει παιγνίδι με άλλους κανόνες. Ο κ. Βγενόπουλος θέλει να ρισκάρει και βρίσκει το ρυθμιστικό πλαίσιο της Κύπρου συντηρητικό. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να του ευχηθούμε καλή επιτυχία. 

Είναι όντως συντηρητικό το θεσμικό πλαίσιο της Κύπρου; Ίσως, αλλά αυτό δεν είναι κατ' ανάγκην αρνητικό. Η μεγάλη διεθνής οικονομική κρίση που βιώνουμε σήμερα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου και την ανεπαρκή εποπτεία των τραπεζικών ιδρυμάτων, κυρίως στις ΗΠΑ αλλά όχι μόνο. Είναι αδιανόητο, ειδικά αυτή την περίοδο, να τίθεται θέμα χαλάρωσης της εποπτείας για να διευκολυνθούν οι επιχειρηματικές βλέψεις μιας τράπεζας. Κάποιοι ανησυχούν ότι η απώλεια της Μαρφίν αποτελεί πλήγμα στην προσπάθεια της Κύπρου να καταστεί κέντρο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Κι αυτό είναι υπερβολή. Ένας σοβαρός οργανισμός που σκέφτεται να επενδύσει στην Κύπρο θα μελετήσει προσεκτικά όλα τα δεδομένα και τις επιλογές που έχει μπροστά του και δεν θα επηρεαστεί από τις κινήσεις τακτικής μιας μεμονωμένης εταιρείας.

Αυτό που μπορεί να πλήξει την αξιοπιστία της Κύπρου δεν είναι η μετακόμιση της Μαρφίν αλλά η απροθυμία της ίδιας της Κυπριακής κυβέρνησης να στηρίξει τους θεσμούς του κράτους. Οι εποπτικές αρχές είναι εξουσιοδοτημένες από την πολιτεία να διεκπεραιώνουν συγκεκριμένο έργο. Όταν ένας εποπτευόμενος επιτίθεται κατά του επόπτη η Κυβέρνηση οφείλει πρώτιστα να στηρίξει με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο το θεσμό του κράτους. Αντί αυτού ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απάντησε σε ερώτηση δημοσιογράφου με το απαξιωτικό "Γιατί με ρωτάτε εμένα; Ρωτάτε το διοικητή," ενώ ο Υπουργός Οικονομικών δήλωνε στα ραδιόφωνα ότι αν χειριζόταν αυτός το θέμα η έκβαση θα ήταν διαφορετική. Αυτές δεν είναι δηλώσεις στήριξης αλλά δηλώσεις αμφισβήτησης, και αναιρούν δυστυχώς τις όποιες τυπικές διαβεβαιώσεις περί σεβασμού των εποπτικών αρχών. Αυτή η ερμαφρόδιτη στάση της Κυβέρνησης δεν προάγει την εμπιστοσύνη προς το σύστημα και πλήττει την εικόνα της Κύπρου ως τραπεζικό και επιχειρηματικό κέντρο. 

Πολίτης, 24/5/2009

10 Φεβρουαρίου 2009

Μετά την κρίση: προς μια καλύτερη διαχείριση της οικονομίας της αγοράς

Ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς. Η κρίση στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι η χειρότερη που έχει αντιμετωπίσει ο πλανήτης από τη δεκαετία του 1930. Οι επιπτώσεις της κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις ΗΠΑ το 1929-30 ηχούν απίστευτες σε μας σήμερα. Στο χειρότερο σημείο της κρίσης το 1933 (τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξή της) η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ είχε συρρικνωθεί κατά 46% και το ΑΕΠ κατά 30% σε σχέση με τα επίπεδα του 1929. Η ανεργία είχε ξεπεράσει το 25% και 11.000 από τις 25.000 τράπεζες της χώρας είχαν πτωχεύσει. Χρειάστηκε η πάροδος πέραν των δέκα ετών - και η συνδρομή της κινητοποίησης στα πλαίσια του Β' παγκοσμίου πολέμου - για να επιστρέψει η Αμερικανική οικονομία στα επίπεδα του 1929. Το πόσο οδυνηρή ήταν αυτή η κρίση γίνεται αντιληπτό όταν αναλογιστούμε ότι το πλήγμα στην Κυπριακή οικονομία (στο ΑΕΠ) από την Τουρκική εισβολή είχε αποκατασταθεί μέσα σε δύο χρόνια!

Το ενδεχόμενο να έχουμε επανάληψη αυτού του εφιαλτικού σεναρίου είναι απομακρυσμένο. Ο κύριος λόγος είναι ότι σήμερα είμαστε σοφότεροι: το πάθημα του 1930 έγινε μάθημα το 2008. Παρόλον ότι ο ακριβής συσχετισμός των διαφόρων αιτίων της κρίσης αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους ειδικούς, είναι γενικώς παραδεκτό ότι οι λανθασμένες πολιτικές (ή απουσία πολιτικών) των Αμερικανικών αρχών έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μετατροπή μιας συνηθισμένης ύφεσης σε μια κρίση τρομακτικού βάθους και διάρκειας. Ιδιαίτερα καταστροφική θεωρείται η απόφαση των νομισματικών αρχών να αφήσουν χιλιάδες τράπεζες να κλείσουν και να επιτρέψουν τη συρρίκνωση της προσφοράς χρήματος κατά το ένα τρίτο. Σήμερα υπάρχει σχεδόν πλήρης ομοφωνία ανάμεσα στους οικονομολόγους ότι σε περιπτώσεις τραπεζικών πανικών οι αρχές πρέπει να παρεμβαίνουν γρήγορα και αποφασιστικά για να στηρίξουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία του. Αυτό ακριβώς έγινε στην τρέχουσα κρίση και - παρότι ο κίνδυνος δεν έχει ακόμα περάσει ολοκληρωτικά - φαίνεται ότι τα χειρότερα έχουν αποτραπεί και οδεύουμε προς μια σταθεροποίηση του συστήματος.

Αυτό που προκαλεί προβληματισμό είναι το πώς φτάσαμε ως εδώ και πώς μπορούν να αποτραπούν τέτοιες κρίσεις στο μέλλον. Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στην κρίση έχει αναλυθεί διεξοδικά: φτηνό χρήμα, αλόγιστος δανεισμός, τοξικά προϊόντα, ευφορία και υπεραισιοδοξία, συγκρουόμενα συμφέροντα, χαλαρή εποπτεία. Το τελευταίο είναι αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία αφού όλα τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν υπήρχε αποτελεσματική εποπτεία. Οι Αμερικανικές εποπτικές αρχές απέτυχαν για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, έδειξαν υπερβολική πίστη στη δυνατότητα αυτορύθμισης της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Η ιστορία είναι γεμάτη με παραδείγματα χρηματοπιστωτικών κρίσεων, όμως ο Άλαν Γκρίνσπαν φαίνεται να θεωρούσε ότι οι σύγχρονες αγορές είναι αρκετά ώριμες ώστε να αποφύγουν τις παγίδες. Ήταν ένας περιφανής θρίαμβος της ιδεολογίας επί της εμπειρικής γνώσης. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας δημιούργησε περίπλοκα χρηματοδοτικά προϊόντα που διέσπειραν τον κίνδυνο με τρόπο που ήταν δύσκολο για τις εποπτικές αρχές να παρακολουθήσουν. Εκ των υστέρων βέβαια έχει διαφανεί ότι ακόμα και αυτοί που δημιουργούσαν αυτά τα προϊόντα δεν καταλάβαιναν καλά-καλά τι πουλούσαν.

Το κύριο λοιπόν δίδαγμα από την κρίση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια υπενθύμιση (για όσους το είχαν ξεχάσει) ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι επιρρεπής σε φούσκες και κρίσεις αξιοπιστίας και για αυτό πρέπει να εποπτεύεται αυστηρά για να αποφεύγονται τέτοια φαινόμενα. Για το σκοπό αυτό απαιτούνται ανεξάρτητες εποπτικές αρχές, στελεχωμένες με ικανούς τεχνοκράτες, άριστους γνώστες της οικονομίας. Η εμπειρία δύο μικρών νησιωτικών κρατών, της Ισλανδίας και της Κύπρου, καταδεικνύουν τη σημασία της ύπαρξης τέτοιων ανεξάρτητων αρχών. Η Ισλανδία ουσιαστικά χρεωκόπησε λόγω της κρίσης και τεράστια ευθύνη για αυτό φέρει η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, η οποία επέτρεψε στο τραπεζικό τομέα να αναπτυχθεί πέρα από τις δυνατότητες της χώρας. Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ισλανδίας είναι πολιτικό πρόσωπο, πρώην πρωθυπουργός. Αντίθετα η Κύπρος ευτύχησε να έχει μια σοβαρή Κεντρική Τράπεζα με διοικητή ένα εγνωσμένου κύρους οικονομολόγο. Η Κυπριακή Κεντρική Τράπεζα αντιστάθηκε στις πολιτικές πιέσεις για την πώληση μέρους των αποθεμάτων χρυσού και επέβαλε μη δημοφιλείς περιορισμούς στη δραστηριότητα των τραπεζών, κάτι που επέτρεψε στην Κύπρο να διέλθει την κρίση χωρίς μεγάλα προβλήματα.

Αυτό που έχει πρωτίστως σημασία είναι η διαχείριση της κρίσης - και γενικά της οικονομίας - να μη γίνεται στη βάση ιδεολογημάτων αλλά στη βάση ορθολογικής ανάλυσης. Οι πολιτικές πρέπει να αξιολογούνται με βάση τα αποτελέσματά τους και όχι την ιδεολογική τους ταυτότητα. Έχουν γραφτεί δεκάδες κείμενα τον τελευταίο καιρό που κατακεραυνώνουν την οικονομία της αγοράς και καλούν σε αντιστροφή των "νεοφιλελεύθερων" πολιτικών. Όμως όταν ο ασθενής πονάει στο γόνατο δεν του κάνουμε μεταμόσχευση καρδίας. Οι πολιτικές του ελεύθερου εμπορίου, της κατάργησης των κρατικών μονοπωλίων και της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων έχουν επιφέρει τεράστια οφέλη στην παρκόσμια οικονομία. Πολλά εκατομμύρια άνθρωποι ξέφυγαν από τη φτώχεια τις τελευταίες δεκαετίες όταν οι χώρες τους αποφάσισαν να ενταχθούν στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Σαφώς και το σύστημα δεν είναι τέλειο. Όμως, αυτό που είπε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ για τη δημοκρατία ισχύει και για τον καπιταλισμό: είναι το χειρότερο σύστημα, αν εξαιρέσουμε όλα τα άλλα που έχουν κατά καιρούς δοκιμαστεί.

Ρεύμα, Τεύχος 2, Φεβρουάριος 2009