Η διάκριση των εξουσιών είναι θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας. Η εκτελεστική εξουσία ασκεί πολιτική, η νομοθετική εξουσία θεσπίζει νόμους και η δικαστική εξουσία διασφαλίζει την τήρηση των νόμων τόσο από τους πολίτες όσο και από τις άλλες δύο εξουσίες. Οι σύγχρονες δημοκρατίες διαθέτουν επίσης πλήθος ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών οι οποίες επωμίζονται το έργο της εποπτείας συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Οι αρχές αυτές διορίζονται μεν από την εκτελεστική εξουσία (συχνά με τη σύμφωνο γνώμη της νομοθετικής εξουσίας), λειτουγούν όμως εντελώς ανεξάρτητα με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που τις διέπει και χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτούν σε κανένα. Αυτή η ανεξαρτησία τους επιτρέπει να επιτελούν το έργο τους ανεπηρέαστες, μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες και μικροκομματικά συμφέροντα. Τέτοιες αρχές είναι η Κεντρική Τράπεζα, η Ελεγκτική Υπηρεσία, η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού, οι Ρυθμιστές Τηλεπικοινωνιών και Ενέργειας και πολλές άλλες.
Δύο πρόσφατα επεισόδια στην πολιτική ζωή του τόπου δείχνουν ότι η πολιτική μας ηγεσία δεν έχει μάθει να σέβεται την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και των διαφόρων ρυθμιστικών αρχών. Τις τελευταίες βδομάδες ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έγινε αντικείμενο λεκτικού λυντσαρίσματος από το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας λόγω της απόφασής του να μην συναινέσει στην απονομή χάριτος σε φυλακισμένους. Μπορεί κάποιος να διαφωνεί με τη συγκεκριμένη απόφαση, όμως είναι γενικά παραδεκτό ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Φαίνεται όμως ότι με την ενέργειά του αυτή ανέτρεψε μια βολική αλλά νομικά και ηθικά πάσχουσα συναίνεση, προκαλώντας έτσι τη μήνιν του κατεστημένου. Έγινε στόχος μαζικής επίθεσης από τα κόμματα και φτάσαμε στο σημείο να ακούμε φήμες ότι αναζητούνται τρόποι απομάκρυνσής του, έστω κι αν σύμφωνα με το σύνταγμα δεν μπορεί να παυθεί.
Ένα παρόμοιο επεισόδιο είχε διαδραματισθεί μερικές βδομάδες νωρίτερα, όταν η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης είχε επιβάλει ποινή πεντάλεπτης σιγής σε τηλεοπτικό σταθμό για παραβάσεις του δεοντολογικού κώδικα (αργότερα ακολούθησε παρόμοια καμπάνα και σε άλλο σταθμό). Και σε αυτή την περίπτωση η ανεξάρτητη αρχή είχε ενεργήσει σύμφωνα με τους όρους εντολής που καθόριζε το νομοθετικό πλαίσιο που ενέκρινε η Βουλή. Κι όμως σύσσωμα τα πολιτικά κόμματα έσπευσαν να κατηγορήσουν την Αρχή για λογοκρισία και να υπερασπιστούν σταθμούς που παραβίασαν τους κανόνες τους οποίους τα ίδια τα κόμματα θέσπισαν.
Οι λαϊκίστικες αντιδράσεις και οι πομπώδεις δηλώσεις που συνόδευσαν τα δύο αυτά επεισόδια αποτελούν μια ακόμα ένδειξη της ανωριμότητας που χαρακτηρίζει τον πολιτικό λόγο στον τόπο μας. Οι πολιτικοί μας έχουν μάθει να ελέγχουν τα πάντα και δυσκολεύονται να δεχτούν ότι κάποιοι άλλοι είναι περισσότεροι αρμόδιοι από αυτούς για να λάβουν ορισμένες αποφάσεις. Ας κοιτάξουν λίγο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση που παίρνει πολύ σοβαρά την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστικών και ρυθμιστικών αρχών.
Πολίτης, 11/1/2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου