19 Δεκεμβρίου 2004

Μια απλή συνταγή για τα φάρμακα

Για πολλά χρόνια το κράτος εφάρμοζε ένα σύστημα τιμολόγησης φαρμάκων το οποίο μεταφραζόταν σε ψηλές τιμές για τους ασθενείς και εξασφαλισμένα κέρδη για τους φαρμακέμπορους και φαρμακοποιούς.

Το πρόβλημα ήταν γνωστό, για χρόνια όμως κανείς δεν έκανε τίποτε. Μια πρώτη κίνηση - αποσπασματική έστω - έγινε από τον τέως υπουργό υγείας Φρίξο Σαββίδη ο οποίος λίγες μέρες πριν εγκαταλείψει το υπουργείο μείωσε το ποσοστό κέρδους των φαρμακεμπόρων. Η παρούσα κυβέρνηση ανάλαβε μια πιο οργανωμένη προσπάθεια η οποία κατέληξε στην πρόσφατη ανακοίνωση για μείωση των τιμών σημαντικού αριθμού φαρμάκων.

Οι προθέσεις της κυβέρνησης είναι σωστές και θα πρέπει να της πιστωθεί η διάθεση που επιδεικνύει να διορθώσει το πρόβλημα. Οι μειώσεις στις τιμές είναι σίγουρα μια βελτίωση. Είναι όμως λύση πρόσκαιρη και ημιτελής. Δεν αποτολμήθηκαν οι ριζικές αλλαγές που θα απελευθέρωναν την αγορά και θα διασφάλιζαν τη προμήθεια φαρμάκων σε λογικές τιμές σε μόνιμη βάση. Οι αλλαγές που χρειάζονται είναι πολύ απλές:

  1. Αρση των όποιων περιορισμών στην εισαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων. Αυτό θα αποτελέσει κίνητρο για νέους εμπόρους να εισαγάγουν φθηνότερα φάρμακα και να ανταγωνιστούν τους υφιστάμενους εισαγωγείς (όπως έγινε για παράδειγμα με τα αναψυκτικά).
  2. Αρση των περιορισμών στην εμπορία φαρμάκων. Προϊόντα που δεν χρειάζονται ιατρική συνταγή να μπορούν να πωλούνται σε περίπτερα, υπεραγορές και αλλού. Η διεύρυνση του συστήματος διανομής θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό και ταυτόχρονα θα δώσει περισσότερες επιλογές στον καταναλωτή. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποχρεώνεται ένας γονιός να γυρίζει τους δρόμους νυχτιάτικα για να βρει διανυκτερεύον φαρμακείο για να αγοράσει ένα σιρόπι του βήχα για το παιδί του.
Οι επιλογές είναι μπροστά μας. Θέληση και πολιτική βούληση χρειάζεται.

Πολίτης, 19/12/2004

11 Νοεμβρίου 2004

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η οικονομία της αγοράς

Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον την έκθεση της επιτροπής για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά χρήσιμο και ενημερωτικό κείμενο από την μελέτη του οποίου θεωρώ ότι έγινα σοφότερος, ειδικά όσον αφορά στη φιλοσοφική θεώρηση της παιδείας. Στο πρακτικό της μέρος η έκθεση επισημαίνει ορθά τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κυπριακή παιδεία - αναφέρω ειδικά τον εθνοκεντρισμό, τον συγκεντρωτισμό και τον γνωσιοκεντρισμό - και εισηγείται σειρά μέτρων για την αντιμετώπισή τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μέτρα αυτά θα οδηγήσουν, αν υιοθετηθούν, σε βελτιωτικές αλλαγές στην Κυπριακή παιδεία.

Ταυτόχρονα, όμως, η έκθεση θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο ριζοσπαστική αν αντιμετώπιζε με λιγότερη προκατάληψη τις σύγχρονες τάσεις στο χώρο τόσο της παιδείας όσο και γενικότερα της οικονομίας. Το όλο κείμενο διαπνέεται από μια φιλοσοφία δαιμονοποίησης της οικονομίας της αγοράς και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Από τη μια επικρίνει το συγκεντρωτισμό, ενώ από την άλλη υιοθετεί μια πατερναλιστική, κρατικιστική άποψη της παιδείας και απορρίπτει χωρίς πολλή συζήτηση κάθε ιδέα που μπορεί να θεωρηθεί "νεοφιλελεύθερη". Πιστεύω ότι αυτή η προσέγγιση είναι αχρείαστα δογματική και αποκλείει πολλές καλές ιδέες, περιορίζοντας έτσι σημαντικά το οπλοστάσιο του σχεδιαστή ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος.

Μια σημαντική ιδέα που λείπει από την έκθεση είναι η δυνατότητα επιλογής. Αναφέρομαι στη δυνατότητα του γονιού να επιλέξει το σχολείο των παιδιών του, τη δυνατότητα του σχολείου να επιλέξει τους εκπαιδευτικούς που θα διδάσκουν σε αυτό, την δυνατότητα των εκπαιδευτικών να επιλέξουν το σχολείο στο οποίο θα υπηρετήσουν. Η μόνη αναφορά στη δυνατότητα επιλογής που μπόρεσα να εντοπίσω στην έκθεση την παρουσιάζει με αρνητικό τρόπο ως νεοφιλελεύθερη επινόηση που οδηγεί στην "εμπορευματοποίηση της γνώσης". Μια διαφορετική άποψη είναι ότι η δυνατότητα του γονιού να επιλέξει το σχολείο του παιδιού του δεν είναι νεοφιλελεύθερη ιδιοτροπία αλλά θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα.

Επιπρόσθετα, το δικαίωμα επιλογής μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης για αποτελεσματικότερη λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των σχολείων για την προσέλκυση των καλύτερων μαθητών και εκπαιδευτικών είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να διασφαλιστεί η ποιότητα του δημόσιου σχολείου. Εξίσου σημαντικός για αυτό το σκοπό είναι και ο ρόλος της ιδιωτικής εκπαίδευσης, η οποία προσφέρεται ως εναλλακτική λύση στην περίπτωση που τα δημόσια σχολεία δεν εκπληρώνουν την αποστολή τους. Η ιδιωτική παιδεία μπορεί να λειτουργήσει ως βαρόμετρο για την επιτυχία της δημόσιας παιδείας. Αυτό ισχύει τόσο για την δευτεροβάθμια όσο και για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ως μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου θεωρώ ότι η ανάπτυξη της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα επενεργήσει ευεργετικά στα αντίστοιχα κρατικά ιδρύματα.

Αντίθετα, η έκθεση διαπνέεται από μια έντονη καχυποψία έναντι της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπως φαίνεται από τις αναφορές στην ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αφήνεται ουσιαστικά να νοηθεί ότι η επιτροπή δεν πιστεύει στην ιδιωτική εκπαίδευση και την αποδέχεται μόνο διότι η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να την προωθήσει. Όμως είναι ξεκάθαρο ότι η πολιτεία δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να προσφέρει τριτοβάθμια εκπαίδευση σε όσους την επιζητούν (τουλάχιστον όχι δωρεάν). Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να συμπληρώσει αυτό το κενό.

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι εξαιρετικής σημασίας για τον τόπο και η έκθεση της επιτροπής αποτελεί ένα σημαντικό και χρήσιμο εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση. Εναπόκειται στους αρμόδιους να μελετήσουν προσεκτικά τις εισηγήσεις τόσο της επιτροπής όσο και άλλων ειδικών και να προχωρήσουν χωρίς καθυστέρηση στο σχεδιασμό ενός εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής μας.

Πολίτης, 11/11/2004

18 Οκτωβρίου 2004

Κυπριακές Αερογραμμές: Ανατομία μιας κρίσης

Οι Κυπριακές Αερογραμμές βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Το γιατί είναι λίγο-πολύ γνωστό σε όλους. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν την εταιρεία ως κέντρο διεκπεραίωσης ρουσφετιού. Τη φόρτωσαν με υπεράριθμο προσωπικό και διόριζαν στο ΔΣ άτομα χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα. Οι συντεχνίες καταχράστηκαν την διαπραγματευτική τους ισχύ και επιδείνωσαν τα οικονομικά προβλήματα. Οι κατά καιρούς διοικήσεις έδειξαν στην καλύτερη περίπτωση ατολμία και στην χειρότερη τραγική ανικανότητα.

Ιδιαίτερα μεγάλες είναι οι ευθύνες των δύο τελευταίων κυβερνήσεων. Η κυβέρνηση Κληρίδη είχε την ευθύνη να προετοιμάσει τις ΚΑ για τον επερχόμενο ανταγωνισμό. Αντί όμως να πιέσει την διοίκηση της εταιρείας να νοικοκυρευτεί, της επέτρεψε να αναλάβει τεράστια ρίσκα με αγορές αεροσκαφών και επέκταση σε νέες αγορές σε μια περίοδο κρίσης στις διεθνείς αερομεταφορές. Η δε κυβέρνηση Παπαδόπουλου ανάλαβε καθήκοντα τον καιρό που οι εφιαλτικές διαστάσεις του προβλήματος μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια. Κι ενώ υπήρχε ακόμα χρόνος για διορθωτικά μέτρα, η κυβέρνηση παρέμεινε επί μήνες απαθής θεατής ενώ το διοικητικό συμβούλιο που η ίδια διόρισε έδινε γενναιόδωρες αυξήσεις στο προσωπικό και κωλυσιεργούσε απροκάλυπτα τόσο στην λήψη μέτρων για την εξυγίανση της εταιρείας όσο και στην ολοκλήρωση των ερευνών για τις καταστροφικές αποφάσεις του προηγούμενου ΔΣ (το οποίο, παρεμπιπτόντως, έχει αρκετά κοινά μέλη με τον νυν συμβούλιο, συμπεριλαμβανομένου και του αντιπροέδρου και στα δύο συμβούλια Αχιλλέα Κυπριανού.)

Ακόμα και σήμερα το ΔΣ των ΚΑ δεν δείχνει να αντιμετωπίζει την κατάσταση με την τόλμη και αποφασιστικότητα που απαιτούν οι περιστάσεις. Ακούμε ότι έχει καταστρώσει σχέδιο δράσης το οποίο προνοεί κατάργηση δρομολογίων, πώληση ή εκμίσθωση αεροσκαφών και κάποιες απολύσεις προσωπικού. Χωρίς να γνωρίζω τις λεπτομέρειες, έχω την υποψία ότι αυτό δεν θα είναι αρκετό. Οι ΚΑ δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδά τους όταν χρέωναν 130-150 λίρες για τη διαδρομή Λάρνακα-Αθήνα. Πώς θα μπορέσουν να τα καλύψουν τώρα που ο ανταγωνισμός τις υποχρέωσε να μειώσουν το ναύλο στις 58 λίρες; Πόση διαφορά μπορεί να κάνει η απόλυση 150 τόσων υπαλλήλων, η πλειοψηφία των οποίων είναι χαμηλόμισθοι;

Τί πρέπει να γίνει;

Η παράθεση ευθυνών δεν γίνεται μόνο για λόγους καταγραφής της ιστορίας. Γίνεται κυρίως για να μας βοηθήσει να αντλήσουμε ορισμένα διδάγματα για το πώς πρέπει να προχωρήσουμε από δω και μπρος. Ένα ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι αυτή η πολιτεία έχει αποτύχει οικτρώς στην διαχείριση των ΚΑ. Θα ήταν ευχής έργον αν η κυβέρνηση αναγνώριζε αυτή την πραγματικότητα και προχωρούσε σε μια ριζική αναδιάρθρωση της εταιρείας με τελικό στόχο να την καταστήσει ελκυστική ώστε να μπορέσει να πουληθεί σε ιδιώτες σε 2-3 χρόνια. Με δεδομένη όμως τη θέση της κυβέρνησης εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων, θα ήταν μάλλον ουτοπία να περιμένει κανείς ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Θα ήταν άλλωστε άδικο να περιμένουμε από την κυβέρνηση να κάνει μια τέτοια κίνηση, τη στιγμή που η υποτιθέμενη δεξιά αντιπολίτευση όχι μόνο δεν τολμά να θέσει θέμα αποκρατικοποίησης, αλλά λαϊκίζει κιόλας για το θέμα των απολύσεων.

Ανεξάρτητα όμως από το αν η ιδιωτικοποίηση είναι εφικτή ή όχι, το νοικοκύρεμα της εταιρείας είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητο. Τα προβλήματα των ΚΑ είναι διαρθρωτικά και διαχρονικά και δεν θα επιλυθούν με την πώληση 1-2 αεροσκαφών και την απόλυση μερικών δεκάδων χαμηλόμισθων εργαζομένων. Θα χρειαστούν πολύ πιο γενναίες αποφάσεις για μαζικές απολύσεις και για μείωση των απολαβών αυτών που θα μείνουν, κυρίως των υψηλόμισθων πιλότων και διευθυντικών στελεχών. Τα ημίμετρα και οι αποσπασματικές ενέργειες το μόνο που θα πετύχουν είναι να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο, αλλά ταυτόχρονα να το κάνουν και πιο οδυνηρό. Τα παραδείγματα της Ολυμπιακής Αεροπορίας και της Alitalia μιλούν από μόνα τους.

Πολίτης, 17/10/2004

19 Σεπτεμβρίου 2004

Δεν πουλάμε εθνικό πλούτο (τζάμπα όμως τον δίνουμε)

Είναι γνωστή η θέση της κυβέρνησης ότι ο εθνικός πλούτος δεν είναι προς πώληση. Η θέση αυτή έχει επικριθεί από τους περισσότερους αρθρογράφους που καταπιάνονται με θέματα της οικονομίας. Η κυβέρνηση όμως επιμένει, και ο ίδιος ο πρόεδρος Παπαδόπουλος υπερασπίζεται με έντονο τρόπο αυτή την πολιτική του όποτε εγερθεί το θέμα. Σε μια περίπτωση ο πρόεδρος έκανε την περιβόητη αναφορά σε "ξένους γίγαντες", οι οποίοι εποφθαλμιούν προφανώς τον εθνικό μας πλούτο. Σε δύο τουλάχιστον άλλες περιπτώσεις παρομοίωσε την πώληση ημικρατικών οργανισμών με τον διαχωρισμό οικοπέδων. Αν είναι η κυβέρνηση να πουλά την περιουσία της, είπε, γιατί να μην χωρίζει και να πουλά οικόπεδα. Πιστεύει δηλαδή ο πρόεδρος ότι το ενδεχόμενο πώλησης οικοπέδων από την κυβέρνηση είναι παράλογο και εκτός συζήτησης, και ότι το ίδιο ισχύει και για τους ημικρατικούς.

Την ίδια περίοδο που ο πρόεδρος έκανε αυτές τις δηλώσεις έγινε γνωστή και η πρόταση του υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού να δοθούν δέκα άδειες για γήπεδα γκολφ με δικαίωμα ανέγερσης 3,000 κλινών για το κάθε ένα. Επειδή ο αριθμός των 3,000 κλινών μου φάνηκε εξωπραγματικός, επιστράτευσα μερικούς φίλους για να με βοηθήσουν να υπολογίσω πόσα άτομα μπορούν να ψυχαγωγηθούν σε ένα γήπεδο γκολφ 18 οπών. Το συμπέρασμά μου είναι ότι στην καλύτερη περίπτωση ένα τέτοιο γήπεδο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από 350 άτομα ημερησίως. Λόγω του ότι από τα 350 άτομα μέχρι τις 3,000 κλίνες υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά, το λογικό συμπέρασμα είναι ότι όλες αυτές οι κλίνες δεν προορίζονται για παίχτες του γκολφ. Το γκολφ είναι ίσως μια πρόφαση για να κτιστούν επαύλεις πολυτελείας.

Το κατά πόσον αυτό είναι καλή τουριστική πολιτική ή όχι θα το κρίνουν οι ειδικοί. Διερωτούμαι όμως αν η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι η αύξηση συντελεστών δόμησης για σκοπούς τουριστικής ανάπτυξης δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκποίηση εθνικού πλούτου. Εθνικός πλούτος δεν είναι μόνο τα χειροπιαστά περιουσιακά στοιχεία όπως η γη ή οι δημόσιοι οργανισμοί. Εθνικός πλούτος είναι και τα διάφορα προνόμια του κράτους, όπως η δυνατότητα ελέγχου της δόμησης. Κάθε φορά που το κράτος αυξάνει τους συντελεστές δόμησης παραχωρεί εθνικό πλούτο στους ιδιοκτήτες της επηρεαζόμενης γης. Και μάλιστα παραχωρεί αυτό τον πλούτο άνευ αντιτίμου. Η αξία αυτής της γης θα αυξηθεί κατά πολλά εκατομμύρια, κι όμως οι ιδιοκτήτες της δεν θα πληρώσουν ούτε σεντ για αυτή την εξυπηρέτηση.

Για να γίνω πιο κατανοητός, φανταστείτε το εξής υποθετικό σενάριο. Η κυβέρνηση αγοράζει τη γη σε τιμές που αντικατοπτρίζουν την αξία της με βάση τους σημερινούς χαμηλούς συντελεστές δόμησης. Μετά αυξάνει τους συντελεστές δόμησης και πωλεί τη γη στους ενδιαφερόμενους για να κτίσουν επαύλεις. Το αποτέλεσμα όσον αφορά την τουριστική ανάπτυξη είναι το ίδιο όπως και στην πρόταση του υπουργείου, με τη διαφορά ότι τα εκατομμύρια εισρέουν στα δημόσια ταμεία και όχι στις τσέπες 5-10 προνομιούχων ιδιωτών.

Με άλλα λόγια, παρά να δίνουμε χάρισμα προνόμια σε διάφορους τυχερούς, καλύτερα να χωρίζουμε και να πουλάμε οικόπεδα.

Πολίτης, 19/9/2004

19 Απριλίου 2004

Ποιο μέλλον θέλουμε;

Το ερχόμενο Σάββατο καλούμαστε να πάρουμε μια απόφαση η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα καθορίσει την πορεία της Κύπρου για τις επόμενες δεκαετίες. Θα πρέπει λοιπόν να αξιολογήσουμε τις δύο επιλογές που έχουμε μπροστά μας με βάση τις επιπτώσεις τους σε αυτό το βάθος χρόνου.

Η μια επιλογή είναι το σχέδιο Ανάν. Με όλη την πολυπλοκότητα, τις ασάφειες και τα κενά του, το σχέδιο του ΓΓ παρουσιάζει ένα σαφές όραμα για την Κύπρο. Αποτελεί ένα οδικό χάρτη ο οποίος θέτει την Κύπρο σε μια πορεία επανένωσης. Τα πρώτα βήματα θα είναι αναμφίβολα δύσκολα και θα χρειαστεί σκληρή δουλειά και καλή θέληση από όλους για να επιτευχθεί ο τελικός στόχος. Όμως το σχέδιο του ΓΓ μας δίνει το δικαίωμα να προσβλέπουμε σε μια Κύπρο ενωμένη, ειρηνική, χωρίς ξένους στρατούς, μια Κύπρο ευημερούσα και απαλλαγμένη από σύνδρομα καταδιώξεως και ιστορικά μίση.

Απορρίπτοντας το σχέδιο του ΓΓ διαφυλάττουμε - πιστεύουν πολλοί - την αξιοπρέπειά μας και διατηρούμε το δικαίωμα να ελπίζουμε σε μια καλύτερη λύση. Σίγουρα όλοι προτιμούμε μια καλύτερη λύση, όμως από αυτή την προσέγγιση φαίνεται να απουσιάζει το όραμα και η στρατηγική. Εδώ και δυο μήνες έχουμε όλοι αφιερώσει δεκάδες ώρες παρακολουθώντας τηλεοπτικές συζητήσεις και διαβάζοντας γραπτές αναλύσεις. Κι όμως εγώ προσωπικά δεν έχω ακόμα μπορέσει να σχηματίσω μια εικόνα του πώς ακριβώς βλέπουν οι υποστηρικτές της απόρριψης το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακόμα και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο διάγγελμά του δεν έκανε καμία αναφορά στο δικό του όραμα για την Κύπρο. Περιορίστηκε να μας διαβεβαιώσει ότι οι προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού θα συνεχιστούν, χωρίς να μας δώσει κανένα πειστικό επιχείρημα γιατί η διεθνής κοινότητα θα εξακολουθήσει να ενδιαφέρεται για τη λύση του Κυπριακού αν εμείς απορρίψουμε την λύση που μας προσφέρει σήμερα.

Περίμενα από τους υποστηρικτές του "όχι" να μας δώσουν τον δικό τους οδικό χάρτη για το πού βαδίζει η Κυπριακή Δημοκρατία. Ποια λύση οραματίζονται; Πότε θα επιτευχθεί αυτή η λύση; Πόσοι πρόσφυγες θα επιστρέψουν στα σπίτια τους; Πότε θα επιστρέψουν στα σπίτια τους; Σε πέντε χρόνια, σε δεκαπέντε χρόνια, ή σε πενήντα χρόνια; Πότε θα φύγουν τα Τουτκικά στρατεύματα; Πόσοι έποικοι θα παραμείνουν στην Κύπρο; Και κυρίως, ποια είναι η στρατηγική που θα επιφέρει αυτή τη λύση; Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Το μόνο που ακούμε είναι γενικές και αόριστες αναφορές για τη δυνατότητα επίτευξης καλύτερης λύσης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως η ΕΕ μας καλεί σήμερα να δεχτούμε αυτή τη λύση. Τί είναι εκείνο που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ξαφνικά από την άλλη βδομάδα η ΕΕ θα αλλάξει πολιτική και θα αρχίσει να υποστηρίζει μια άλλη, καλύτερη για μας, λύση;

Έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται οι πρώτες ενδείξεις της διεθνούς απομόνωσης στην οποία μάς οδηγεί η λογική της απόρριψης. Η ίδια λογική αναβιώνει στο εσωτερικό μέτωπο εθνικιστικές εξάρσεις και συντηρεί μια νοοτροπία μιζέριας, καχυποψίας και μισαλλοδοξίας. Από την άλλη, το σχέδιο Ανάν, με όλες του τις αδυναμίες, δείχνει το δρόμο για ένα καινούριο ξεκίνημα. Μας δίνει την ευκαιρία να ξεφύγουμε από τον κύκλο του φόβου και του μίσους που ζούμε τον τελευταίο μισό αιώνα και να αντικρύσουμε το μέλλον με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχει. Αξίζει όμως μια προσπάθεια.

Πολίτης, 18/4/2004

7 Απριλίου 2004

Τα οικονομικά της λύσης

Οι οικονομικές επιπτώσεις της λύσης αποτέλεσαν θέμα έντονης συζήτησης στο διάστημα που προηγήθηκε των συνομιλιών της Λουκέρνης. Τώρα έχουμε στα χέρια μας το τελικό σχέδιο Ανάν. Παρόλο που αρκετές λεπτομέρειες που περιλαμβάνονται στους διάφορους νόμους δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστές, πιστεύω ότι γνωρίζουμε αρκετά ώστε να μπορέσουμε να προβούμε σε μια συνολική αξιολόγηση των οικονομικών πτυχών της λύσης. Η ανάλυση που ακολουθεί επικεντρώνεται σε τρεις βασικές πτυχές: τις αποζημιώσεις, το κόστος της λύσης και τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.

Οι αποζημιώσεις

Από οικονομικής άποψης, η μεγαλύτερη αδυναμία του προηγούμενου σχεδίου Ανάν ήταν κατά γενική ομολογία οι πρόνοιες για τις αποζημιώσεις. Ήμουν ένας εξ αυτών που είχαν εκφράσει αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του Ταμείου Αποζημιώσεων όπως αυτό είχε σχεδιαστεί. Φαίνεται ότι σε αυτό το θέμα η επιχειρηματολογία της πλευράς μας ήταν πειστική και ώθησε τα Ηνωμένα Έθνη να προχωρήσουν σε μια σειρά αλλαγών που περιορίζουν στο ελάχιστο τον κίνδυνο χρεοκοπίας του Ταμείου. Οι αλλαγές αυτές συνοψίζονται ως εξής:

  • Στην κάθε προσφυγική οικογένεια επιστρέφεται το ένα τρίτο της περιουσίας της. Αυτό αυξάνει σημαντικά τις περιουσίες που θα επιστραφούν, και συνεπώς μειώνει την ανάγκη για αποζημιώσεις.
  • Ταυτόχρονα, η αλλαγή αυτή μειώνει την έκταση που θα περιέλθει στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου Περιουσιών. Αυτό περιορίζει την στρέβλωση που θα μπορούσε να δημιουργηθεί από τη λειτουργία του Συμβουλίου λόγω του ότι θα είναι ένας μεγάλος παίχτης στην κτηματαγορά.
  • Ο συνδυασμός ομολόγων και "πιστοποιητικών ανατίμησης γης" στην παροχή αποζημιώσεων μειώνει στο ελάχιστο το ρίσκο που αναλαμβάνει ο εγγυητής των ομολόγων, είτε αυτός είναι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είτε οποιοσδήποτε άλλος.
  • Τον τελικό λόγο για την αξία των περιουσιών θα τον έχει η αγορά και όχι οι όποιες εκτιμήσεις γίνουν σήμερα, οι οποίες βασίζονται κατ' ανάγκην σε υποθέσεις και έχουν μεγάλο περιθώριο λάθους.

Οι αλλαγές αυτές διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του Ταμείου Αποζημιώσεων και ικανοποιούν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δικές μου ανησυχίες για το θέμα αυτό.

Το κόστος της λύσης

Η έννοια του κόστους της λύσης κακοποιήθηκε βάναυσα τον τελευταίο καιρό. Υπάρχουν δύο είδη κόστους. Το ένα είναι το αρχικό κόστος, αυτό δηλαδή που σχετίζεται με την εφαρμογή της λύσης και το οποίο θα πληρώσουμε μόνο μια φορά. Το δεύτερο είναι το λειτουργικό κόστος, αυτό που αφορά στη λειτουργία της νέας κρατικής δομής και το οποίο θα πληρώνεται στο διηνεκές.

Τί πρέπει να περιλάβουμε στο αρχικό κόστος; Για αρκετές βδομάδες κυκλοφορούσε το νούμερο των 16 δισεκατομμυρίων το οποίο προκάλεσε πανικό στην κοινή γνώμη. Τελικά αποδείχτηκε ότι ο αριθμός αυτός περιελάμβανε κυρίως το κόστος των αποζημιώσεων και αναπτυξιακές δαπάνες. Οι αποζημιώσεις ουδέποτε θα έπρεπε να είχαν περιληφθεί σε αυτό τον αριθμό γιατί δεν αποτελούσαν κόστος για το κράτος. (Εν πάσει περιπτώσει, το πρόβλημα έχει εκλείψει με τις νέες πρόνοιες για τις περιουσίες.) Ούτε όμως και οι αναπτυξιακές δαπάνες είναι λογικό να θεωρούνται ως κόστος της λύσης. Μήπως αν η Τουρκία ερχόταν και μας έδινε πίσω εδάφη άνευ όρων εμείς θα λέγαμε "όχι ευχαριστώ, δεν θα τα πάρω γιατί υπάρχει κόστος εκμετάλλευσής τους;" Όχι βέβαια. Η ανάπτυξη των περιοχών που θα επιστραφούν είναι ευκαιρία, όχι κόστος.

Οι μόνες δαπάνες που είναι πραγματικά κόστος λύσης είναι αυτές που απαιτούνται για την επανεγκατάσταση των Τουρκοκυπρίων και για τις αποζημιώσεις των εποίκων που θα φύγουν. Κάποιες εκτιμήσεις ανεβάζουν την απαιτούμενη δαπάνη γύρω στα 700 εκ. λίρες. Πρόκειται για ένα σημαντικό ποσό, και είναι το ελάχιστο που θα πρέπει να προσπαθήσουμε να εξασφαλίσουμε από τη διάσκεψη δωρητών.

Το λειτουργικό κόστος της λύσης οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη επιπρόσθετων κρατικών οργάνων. Οι εκτιμήσεις που έγιναν για το κόστος λειτουργίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης μιλούν για 200-300 εκατομμύρια λίρες ετησίως. Δεδομένου ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα περιλαμβάνει πολλές υπηρεσίες που ήδη υπάρχουν και θα μεταφερθούν απλώς από την δημόσια υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι σαφές ότι το συνολικό επιπρόσθετο κόστος θα είναι αρκετά μικρότερο. Υπάρχει επίσης και το κόστος της έμμεσης επιδότησης της Τ/Κ πολιτείας από την Ε/Κ μέσω του συστήματος επιστροφής των έμμεσων φόρων. Αυτό συνεπάγεται μια μεταβίβαση της τάξης των μερικών δεκάδων εκατομμυρίων λιρών. Συνολικά, το λειτουργικό κόστος που θα επωμιστούν οι Ε/Κ θα είναι της τάξης των 100-200 εκατομμυρίων λιρών για το πρώτο έτος και θα μειώνεται χρόνο με το χρόνο λόγω της σύγκλισης στην αγοραστική δύναμη.

Μακροπρόθεσμες συνέπειες

Οι περισσότερες αναλύσεις που έγιναν τους τελευταίους μήνες περιορίστηκαν στο βραχυπρόθεσμο κόστος της λύσης, παραγνωρίζοντας τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις. Αμφιβάλλω αν υπάρχει οποιοσδήποτε που θα αμφισβητήσει ότι μια πετυχημένη λύση θα έχει ευεργετικές συνέπειες για την Κυπριακή οικονομία. Η επιστροφή εδαφών και οι αποζημιώσεις θα αυξήσει τα περιουσιακά στοιχεία σημαντικής μερίδας των Ελληνοκυπρίων. Η ανάγκη για ανοικοδόμηση των περιοχών που θα επιστραφούν θα οδηγήσει σε ένα οικοδομικό οργασμό ο οποίος θα διαρκέσει για πολλά χρόνια. Το άνοιγμα των κατεχομένων θα δημιουργήσει επιχειρηματικές ευκαιρίες τις οποίες οι Ε/Κ είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν. Η άρση της αβεβαιότητας θα προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Όλα αυτά θα δώσουν μεγάλη ώθηση στην οικονομία, με μόνο μειονέκτημα την πιθανότητα υπερθέρμανσης και δημιουργίας πληθωριστικών πιέσεων.

Συμπέρασμα

Η λύση του Κυπριακού μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ραγδαία οικονομική ανάπτυξη με σημαντικά οικονομικά οφέλη για όλους τους κατοίκους της Κύπρου. Όμως αυτά τα οφέλη δεν είναι δεδομένα. Το σχέδιο Ανάν έχει ακόμα αρκετά κενά όσον αφορά στα οικονομικά θέματα (όπως για παράδειγμα την ασάφεια στο θέμα των χρεών των πολιτειών). Θα εναπόκειται στους τους πολιτικούς και τεχνοκράτες των δύο πολιτειών να διασαφηνίσουν τα ζητήματα αυτά. Αν επικρατήσει θετικό κλίμα με γνώμονα το συμφέρον όλων, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι τα οφέλη θα είναι μεγάλα και θα υπερκαλύψουν το όποιο βραχυπρόθεσμο λειτουργικό κόστος. Αν από την άλλη επικρατήσει κλίμα αντιπαλότητας, πιθανόν να δημιουργηθούν προβλήματα. Σε τέτοια όμως περίπτωση, τα οικονομικά προβλήματα θα είναι το λιγότερο που θα πρέπει να μας ανησυχεί.

Το συμπέρασμα είναι απλό: οι ανησυχίες για τα οικονομικά ζητήματα δεν είναι λόγος απόρριψης της προτεινόμενης λύσης. Όσοι πιστεύουν ότι η λύση δεν θα λειτουργήσει στο πολιτικό επίπεδο καλά κάνουν να την καταψηφίσουν. Όσοι όμως πιστεύουν ότι το νέο κράτος είναι βιώσιμο δεν πρέπει να ανησυχούν για τις οικονομικές επιπτώσεις γιατί είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτές θα είναι θετικές.

Πολίτης, 6/4/2004

21 Μαρτίου 2004

Ο πρώτος χρόνος της κυβέρνησης

Σχεδόν απαρατήρητη πέρασε η πρώτη επέτειος από την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης Παπαδόπουλου. Η οικονομία είναι όμως φλέγον ζήτημα, είτε έχουμε σχέδιο Ανάν είτε όχι, για αυτό σήμερα θα κάνουμε μια σύντομη κριτική ανασκόπηση της οικονομικής πολιτικής που ασκήθηκε κατά τον πρώτο χρόνο της παρούσας διακυβέρνησης.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κυπριακή οικονομία είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα. Η σημερινή κυβέρνηση δεν ευθύνεται άμεσα για το έλλειμμα, κλήθηκε όμως να το αντιμετωπίσει. Επιχείρησε να το πράξει ακολουθώντας μια πολιτική βασισμένη σε μια λογιστική προσέγγιση του προβλήματος. Οι προσπάθειες εστιάστηκαν στην αύξηση των εσόδων με την πάταξη της φοροδιαφυγής και τις αυξήσεις σε διάφορα τέλη. Παρόλο που αυτές οι κινήσεις ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, είναι μάλλον ουτοπία να πιστεύουμε ότι θα λύσουμε το δημοσιονομικό μας πρόβλημα με αυτά τα μέτρα. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στα δημόσια οικονομικά είναι το κρατικό μισθολόγιο. Όμως η κυβέρνηση δεν έδωσε καμία ένδειξη για το πώς προτίθεται να αντιμετωπίσει το τεράστιο αυτό θέμα. Αντίθετα, με ιδιαίτερη ευκολία προχώρησε στην προκήρυξη πριν μερικούς μήνες 800 καινούριων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία.

Πιο γενικά, από την κυβερνητική πολιτική απουσιάζει το στίγμα ενός οικονομικού οράματος που στοχεύει στην μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Απουσιάζουν τα στοιχεία εκείνα που θα δώσουν ώθηση στην οικονομία στην μετα-τουρισμόν εποχή. Μια τέτοια ώθηση θα μπορούσε, για παράδειγμα, να δοθεί με την αποκρατικοποίηση δημόσιων και ημικρατικών οργανισμών οι οποίοι έχουν εκπληρώσει την αρχική αποστολή τους. Η κυβέρνηση όμως επιμένει να αποκλείει αυτή την επιλογή και πειραματίζεται επικίνδυνα αναζητώντας μαγικές συνταγές.

Πέραν των θεμάτων πολιτικής, τη χρονιά που μας πέρασε έγιναν και σημαντικά λάθη τακτικής. Τον Ιούνιο του 2003 η κυβέρνηση προανήγγειλε μείωση της φορολογίας των αυτοκινήτων. Η αναγγελία αυτή σκότωσε ουσιαστικά την αγορά για έξι σχεδόν μήνες. Το πάθημα δεν έγινε μάθημα, αντίθετα επαναλήφθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στην υπόθεση της άρσης του τραπεζικού απορρήτου. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε εκ των προτέρων τις προθέσεις της, δημιούργησε αβεβαιότητα στην αγορά (με όλα τα αρνητικά της συνεπακόλουθα) και έδωσε τον χρόνο στους επηρεαζόμενους να λάβουν τα μέτρα τους. Ταυτόχρονα έθεσε σε κίνδυνο και την περιβόητη φορολογική αμνηστία που υποτίθεται ότι θα φέρει πολλά εκατομμύρια στα δημόσια ταμεία.

Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε και την άσχημη εικόνα που δίνουν οι λανθασμένες εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών σε μια σειρά θεμάτων. Τον περασμένο Σεπτέμβρη το Υπουργείο εκτιμούσε ότι το δημοσιονομικό έλλειμα για το 2003 θα έφτανε το 5,4%. Πριν λίγες μέρες μάθαμε από τη Eurostat ότι το έλλειμμα έφτασε τελικά (;) το 6,3%. Πώς μπορούμε να εμπιστευθούμε τις εκτιμήσεις του Υπουργείου για τα επόμενα χρόνια όταν δεν μπορούμε να μετρήσουμε σωστά το έλλειμμα για το τρέχον έτος; Παρόμοιου μεγέθους λάθη φαίνεται να έγιναν και στις εκτιμήσεις για το κόστος της λύσης και για την αξία των Ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα. Φταίνε οι τεχνοκράτες ή μήπως οι πολιτικές παρεμβάσεις;

Είναι φυσικό για μια νέα κυβέρνηση να κάνει λάθη. Ανεξάρτητα απο τις εξελίξεις στο Κυπριακό, η οικονομική μας πολιτική θα περάσει σε νέα φάση αφού θα έχουμε σύντομα νέο υπουργό. Ελπίζουμε η αλλαγή φρουράς να φέρει και μια νέα πνοή στα οικονομικά μας πράγματα.

Πολίτης, 21/3/2004

7 Μαρτίου 2004

Η βιωσιμότητα του Ταμείου Αποζημιώσεων

Η επιστροφή γης και η καταβολή αποζημιώσεων είναι ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία της λύσης με βάση το σχέδιο Ανάν γιατί αποτελούν τα κύρια άμεσα και χειροπιαστά οφέλη που θα έχουν οι Ε/Κ από μια λύση. Για αυτό το λόγο είναι κεφαλαιώδους σημασίας να διασφαλιστεί ότι η διαδικασία καταβολής αποζημιώσεων θα ολοκληρωθεί χωρίς προβλήματα. Έχουν ήδη εκφραστεί από πολλούς αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του Ταμείου Αποζημιώσεων όπως αυτό προβλέπεται στο σχέδιο. Σε αυτές θα προσθέσω σήμερα και τις δικές μου.

Η φιλοσοφία πίσω από την οικονομική διάσταση του Συμβουλίου Περιουσίας (ΣΠ) είναι απλή. Το Συμβούλιο θα γίνει κάτοχος των Ε/Κ περιουσιών που δεν θα επιστραφούν. Οι ιδιοκτήτες θα πάρουν ομόλογα ανάλογα με την τρέχουσα αξία της περιουσίας σε συγκρίσιμες περιοχές. Το ΣΠ θα πουλήσει σταδιακά τις περιουσίες και θα χρησιμοποιήσει τα έσοδα για να εξαργυρώσει τα ομόλογα. Η βιωσιμότητα αυτού του συστήματος βασίζεται στην υπόθεση ότι η αξία της γης που θα κατέχει το ΣΠ θα μεγαλώνει με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς από ότι το επιτόκιο που θα πληρώνεται στα ομόλογα. Οι ρυθμοί αύξησης πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτεροι (και όχι απλώς μεγαλύτεροι) διότι η πραγματική τρέχουσα αξία της γης είναι πολύ χαμηλότερη από την τρέχουσα αξία όπως αυτή θα υπολογιστεί με βάση το σχέδιο και κατά συνέπεια θα ξεκινούμε από πιο χαμηλή βάση.

Δεν αποκλείεται τα πράγματα να εξελιχθούν όπως προβλέπεται και να μην υπάρξει κανένα πρόβλημα. Υπάρχει όμως και σοβαρή πιθανότητα το Ταμείο που θα δημιουργηθεί να παρουσιάσει σημαντικό έλλειμα. Αφ' ενός οι τιμές μπορούν να επηρεαστούν αρνητικά από εξωγενείς παράγοντες. Αφ' ετέρου είναι αμφίβολο κατά πόσον είναι δυνατόν να απορροφηθούν αυτές οι περιουσίες από την αγορά χωρίς να προκληθεί σημαντική μείωση των τιμών. Το γεγονός ότι η πορεία των τιμών θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική της Τ/Κ ομόσπονδης πολιτείας είναι ένας επιπρόσθετος λόγος ανησυχίας. Αν για όλους αυτούς τους λόγους το Ταμείο παρουσιάσει έλλειμμα αυτό θα αποτελέσει τεράστιο οικονομικό βάρος για το κεντρικό κράτος αλλά και πηγή προβλημάτων στο πολιτικό επίπεδο. Η δημιουργία επενδυτικού ταμείου που εισηγούνται οι τέσσερις εμπειρογνώμονες που επιστράτευσε η κυβέρνηση είναι ελκυστική από οικονομικής άποψης αλλά δεν λύνει το πρόβλημα γιατί απλώς μεταθέτει το ρίσκο από το κεντρικό κράτος στους ιδιώτες.

Πιστεύω ότι αυτό το θέμα θα πρέπει να τεθεί σε πρώτη προτεραιότητα από την πλευρά μας. Πρώτον, γιατί τυχόν κατάρρευση του Ταμείου Αποζημιώσεων θα αποτελέσει τεράστιο πλήγμα για την Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία. Δεύτερον, γιατί το θέμα δεν επηρεάζει άμεσα τους Τ/Κ και άρα θα είναι πιο εύκολο να φτάσουμε σε διευθέτηση. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να πείσουμε τους ξένους. Πρέπει με σοβαρότητα και χωρίς υπερβολές να εξηγήσουμε γιατί η βιωσιμότητα του Ταμείου Αποζημιώσεων είναι καίριας σημασίας και γιατί πιστεύουμε ότι δεν διασφαλίζεται με το προτεινόμενο σύστημα. Δεν χρειάζεται καν να πείσουμε για τις ανησυχίες μας. Αν οι ξένοι επιμένουν ότι το Ταμείο είναι βιώσιμο, τότε δεν θα πρέπει να έχουν καμία αντίρρηση να αναλάβουν οι ίδιοι το ρίσκο, προσφέροντας εγγυήσεις για τις προβλεπόμενς αποζημιώσεις.

Πολίτης, 7/3/2004

22 Φεβρουαρίου 2004

Διαπραγματευτική τακτική

Η εφαρμογή της θεωρίας των παιγνίων στη στρατηγική ανάλυση των σχέσεων μεταξύ διαφόρων οντοτήτων αποτελεί σημαντικό στοιχείο της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας. Τις ίδιες βασικές αρχές θα χρησιμοποιήσουμε σήμερα για να επιχειρήσουμε μια ανάλυση της διαπραματευτικής διαδικασίας της Νέας Υόρκης. θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε - από καθαρά στρατηγική σκοπιά και μακριά από πολιτικές τοποθετήσεις - τα διλήμματα που αντιμετώπισε η πλευρά μας και να αξιολογήσουμε τις επιλογές της.

Στη Νέα Υόρκη η κάθε πλευρά είχε να αποφασίσει κατά πόσον να δεχτεί ή όχι την πρόταση του Κόφι Ανάν για επανέναρξη των συνομιλιών. Υπήρχαν τέσσερις πιθανές εκβάσεις της διαδικασίας: η αμοιβαία αποδοχή της πρότασης, η αμοιβαία απόρριψή της ("συνυπευθυνότητα"), η μονομερής αποδοχή από τη δική μας πλευρά ("διαλλακτικότητα" της πλευράς μας) και η μονομερής αποδοχή από την άλλη πλευρά ("πλήρης υπευθυνότητα" της πλευράς μας).

Από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης εξάγεται το συμπέρασμα ότι η δική μας πλευρά προτιμούσε την αμοιβαία αποδοχή παρά την πλήρη υπευθυνότητα. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεχτήκαμε στο τέλος κάτι που κατά γενική ομολογία δεν είναι καλύτερο από την αρχική πρόταση. Με αυτό το δεδομένο είναι σαφές ότι, αν η πλευρά μας ήθελε να αποφύγει την συνυπευθυνότητα, θα έπρεπε να είχε αποδεχτεί ευθύς εξ' αρχής την πρόταση του ΓΓ. Κι αυτό γιατί η αποδοχή της πρότασης σε αυτή την περίπτωση ήταν η καλύτερή μας κίνηση ανεξάρτητα από την κίνηση της αντίπαλης πλευράς (ήταν αυτό που στη θεωρία παιγνίων ονομάζουμε κυρίαρχη στρατηγική).

Το γεγονός ότι δεν προχωρήσαμε σε αυτή την κίνηση μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη ότι προτιμούσαμε την συνυπευθυνότητα από τη διαλλακτικότητα. Αν όντως έτσι είναι, τότε η στάση μας ήταν ορθή. Αν δηλαδή η πλευρά μας πίστευε ότι η αποτυχία ήταν προδιαγεγραμμένη και θεωρούσε ότι το όφελος (στο εσωτερικό κυρίως) από την τήρηση μιας πιο σκληρής στάσης ήταν μεγαλύτερο από το κόστος της συνυπευθυνότητας, τότε ορθά δεν αποδέχτηκε αρχικά την πρόταση.

Επειδή όμως πιθανόν η αρχική απόρριψη να έγινε με την προσδοκία ότι η πρόταση θα απορρίπτετο και από την άλλη πλευρά και ότι αυτό θα οδηγούσε σε νέα βελτιωμένη πρόταση. Σε αυτή την περίπτωση η στάση μας συνιστούσε σημαντικό ρίσκο. Ρισκάραμε σε δύο σημεία: πρώτον, ότι η άλλη πλευρά θα απέρριπτε την πρόταση και δεύτερον, ότι μετά από μια αμοιβαία απόρριψη θα υπήρχε περιθώριο για επαναδιαπραγμάτευση και βελτίωση της πρότασης για την πλευρά μας.

Tο αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων δείχνει ότι χάσαμε το στοίχημα στο πρώτο σημείο (για το δεύτερο δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί δεν φτάσαμε ως εκεί). Αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι κάναμε λάθος. Όταν ρισκάρεις είναι αναπόφευκτο ότι κάποτε θα χάσεις. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτό το ρίσκο αναλήφθηκε με βάση μια αντικειμενική και ορθολογική αξιολόγηση όλων των δεδομένων και όλων των ενδεχομένων. Αν κρίνουμε από το πόσο φαίνεται να εκπλάγηκε η πλευρά μας από την τουρκική αντιπρόταση, φαίνεται ότι δεν προετοιμαστήκαμε όσο έπρεπε. Ας ελπίσουμε ότι θα μάθουμε από τα λάθη μας και θα υιοθετήσουμε πιο ολοκληρωμένη διαπραγματευτική τακτική στη νέα φάση συνομιλιών που μόλις ξεκίνησε.

Πολίτης, 22/2/2004

8 Φεβρουαρίου 2004

Οι αποκρατικοποιήσεις και οι ξένοι γίγαντες

Είναι γνωστό ότι το προεκλογικό πρόγραμμα του πρόεδρου Παπαδόπουλου απέκλειε την αποκρατικοποίηση δημοσίων και ημικρατικών οργανισμών. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε στο προενταξιακό οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης το περασμένο φθινόπωρο. Τελευταία όμως, ορισμένοι κύκλοι της συμπολίτευσης είχαν αρχίσει να δίνουν ένα διαφορετικό στίγμα, είτε παίρνοντας σαφή θέση υπέρ των αποκρατικοποιήσεων (ΕΔΕΚ), είτε τηρώντας μια στάση λιγότερο απόλυτη από αυτή που μας είχαν συνηθίσει (ορισμένα στελέχη του ΔΗΚΟ). Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν τον πρόεδρο Παπαδόπουλο να προβεί την περασμένη Τετάρτη σε μια δήλωση στην οποία επανέλαβε εμφαντικά την θέση της κυβέρνησης εναντίον των αποκρατικοποιήσεων, επιθυμώντας προφανώς να θέσει τέρμα σε κάθε συζήτηση για αυτό το θέμα.

Η θέση αυτή του προέδρου δεν ήταν έκπληξη, όμως ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα από τον έντονο τρόπο με τον οποίο διατυπώθηκε και από την αιτιολόγηση που δόθηκε. Διερωτήθηκε συγκεκριμένα ο πρόεδρος, "ποιοι θα αποκτήσουν τις μετοχές αν πωληθούν, ο λαός ή οι μεγάλοι γίγαντες της βιομηχανίας από το εξωτερικό;" Η αναφορά σε γίγαντες του εξωτερικού μου θυμίζει τριτοκοσμικούς ηγέτες ψυχροπολεμικών εποχών οι οποίοι με παρόμοιες νοοτροπίες οδήγησαν τις χώρες τους στην οικονομική εξαθλίωση. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων αποτελεί θεμελιώδες συστατικό μιας οικονομικής πολιτικής που στοχεύει την ανάπτυξη και την ευημερία. Οι ξένοι γίγαντες που πραγματοποιούν επενδύσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες δημιουργούν θέσεις εργασίες και φέρνουν μαζί τους τεχνογνωσία από την οποία επωφελείται και η τοπική βιομηχανία. Για αυτό και όλες οι χώρες που επιθυμούν να ευδοκιμήσουν μέσα στο διεθνές οικονομικό σύστημα προσπαθούν να δελεάσουν τους ξένους επενδυτές, και όχι να τους δαιμονοποιούν. Εμείς τελικά θέλουμε να λειτουργήσουμε μέσα σε αυτό το σύστημα ή όχι;

Είπε ακόμα ο πρόεδρος ότι "τα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν είναι δυνατό να μειωθούν με την πώληση μετοχών ημικρατικών οργανισμών." Το επιχείρημα διατυπώνεται συχνά, όμως είναι ορθό μόνο αν το δημοσιονομικό έλλειμμα χρηματοδοτεί την κατανάλωση και όχι την επένδυση. Για παράδειγμα, δεν θα ήταν καθόλου καλή ιδέα να πουλήσουμε κρατική περιουσία για να χρηματοδοτήσουμε ενός μήνα διακοπές για όλους τους Κύπριους. Γιατί όμως να μην το πράξουμε αν με τα έσοδα που θα έχουμε θα μπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε παραγωγικές επενδύσεις; Γιατί αποκλείουμε την αποκρατικοποίηση αν υπάρχει καλύτερος τρόπος επένδυσης αυτών των κεφαλαίων;

Για να γίνω πιο σαφής, ας πάρουμε ως παράδειγμα τις τηλεπικοινωνίες. Η Κυπριακή πολιτεία έχει επενδύσει πολλά για τη δημιουργία ενός καλού τηλεπικοινωνιακού δικτύου. Το κράτος ανάλαβε το ίδιο την πραγματοποίηση αυτών των επενδύσεων μέσω της ΑΤΗΚ γιατί ο ιδιωτικός τομέας δεν ήταν σε θέση να το πράξει από μόνος του. Σήμερα έχουμε φτάσει σε μια εποχή που οι διεθνείς τηλεπικοινωνίες βρίσκονται σε άνθηση και ο ιδιωτικός τομέας έχει αναλάβει τα ηνία αυτής της αγοράς. Η κρατική παρέμβαση δεν χρειάζεται πλέον. Η συμμετοχή σε κάποια αγορά δεν είναι αυτοσκοπός. Τώρα είναι ο κατάλληλος καιρός για την Κυπριακή πολιτεία να εξαργυρώσει την επένδυση που έκανε μεταβιβάζοντας την ΑΤΗΚ στον ιδιωτικό τομέα και διοχετεύοντας τα έσοδα σε άλλες παραγωγικές επενδύσεις ή σε νέους τομείς που χρειάζονται κρατική στήριξη για να σταθούν στα πόδια τους.

Πολίτης, 8/2/2004

25 Ιανουαρίου 2004

Το μέλλον στα πετρελαιοειδή

Η ιστορία της εμπορίας των πετρελαιοειδών είναι μια ιστορία κακών πολιτικών:

  • Το σύστημα καθορισμού λιανικών τιμών πώλησης. Εδώ και 32 χρόνια το κράτος υποχρεώνει τους πολίτες του να επιδοτούν πλουσιοπάροχα τις εταιρείες πετρελαιοειδών.
  • Το διυλιστήριο. Ένα τρανταχτό παράδειγμα κρατικής κακοδιαχείρησης, για χάρη του οποίου αναπνέουμε μέχρι σήμερα θείο και μόλυβδο, ουσίες που όλες οι προηγμένες χώρες έχουν σχεδόν εξαλείψει από τα καύσιμα εδώ και χρόνια.
  • Η επιδότηση του πετρελαίου. Δημιούργησε τεράστιες στρεβλώσεις στην αγορά, ενεθάρρυνε λανθασμένες επενδύσεις και οδήγησε στην αλόγιστη χρήση του πετρελαίου στην γεωργία, τις μεταφορές και τη θέρμανση.

Θα μπορούσε κανείς να γεμίσει πολλές σελίδες περιγράφοντας πώς τα λάθη αυτά οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Επειδή όμως έχουν λεχθεί αρκετά αυτές τις μέρες θα προτιμήσω να αφήσω το παρελθόν και να κοιτάξω λίγο μπροστά. Τις τελευταίες μέρες έχουμε ακούσει τόσο τον Υπουργό Εμπορίου όσο και τον Υπουργό Συγκοινωνιών να υπόσχονται στους καταναλωτές χαμηλότερες τιμές καυσίμων στο σύντομο μέλλον. Προφανώς η κυβέρνηση ελπίζει ότι η απελευθέρωση της αγοράς και το κλείσιμο του διυλιστηρίου θα σπρώξουν τις τιμές προς τα κάτω.

Στη θέση τους θα ήμουν πιο επιφυλακτικός. Σίγουρα υπάρχει περιθώριο μείωσης των τιμών, όμως αυτό προϋποθέτει τη διαμόρφωση σωστού ανταγωνιστικού κλίματος στην αγορά. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο. Αυτή η αγορά λειουργεί εδώ και δεκαετίες κάτω από καθεστώς προστατευτισμού. Οι εταιρείες πετρελαιοειδών δεν είναι συνηθισμένες να ανταγωνίζονται η μια την άλλη αφού όλα αυτά τα χρόνια λειτουργούσαν ουσιαστικά σαν καρτέλ. Έχουν πολύ ψηλό λειτουργικό κόστος γιατί μέχρι τώρα δεν είχαν κανένα λόγο να προσπαθήσουν να το περιορίσουν. Αντίθετα, το σύστημα τους ενεθάρρυνε να κτίζουν πολλά και πολυτελή πρατήρια για να δικαιολογούν αύξηση των κερδών τους.

Η έλλειψη ανταγωνιστικής κουλτούρας και το ψηλό λειτουργικό κόστος δεν ευνοούν την ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Για να αποφέρει η φιλελευθεροποίηση τα αναμενόμενα οφέλη απαιτείται μια δραστική αναδιάρθρωση του κλάδου. Οι εταιρείες θα πρέπει να αναδιοργανωθούν και να γίνουν πιο αποδοτικές. Ορισμένα πρατήρια θα κλείσουν, άλλα θα μετακινηθούν, άλλα ίσως μετατραπούν σε σταθμούς αυτοεξυπηρέτησης (self-service) και μειώσουν τις υπηρεσίες που προσφέρουν (π.χ. πλύσιμο αυτοκινήτου, πώληση νερού, κ.λπ.). Για να γίνουν όλα αυτά θα χρειαστεί κάποια από τις εταιρείες να κάνει την πρώτη κίνηση. Είναι αμφίβολο κατά πόσον υπάρχει τέτοια διάθεση. Ο καλύτερος τρόπος να επιτευχθεί ο ανταγωνισμός είναι με την είσοδο νέων εταιρειών στην αγορά οι οποίες θα είναι σε θέση να κινηθούν με ευελιξία και αποτελεσματικότητα. Αυτό δεν θα είναι εύκολο γιατί η αγορά είναι ήδη κορεσμένη. Όμως η πολιτεία θα μπορούσε να το ενθαρρύνει δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για προσέλκυση νέων εταιρειών.

Η αναδιάρθρωση της αγοράς θα προκαλέσει αναμφίβολα αντιδράσεις από αυτούς που θα επηρεαστούν αρνητικά και θα έχει πολιτικό κόστος. Αν όμως η κυβέρνηση θέλει να επιτύχει τη μείωση των τιμών που υπόσχεται, δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

Πολίτης, 25/1/2004

11 Ιανουαρίου 2004

Γι αυτό είναι ανεξάρτητοι

Η διάκριση των εξουσιών είναι θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας. Η εκτελεστική εξουσία ασκεί πολιτική, η νομοθετική εξουσία θεσπίζει νόμους και η δικαστική εξουσία διασφαλίζει την τήρηση των νόμων τόσο από τους πολίτες όσο και από τις άλλες δύο εξουσίες. Οι σύγχρονες δημοκρατίες διαθέτουν επίσης πλήθος ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών οι οποίες επωμίζονται το έργο της εποπτείας συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Οι αρχές αυτές διορίζονται μεν από την εκτελεστική εξουσία (συχνά με τη σύμφωνο γνώμη της νομοθετικής εξουσίας), λειτουγούν όμως εντελώς ανεξάρτητα με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που τις διέπει και χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτούν σε κανένα. Αυτή η ανεξαρτησία τους επιτρέπει να επιτελούν το έργο τους ανεπηρέαστες, μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες και μικροκομματικά συμφέροντα. Τέτοιες αρχές είναι η Κεντρική Τράπεζα, η Ελεγκτική Υπηρεσία, η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού, οι Ρυθμιστές Τηλεπικοινωνιών και Ενέργειας και πολλές άλλες.

Δύο πρόσφατα επεισόδια στην πολιτική ζωή του τόπου δείχνουν ότι η πολιτική μας ηγεσία δεν έχει μάθει να σέβεται την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και των διαφόρων ρυθμιστικών αρχών. Τις τελευταίες βδομάδες ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έγινε αντικείμενο λεκτικού λυντσαρίσματος από το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας λόγω της απόφασής του να μην συναινέσει στην απονομή χάριτος σε φυλακισμένους. Μπορεί κάποιος να διαφωνεί με τη συγκεκριμένη απόφαση, όμως είναι γενικά παραδεκτό ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Φαίνεται όμως ότι με την ενέργειά του αυτή ανέτρεψε μια βολική αλλά νομικά και ηθικά πάσχουσα συναίνεση, προκαλώντας έτσι τη μήνιν του κατεστημένου. Έγινε στόχος μαζικής επίθεσης από τα κόμματα και φτάσαμε στο σημείο να ακούμε φήμες ότι αναζητούνται τρόποι απομάκρυνσής του, έστω κι αν σύμφωνα με το σύνταγμα δεν μπορεί να παυθεί.

Ένα παρόμοιο επεισόδιο είχε διαδραματισθεί μερικές βδομάδες νωρίτερα, όταν η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης είχε επιβάλει ποινή πεντάλεπτης σιγής σε τηλεοπτικό σταθμό για παραβάσεις του δεοντολογικού κώδικα (αργότερα ακολούθησε παρόμοια καμπάνα και σε άλλο σταθμό). Και σε αυτή την περίπτωση η ανεξάρτητη αρχή είχε ενεργήσει σύμφωνα με τους όρους εντολής που καθόριζε το νομοθετικό πλαίσιο που ενέκρινε η Βουλή. Κι όμως σύσσωμα τα πολιτικά κόμματα έσπευσαν να κατηγορήσουν την Αρχή για λογοκρισία και να υπερασπιστούν σταθμούς που παραβίασαν τους κανόνες τους οποίους τα ίδια τα κόμματα θέσπισαν.

Οι λαϊκίστικες αντιδράσεις και οι πομπώδεις δηλώσεις που συνόδευσαν τα δύο αυτά επεισόδια αποτελούν μια ακόμα ένδειξη της ανωριμότητας που χαρακτηρίζει τον πολιτικό λόγο στον τόπο μας. Οι πολιτικοί μας έχουν μάθει να ελέγχουν τα πάντα και δυσκολεύονται να δεχτούν ότι κάποιοι άλλοι είναι περισσότεροι αρμόδιοι από αυτούς για να λάβουν ορισμένες αποφάσεις. Ας κοιτάξουν λίγο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση που παίρνει πολύ σοβαρά την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστικών και ρυθμιστικών αρχών.

Πολίτης, 11/1/2004